Αντιμέτωπος με ποινική δίωξη βρίσκεται στην καλύτερη περίπτωση όποιος τολμήσει να πιάσει στο στόμα του το στρατηγό Σίσι και τη στρατιωτική χούντα της Αιγύπτου. Γιατί οι επιπτώσεις είναι πολύ σοβαρότερες και οδυνηρότερες για όποιον τολμήσει να εκφράσει τη συμπάθεια ή την αλληλεγγύη του στους Αδελφούς Μουσουλμάνους για το πρωτοφανές πογκρόμ που έχει εξαπολύσει εναντίον τους η στρατιωτική χούντα, ή ακόμη χειρότερα για όποιον θεωρηθεί οπαδός ή απλό μέλος της Μουσουλμανικής Αδελφότητας.
Οταν μάλιστα στο στόχαστρο της διορισμένης κυβέρνησης μπαίνουν ακόμη και πασίγνωστα πρόσωπα της κοινωνίας της Αιγύπτου, γίνεται περισσότερο από προφανές ότι πρόθεση της στρατιωτικής χούντας είναι να αντιμετωπίσει με σιδερένια γροθιά κάθε μορφή διαμαρτυρίας και αντίδρασης στην εξουσία της, οχυρωμένη και νομικά με το νέο νόμο για τις διαδηλώσεις, με τον οποίο επιχειρείται ουσιαστικά η κατάργηση των διαδηλώσεων και κάθε άλλης μορφής διαμαρτυρίας, καθώς τίθενται κάτω από τον απόλυτο έλεγχο της κυβέρνησης και της αστυνομίας. Ο λόγος για δύο περιστατικά τις τελευταίες μέρες, του εξαιρετικά δημοφιλούς σατιρικού παρουσιαστή Μπασέμ Γιούσεφ και του πρωταθλητή στο κουνγκ φου Μοχάμεντ Γιούσεφ.
Βροχή μηνύσεων
Στις 29 Οχτώβρη ανακοινώθηκε ότι ο Γενικός Εισαγγελέας της Αιγύπτου διέταξε την διεξαγωγή έρευνας για μία από τις μηνύσεις που κατατέθηκαν εναντίον του Μπασέμ Γιούσεφ μετά το πρόγραμμα που παρουσίασε για πρώτη φορά ύστερα από την τετράμηνη διακοπή που ακολούθησε την ανατροπή Μόρσι. Στόχος της σάτιράς του ήταν από τη μια ο Μόρσι και η Μουσουλμανική Αδελφότητα και από την άλλη οι φανατικοί οπαδοί του στρατηγού Σίσι και η ενορχηστρωμένη εκστρατεία ηρωοποίησής του, όχι όμως προσωπικά ο ίδιος ο Σίσι. Σε μια σκηνή, για παράδειγμα, διακωμώδησε τους οπαδούς του Σίσι ότι τον «έχουν μετατρέψει σε Φαραώ με την τυφλή υποστήριξή τους» και σε μια άλλη σκηνή σχολίασε ότι «ο Σίσι έχει μετατραπεί σε σοκολάτα», αναφερόμενος σε σοκολάτες που έχουν κυκλοφορήσει πρόσφατα με το πρόσωπο του Σίσι στο περιτύλιγμα.
Στο τέλος της εκπομπής, παίρνοντας σοβαρό ύφος δήλωσε: «Δεν είμαι με τους ισλαμιστές, που μας επιτέθηκαν, μας κήρυξαν αποστάτες και κάλεσαν δημόσια για τη φυλάκισή μας. Την ίδια στιγμή, δεν είμαι με την υποκρισία, τη θεοποίηση ανθρώπων και τη δημιουργία Φαραώ. Φοβάμαι ότι ο φασισμός στο όνομα της θρησκείας θα αντικατασταθεί από το φασισμό στο όνομα του εθνικισμού».
Για το «έγκλημα» που διέπραξε κατηγορείται ότι διαταράσσει την ειρήνη, βλάπτει το δημόσιο συμφέρον, προκαλεί χάος, σπείρει το διχασμό, απειλεί την κοινωνική ασφάλεια και γελοιοποιεί τον αιγυπτιακό λαό, τις ένοπλες δυνάμεις και τα εθνικά σύμβολα.
Ο Μπασέμ Γιούσεφ υπήρξε πολέμιος της πολιτικής του Μοχάμεντ Μόρσι και της Μουσουλμανικής Αδελφότητας, γεγονός που τον οδήγησε στο γραφείο του εισαγγελέα με την κατηγορία της προσβολής του προέδρου της χώρας, η οποία τελικά κατέπεσε. Αρχικά τάχθηκε υπέρ του στρατού που ανέτρεψε τον Μόρσι, δεν δίστασε όμως να εκφράσει την «ανησυχία του για τη βίαιη και εκτεταμένη καταστολή των οπαδών του» όταν σύσσωμη σχεδόν η αποκαλούμενη κοσμική, φιλελεύθερη, μη ισλαμική αντιπολίτευση χειροκροτούσε τους σφαγείς.
Μαύρο πρόβατο
Ο πρωταθλητής του κουνγκ φου Μοχάμεντ Γιούσεφ τιμωρήθηκε από την εθνική ομοσπονδία του αγωνίσματος με αποκλεισμό από το διεθνές τουρνουά που θα γίνει στις 27 Νοέμβρη στην Κουάλα Λουμπούρ της Μαλαισίας και κινδυνεύει να απαγορευτεί για πάντα η συμμετοχή του σε αγώνες. Επίσης του αφαιρέθηκε το χρυσό μετάλλιο που κέρδισε στο παγκόσμιο πρωτάθλημα του κουνγκ φου που πραγματοποιήθηκε την περασμένη βδομάδα στη Ρωσία.
Το «έγκλημα» που διέπραξε είναι ότι εμφανίστηκε στην τελετή απονομής των μεταλλίων φορώντας ένα μπλουζάκι με την εικόνα της ανοιχτής παλάμης με τα τέσσερα δάχτυλα, σύμβολο της καθιστικής διαμαρτυρίας των οπαδών του Μόρσι που πνίγηκε στο αίμα τον περασμένο Αύγουστο. Σε φωτογραφία που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Αλ – Αχράμ, ο πρωταθλητής δείχνει με το δεξί χέρι το χρυσό μετάλλιο και έχει το αριστερό υψωμένο σε γροθιά.
Βιομηχανία δικών
Παράλληλα, βρίσκεται σε εξέλιξη μια σειρά δικών, τουλάχιστον δέκα μέχρι στιγμής, σε βάρος ηγετικών και άλλων στελεχών της Μουσουλμανικής Αδελφότητας, που κατηγορούνται για «υποκίνηση βίας και τρομοκρατίας» και κινδυνεύουν να καταδικαστούν ακόμη και σε θανατική ποινή. Από δικηγόρους που εκπροσωπούν οργανώσεις για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα υπολογίζεται ότι θα δικαστούν περίπου 200 ηγέτες της Μουσουλμανικής Αδελφότητας, ότι έχουν συλληφθεί 2.000 περίπου υψηλά και μεσαία στελέχη και ότι κρατούνται και ανακρίνονται 6.000 περίπου μέλη και οπαδοί προκειμένου να συγκεντρωθεί υλικό που θα χρησιμοποιηθεί εναντίον της ηγεσίας.
Η δίκη του ανώτατου ηγέτη της Μουσουλμανικής Αδελφότητας Μοχάμεντ Μπαντί, του 85χρονου προκατόχου του Μαχντί Ακέφ και των δύο αναπληρωτών του Καϊράτ αλ Σατέρ και Ρασάντ αλ Μπαγιούμι ξεκίνησε τον περασμένο Αύγουστο. Και οι τέσσερις κατηγορούνται ότι υποκίνησαν τις συγκρούσεις που ξέσπασαν στις 30 Ιούνη, όταν ομάδες διαδηλωτών επιχείρησαν να εισβάλουν στα κεντρικά γραφεία της Μουσουλμανικής Αδελφότητας, κατά τις οποίες έχασαν τη ζωή τους 9 άνθρωποι. Μαζί τους δικάζονται 31 ακόμη στελέχη που κατηγορούνται για συμμετοχή στη βία. Κατά τη δεύτερη συνεδρίαση του δικαστηρίου που είχε οριστεί για τις 29 Οχτώβρη, ο πρόεδρος ανακοίνωσε ότι και οι τρεις δικαστές του σώματος παραιτούνται «για λόγους συνείδησης», χωρίς να εξηγήσει τους λόγους, οι οποίοι, όπως φαίνεται, έχουν σχέση με τις διαδικασίες της δίκης. Οπως έγινε γνωστό από συνηγόρους των κατηγορούμενων, οι δικαστές είχαν ζητήσει από το υπουργείο Εσωτερικών τη μεταφορά των κατηγορούμενων στο δικαστήριο (ήταν απόντες κατά την πρώτη συνεδρίαση τον Αύγουστο), όμως την παραμονή της δίκης ενημερώθηκαν ότι ήταν αδύνατη η μεταφορά και η παρουσία των κατηγορούμενων στο δικαστήριο για «λόγους ασφάλειας». Επίσης, οι δικαστές είχαν δεχτεί πιέσεις για να δεχτούν να μεταφερθεί η δίκη στη φυλακή Τόρα του Καΐρου, όπου κρατούνται οι κατηγορούμενοι και δεν θα μπορούσαν να πλησιάσουν διαδηλωτές. Οι δικαστές αρνήθηκαν, όμως οι πιέσεις συνεχίζονταν, και προτίμησαν να παραιτηθούν από τη δίκη-φάρσα.
Η δίκη του Μόρσι και 14 ακόμη στελεχών της Αδελφότητας αρχίζει στις 4 Νοέμβρη. Ο Μόρσι, που κρατείται από τις 3 Ιούλη στην απομόνωση σε μυστική φυλακή, χωρίς πρόσβαση σε δικηγόρο, κατηγορείται ότι υποκίνησε τους οπαδούς του να επιτεθούν σε διαδηλωτές που πραγματοποιούσαν καθιστική διαμαρτυρία έξω από το προεδρικό μέγαρο τον περασμένο Δεκέμβρη, με αποτέλεσμα 10 νεκρούς κατά τις συγκρούσεις που ξέσπασαν.
Οπως ανακοίνωσε η «Συμμαχία ενάντια στο πραξικόπημα», κανείς δικηγόρος, ούτε Αιγύπτιος ούτε ξένος, δεν θα αναλάβει την υπεράσπιση του Μόρσι, γιατί ο ανατραπείς πρόεδρος δεν αναγνωρίζει το δικαστήριο ούτε καμιά πράξη ή διαδικασία που προκύπτει από το πραξικόπημα. Μια ομάδα αιγύπτιων δικηγόρων θα παρίσταται στη δίκη, όμως μόνο για να παρακολουθεί τη διαδικασία και όχι για να τον υπερασπίσει.
Ολική επαναφορά
Το πρωτοφανές όργιο καταστολής που έχει εξαπολύσει η στρατιωτική χούντα κατά των πολιτικών αντιπάλων της συνοδεύεται από μια εκκωφαντική προπαγανδιστική εκστρατεία προβολής του στρατηγού Σίσι, ενώ έχει στηθεί από τα μέσα Οχτώβρη ένας ολόκληρος μηχανισμός υποστήριξης της υποψηφιότητας Σίσι στις προεδρικές εκλογές, όταν γίνουν, σε απροσδιόριστο χρόνο στο μέλλον.
Αφίσες με το πορτραίτο του στρατηγού Σίσι μόνο του ή μαζί με το Νάσερ έχουν κατακλύσει τη χώρα. Σοκολάτες με τη φωτογραφία του, ακόμη και ύμνος για το πρόσωπό του έχει κυκλοφορήσει με τίτλο «ευλογημένα τα χέρια σας». Ομάδες «εθελοντών» στους δρόμους συγκεντρώνουν υπογραφές υποστήριξης της υποψηφιότητάς του, ενώ μεγάφωνα παίζουν στη διαπασών τον προαναφερόμενο ύμνο.
Ο Σίσι προβάλλεται ως η μόνη προσωπικότητα που μπορεί να κυβερνήσει τη χώρα, ως ισάξιος του Νάσερ, με κοινό σημείο τους το τσάκισμα της Μουσουλμανικής Αδελφότητας, ενώ καλλιεργείται από διάφορες πλευρές η ιδέα ότι η Αίγυπτος πρέπει να κυβερνάται μόνο από πρόεδρο με στρατιωτικό υπόβαθρο, ότι η εξέγερση και οι δημοκρατικές διακηρύξεις έφεραν μόνο αστάθεια, εξασθένιση της οικονομίας και ανίκανους πολιτικούς ηγέτες, ότι είναι καιρός η Αίγυπτος να γυρίσει πίσω, σ’ αυτό που γνωρίζει.
Σύμφωνα με σχετικό ρεπορτάζ της αμερικάνικης «McClatchy Newspaper» (24/10/13), «οι πιο ισχυρές δυνάμεις της χώρας έχουν συμπαραταχθεί για να υποστηρίξουν την υποψηφιότητα Σίσι. Επιχειρηματίες χρηματοδοτούν την προσπάθεια, τα κρατικά μίντια την προωθούν και αξιωματικοί της κρατικής Ασφάλειας παροτρύνουν τους πολίτες να πάρουν μέρος στην καμπάνια… Η ομάδα καυχιέται ότι διαθέτει 73 γραφεία και 7.000 μέλη για τη συλλογή υπογραφών. Λέγεται ότι στηρίζεται μόνο σε δωρεές από ιδιώτες. Ομως αυτοί οι ιδιώτες είναι από τους πλουσιότερους ανθρώπους της Αιγύπτου. Ανάμεσά τους είναι ο Nasr al – Qurwas, ιδρυτής της καμπάνιας στο κυβερνείο Monofeya. Η περιουσία του προέρχεται από τις εισαγωγές και εξαγωγές εξοπλισμού πτηνοτροφείων. Ο ίδιος δήλωσε ότι έχει ένα ανοιχτό λογαριασμό για τις δαπάνες της καμπάνιας υπέρ του Σίσι και ότι πληρώνει υπαλλήλους να κάνουν τη δουλειά».
Είναι φανερό ότι το μεγαλύτερο κομμάτι της αστικής τάξης, ισχυρό τμήμα της οποίας αποτελεί η στρατιωτική ελίτ, επιχειρεί ολική επαναφορά του καθεστώτος Μουμπάρακ βάζοντας ταφόπλακα στις κατακτήσεις της λαϊκής εξέγερσης του Γενάρη του 2011. Ο Μόρσι και η κυβέρνησή του ούτε τον έλεγχο του στρατού και του κρατικού μηχανισμού είχαν, ούτε τη θέληση να ικανοποιήσουν τα αιτήματα της εξέγερσης, ούτε και τη δυνατότητα να αντιμετωπίσουν με τα απαιτούμενα μέτρα καταστολής τις διεκδικήσεις του εργατικού κινήματος. Οσο για τις πολιτικές συλλογικότητες που πρωτοστάτησαν στην εξέγερση, πολέμησαν έπειτα την πολιτική Μόρσι και χειροκρότησαν στη συνέχεια την ανατροπή του από το στρατό, δεν έχουν τώρα ούτε την πολιτική επιρροή ούτε την οργανωτική δυνατότητα να υπερασπίσουν τις κατακτήσεις για τις οποίες χύθηκε τόσο αίμα, περιορίζονται σε ανώδυνες κριτικές και παρακολουθούν αμήχανοι και μουδιασμένοι τα τεκταινόμενα, παρόλο που όλες οι μάσκες που φόρεσε η στρατιωτική χούντα έχουν πέσει.