Λίγες μέρες μετά την έκρηξη βόμβας στις 18 Ιουλίου στα άδυτα του συριακού καθεστώτος, στο κτίριο της Εθνικής Ασφάλειας στη Δαμασκό, που προκάλεσε το θάνατο τεσσάρων κορυφαίων κυβερνητικών αξιωματούχων, και τη συντονισμένη επίθεση των ανταρτών εναντίον του κυβερνητικού στρατού σε διάφορες συνοικίες της συριακής πρωτεύουσας, γίνεται φανερό ότι επρόκειτο μόνο για ένα ακόμη πολεμικό επεισόδιο σε ένα πιθανότατα παρατεταμένο εμφύλιο πόλεμο.
Από την περασμένη Δευτέρα, 23 Ιουλίου, ύστερα από σφοδρή αντεπίθεση του κυβερνητικού στρατού, οι αντάρτες υποχώρησαν από κάποιες από τις συνοικίες της Δαμασκού που είχαν περάσει για λίγο υπό τον έλεγχό τους, ενώ ανταλλαγή πυρών συνεχίζεται ακόμη και τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές σε κάποια σημεία της πρωτεύουσας. Σύμφωνα με ρεπορτάζ της «Ουάσιγκτον Ποστ» (23/7/12), ο συνταγματάρχης Μαλίκ Κούρντι, εκπρόσωπος της διοίκησης του Ελεύθερου Συριακού Στρατού, δήλωσε ότι οι αντάρτες δεν είχαν άλλη επιλογή παρά να αποσυρθούν από τις συνοικίες της Δαμασκού λόγω της έλλειψης οπλισμού για να αντιμετωπίσουν τον πολύ καλύτερα εξοπλισμένο τακτικό στρατό. «Ο Ελεύθερος Συριακός Στρατός κάνει ένα πόλεμο καταπόνησης του κυβερνητικού στρατού μέχρι να τον εξαντλήσει, χρησιμοποιώντας τακτικές ανταρτοπόλεμου, δεν μπορούμε να διατηρήσουμε τον έλεγχο μιας περιοχής, γι αυτό κινούμαστε από μέρος σε μέρος, από πόλη σε πόλη, για να εξαντλήσουμε το καθεστώς», είπε, μιλώντας τηλεφωνικά από στρατόπεδο προσφύγων στη νότια Τουρκία, όπου έχει την έδρα της η ηγεσία του Ελεύθερου Συριακού Στρατού.
Παράλληλα, συνεχίζονται οι μάχες σε άλλες περιοχές της χώρας, με επίκεντρο αυτή τη στιγμή το Χαλέπι, το οικονομικό κέντρο της χώρας, όπου τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές γίνονται μάχες ακόμη και στο ιστορικό κέντρο της πόλης.
Σύμφωνα με το προαναφερόμενο ρεπορτάζ της «Ουάσιγκτον Ποστ», οι αντάρτες έχουν πετύχει σημαντικά κέρδη στις βόρειες αγροτικές περιοχές της χώρας τους τελευταίους μήνες, όμως ακόμη κι εκεί οι γραμμές των μετώπων είναι ρευστές και πόλεις και χωριά αλλάζουν συχνά χέρια. Το ίδιο συμβαίνει με την κατάληψη κάποιων συριακών συνοριακών περασμάτων από αντάρτες τις τελευταίες μέρες, τα οποία έχουν αλλάξει αρκετές φορές χέρια. Σημειωτέον ότι η κατάληψή τους δεν έχει στρατηγική, αλλά ψυχολογική σημασία, γιατί σπάει το ηθικό του κυβερνητικού στρατού.
Στο διπλωματικό πεδίο, το Συμβούλιο Ασφάλειας του ΟΗΕ, στις 20 Ιουλίου, έδωσε 30ήμερη παράταση στην αποστολή του Κόφι Ανάν, παρόλο που οι προοπτικές για διπλωματική λύση σ’ αυτή τη φάση είναι από ανύπαρκτες έως ελάχιστες, ενώ η Ρωσία και η Κίνα προέβαλαν ξανά βέτο για νέες κυρώσεις σε βάρος της Συρίας με βάση το άρθρο 7, που ανοίγει το δρόμο για στρατιωτική επέμβαση. Τρεις μέρες αργότερα, στις 23 Ιουλίου, η συριακή κυβέρνηση απέρριψε την πρόταση του Αραβικού Συνδέσμου που καλούσε τον Ασαντ να παραιτηθεί το συντομότερο για να σταματήσει η αιματοχυσία και το Συριακό Εθνικό Συμβού-λιο και την ηγεσία του Ελεύθερου Συριακού Στρατού να σχηματίσουν μεταβατική κυβέρνηση εθνικής ενότητας. Την ίδια μέρα, με τη θέση του καθεστώτος Ασαντ τάχθηκε η ιρακινή κυβέρνηση, δηλώνοντας ότι «μόνο ο συριακός λαός είναι υπεύθυνος να αποφασίσει για την τύχη του και δεν πρέπει να επεμβαίνουν άλλοι».
Η κατάσταση αυτή τη στιγμή στη Συρία είναι εξαιρετικά πολύπλοκη. Παρόλο που η έκρηξη βόμβας στο κτίριο Εθνικής Ασφάλειας στη Δαμασκό σε συνδυασμό με τις επιθέσεις των ανταρτών σε συνοικίες της ήταν βαρύ πλήγμα για το καθεστώς Ασαντ, οι τελευταίες εξελίξεις δείχνουν ότι ο κυβερνητικός στρατός παραμένει ισχυρός, το καθεστώς αντέχει και θα συνεχίσει να πολεμά, ώστε η κλίκα του Ασαντ να εξασφαλίσει τουλάχιστον μια αξιοπρεπή έξοδο από την εξουσία, όπως για παράδειγμα ο δικτάτορας Αλί Σάλεχ στην Υεμένη, και μια μεταβατική πολιτική λύση με τη συμμετοχή παραγόντων του καθεστώτος. Γιατί το αίμα που έχει χυθεί δεν επιτρέπει σε καμιά περίπτωση την παραμονή του Μπασάρ Ασαντ στην εξουσία.
Παράλληλα, η Ρωσία, στηρίζοντας το καθεστώς και εκμεταλλευόμενη την πολυδιάσπαση και τις αδυναμίες των αντιπάλων του, αντιστέκεται σε διπλωματικό επίπεδο και διαπραγματεύεται για να διασφαλίσει τα συμφέροντά της στη Συρία και στο Ιράν και να διατηρήσει το ρόλο της ως μεγάλη ιμπεριαλιστική δύναμη στην περιοχή.
Από την άλλη, οι ΗΠΑ, η Βρετανία, η Γαλλία και οι λοιποί δυτικοί εταίροι τους, που πρωτοστατούν μαζί με τα αμερικανόδουλα αραβικά καθεστώτα στην ανατροπή του καθεστώτος Ασαντ δεν έχουν μέχρι στιγμής καταφέρει να βρουν μια αξιόπιστη εναλλακτική πολιτική λύση που θα διαδεχθεί το καθεστώς Ασαντ και θα εξυπηρετεί τα συμφέροντά τους.
Η λεγόμενη πολιτική αντιπολίτευση παραμένει διασπασμένη, ανίκανη να συμφωνήσει σε μια κοινή πολιτική ατζέντα. Ολες οι συναντήσεις που έχουν γίνει μέχρι τώρα στο εξωτερικό γι’ αυτό το σκοπό, στις οποίες σημειωτέον δεν συμμετέχουν όλες οι πολιτικές συλλογικότητες, έχουν αποβεί άκαρπες. Την ίδια κατάληξη είχε και η τελευταία, που έγινε στις αρχές Ιουλίου σε πεντάστερο ξενοδοχείο του Καΐρου. Υστερα από δύο μέρες έντονων αντιπαραθέσεων, που κατέληξαν ακόμη και σε γρονθοκόπημα για τα κουρδικά αιτήματα (οι κούρδοι αντιπρόσωποι αποχώρησαν), οι συμμετέχοντες δεν κατάφεραν να συμφωνήσουν ούτε στην εκλογή μιας ομάδας που θα τους εκπροσωπεί.
Το Συριακό Εθνικό Συμβούλιο, που αποτελείται κυρίως από σύριους τεχνοκράτες και ακαδημαϊκούς του εξωτερικού, έχει προβληθεί από τους δυτικούς αντιπάλους του καθεστώτος Ασαντ και τα δυτικά ΜΜΕ ως εκπρόσωπος της συριακής εξέγερσης και έχει ταχθεί εξαρχής υπέρ της ξένης στρατιωτικής επέμβασης, δεν έχει ούτε συνοχή ούτε αξιοπιστία και σοβαρή επιρροή στο εσωτερικό της Συρίας. Οι Τοπικές Επιτροπές Συντονισμού, που πρωτοστατούν στην οργάνωση της εξέγερσης και έχουν επίσης ποικιλοχρωμία πολιτικών θέσεων στις γραμμές τους, δεν το εμπιστεύονται. Σε σχετικό άρθρο της εφημερίδας του αμερικάνικου ομίλου «McClatchy Newspapers» (20/7/12), μεταξύ άλλων, αναφέρεται: «Οι βασικές ομάδες της αντιπολίτευσης που υποστηρίζει η Ουάσιγκτον δεν διαθέτουν συνοχή, αξιοπιστία και, το σημαντικότερο, τη διοίκηση των ένοπλων ανταρτών…». Αυτό ακριβώς είναι που αποτελεί το μεγαλύτερο πρόβλημα για το Λευκό Οίκο και φρενάρει τις προσπάθειές του να επιταχύνει την πτώση του καθεστώτος Ασαντ.
Ο Ελεύθερος Συριακός Στρατός είναι ο πλέον αστάθμητος και απρόβλεπτος παράγοντας στις εξελίξεις. Μπορεί να υπάρχει μια κεντρική διοί-κηση με έδρα τη νότια Τουρκία, η οποία σημειωτέον δεν έχει στενές σχέσεις με το Συριακό Εθνικό Συμβούλιο, ωστόσο αποτελείται από εκατοντάδες ένοπλες ομάδες, που δρουν κυρίως αποκεντρωμένα, χωρίς τον έλεγχο της κεντρικής διοίκησης. Στις ομάδες αυτές, που σχηματίστηκαν αρχικά από στρατιώτες που αποσκίρτησαν από τον κυβερνητικό στρατό και πολίτες που πήραν τα όπλα για να υπερασπίσουν τα σπίτια και τον τόπο τους, προστέθηκαν τους τελευταίους μήνες ξένοι μαχητές του ριζοσπαστικού Ισλάμ, οπαδοί της Αλ – Κάιντα από διάφορες χώρες, στους οποίους αποδίδονται και οι πολύνεκρες επιθέσεις αυτοκτονίας.
Συν τοις άλλοις, ο εμφύλιος πόλεμος που βρίσκεται σε εξέλιξη αποκτά όλο και περισσότερο διχαστικό ενδοθρησκευτικό χαρακτήρα, σουνίτες εναντίον αλεβιτών (αίρεση του Ισλάμ, την οποία οι φανατικοί σουνίτες θεωρούν προδοσία). Σ’ αυτό έχει συμβάλει και το καθεστώς Ασαντ, αλλά και η δράση, ιδιαίτερα τους τελευταίους μήνες, ομάδων μαχητών του ριζοσπαστικού Ισλάμ στη Συρία, καθώς και τα αντίποινα και άλλες βαρβαρότητες από ομάδες σύριων ανταρτών σε βάρος θρησκευτικών μειονοτήτων.
Πρέπει επίσης να προσθέσουμε ότι, όπως επισημαίνουν διάφορα δυτικά έντυπα, το καθεστώς Ασαντ διαθέτει ακόμη κάποια λαϊκή αποδοχή, όχι μόνο ανάμεσα στο 30% περίπου των θρησκευτικών μειονοτήτων αλλά και ανάμεσα στα μεσαία και ανώτερα κοινωνικά στρώματα των σουνιτών, που είχαν ευνοϊκή οικονομική κυρίως μεταχείριση από το καθεστώς. Η Συρία είναι ένα μωσαϊκό ταυτοτήτων και κουλτούρας: σουνίτες , αλεβίτες, χριστιανοί, δρού-ζοι, Κούρδοι, Αρμένιοι και Ασσύριοι (κυρίως στο Χαλέπι οι δύο τελευταίοι), πολλοί από τους οποίους θεωρούν ότι θα χάσουν με την πτώση του κοσμικού Μπάαθ και ότι κινδυνεύουν σε περίπτωση που επιβληθεί μια σουνιτική εξουσία.
Ολοι αυτοί οι παράγοντες συνηγορούν υπέρ της εκτίμησης ότι ο εμφύλιος πόλεμος δεν θα τελειώσει γρήγορα και ότι ακόμη και μετά την πτώση του καθεστώτος Ασαντ ελεύ-θερη Συρία δεν θα υπάρξει. Αντίθετα τα δεινά του λαού θα συνεχιστούν μαζί με τη διάλυση, την αβεβαιότητα και την ανασφάλεια για απροσδιόριστο χρονικό διάστημα. Απτό παράδειγμα το γειτονικό Ιράκ και η Λιβύη.