Μαζικές διαδηλώσεις ενάντια στην αύξηση της τιμής των καυσίμων σαρώνουν το Σουδάν την τελευταία βδομάδα. Tο ξέσπασμα της λαϊκής οργής έχει αγκαλιάσει την πρωτεύουσα Χαρτούμ και εφτά από τις μεγαλύτερες πόλεις της χώρας, ενώ κατά τις συγκρούσεις μεταξύ των διαδηλωτών και των πραιτοριανών του Ομάρ Αλ Μπασίρ έχουν σκοτωθεί 50 διαδηλωτές, σύμφωνα με τη Διεθνή Αμνηστία. Δημοσιογράφοι που καλύπτουν τις διαδηλώσεις καταγγέλλουν ότι οι δυνάμεις καταστολής πυροβολούν στο ψαχνό τους διαδηλωτές με στόχο να σκοτώσουν.
Οι διαδηλωτές έχουν πυρπολήσει δεκάδες αστυνομικά τμήματα και βενζινάδικα και πλέον οι διαδηλώσεις έχουν πάρει αντικυβερνητικό χαρακτήρα απαιτώντας την ανατροπή του Μπασίρ, ο οποίος βρίσκεται στην εξουσία από το 1989, ύστερα από στρατιωτικό πραξικόπημα.
Είναι τέτοια η διάρκεια και η δυναμική των διαδηλώσεων που πολλά υψηλόβαθμα κυβερνητικά στελέχη καλούν τον Μπασίρ να πάρει πίσω το μέτρο για κατάργηση της επιδότησης των καυσίμων σε μια προσπάθεια να κατευναστεί η λαϊκή οργή. Απ' ό,τι φαίνεται, όμως, τέτοιου είδους ελιγμοί δεν μπορούν να κατευνάσουν το λαό που διαδηλώνει. Πολλοί πολιτικοί φορείς που στήριζαν το καθεστώς του Μπασίρ, όπως οι ισλαμιστές, αποσύρουν τη στήριξη τους, ενώ ακούγονται φωνές που καλούν τον Μπασίρ να παραιτηθεί και να οδηγηθεί η χώρα σε εκλογές.
Οι αυξήσεις στα καύσιμα προήλθαν από την κατάργηση της κρατικής επιδότησης, μέτρο που έδινε τη δυνατότητα στις φτωχές λαϊκές μάζες της χώρας να έχουν πρόσβαση σε φτηνά καύ-σιμα. Η κατάργηση της επιδότησης έγινε καθ' υπόδειξη του ΔΝΤ, το οποίο για τρίτη φορά από το 1978 καθορίζει την κρατική οικονομική πολιτική, επιβάλλοντας αντιλαϊκά μέτρα στη χώρα.
Μετά τον κρατικό διαχωρισμό σε Νότιο και Βόρειο Σουδάν το 2011, η οικονομία του Βόρειου Σουδάν κατέρρευσε, αφού τα μεγάλα αποθέματα πετρελαίου της περιοχής βρίσκονται στο Νότιο Σουδάν. Τα πετροδολάρια που έμπαιναν στα κρατικά ταμεία περιορίστηκαν σημαντικά με αποτέλεσμα την κατάρρευση της οικονομίας της χώρας. Ο πληθωρισμός έχει φτάσει στα ύψη χτυπώντας είδη πλατιάς κατανάλωσης, όπως το κρέας, τα φρούτα και το γάλα, ενώ το λαϊκό εισόδημα δέχεται μεγάλη επίθεση από τις κυβερνητικές πολιτικές. Πάνω από το 40% του συνολικού πληθυσμού των 8.500.000 πεινάει, σύμφωνα με στοιχεία του Δικτύου Υποσιτισμού, το οποίο είναι υπηρεσία του αμερικάνικου κράτους, σε μια χώρα η οποία παράγει κυρίως αγροτικά προϊόντα. Φυσικά, αυτή η κατάσταση δεν εμφανίστηκε μετά το κρατικό διαχωρισμό αλλά προϋπήρχε. Ετσι, η αύξηση της τιμής των καυσίμων λειτούργησε σαν θρυαλλίδα για την έκρηξη της λαϊκής οργής, η οποία πηγάζει από την απόλυτη φτώχεια που ταλανίζει τα λαϊκά στρώματα.