Τουλάχιστον 156 νεκροί, 800 τραυματίες και 1.430 συλληφθέντες είναι μέχρι τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές ο επίσημος απολογισμός της έκρηξης της εθνοτικής βίας και της αστυνομικής καταστολής που ακολούθησε στην πρωτεύουσα της βορειοδυτικής περιφέρειας Ξινζιάνγκ, Ουρούμκι.
Την περασμένη Κυριακή, 5 Ιουλίου, εκατοντάδες Ουϊγούροι συγκεντρώθηκαν στο χώρο της μεγάλης αγοράς της πρωτεύουσας για να απαιτήσουν ενδελεχή δικαστική έρευνα της δολοφονίας δύο Ουϊγού-ρων σε συμπλοκή κινέζων και ουϊγούρων εργατών σε εργοστάσιο παιχνιδιών στην πόλη Σαογκουάν της επαρχίας Γκουαντόνγκ, στις 25 Ιουνίου. Αφορμή της συμπλοκής ήταν η είδηση που κυκλοφόρησε στο Ιντερνετ, ότι τουλάχιστον δύο κινέζες γυναίκες βιάστηκαν από ουϊγούρους μετανάστες, πολλοί από τους οποίους δουλεύουν στο συγκεκριμένο εργοστάσιο.
Τα βίαια επεισόδια ξεκίνησαν όταν η αστυνομία επιχείρησε να διαλύσει τους διαδηλωτές. Ομάδες διαδηλωτών έσπασαν προστατευτικά κιγκλιδώματα στους δρόμους, κατέστρεψαν και πυρπόλησαν εκατοντάδες αυτοκίνητα, καταστήματα και σπίτια και χτύπησαν κινέζους Χαν. Τα σκληρά μέτρα καταστολής, η ανάπτυξη πάνοπλων αστυνομικών και παραστρατιωτικών δυνάμεων στην πόλη και η προσωρινή απαγόρευση κυκλοφορίας δεν απέτρεψαν τη συνέχιση των αντιδράσεων και των εθνοτικών συγκρούσεων.
Την περασμένη Τρίτη, 7 Ιουλίου, εκατοντάδες Ουϊγούροι, ανάμεσα στους οποίους πολλές γυναίκες, βγήκαν στους δρόμους για να διαμαρτυρηθούν για τις συλλήψεις της Κυριακής και συγκρούστηκαν με την αστυνομία. Αργότερα, την ίδια μέρα, εκατοντάδες κινέζοι Χαν κατέβηκαν στους δρόμους, οπλισμένοι με ρόπαλα, φτυάρια και χασαπομάχαιρα, για να πάρουν τη ρεβάνς από τους Ουϊγούρους, τους οποίους θεωρούν υπεύθυνους για το μακελειό της Κυριακής. Ισχυρές αστυνομικές δυνάμεις επιτέθηκαν για να διαλύσουν τις αντίπαλες ομάδες και στη συνέχεια αναπτύχθηκαν στην πόλη, όπου επιβλήθηκε ξανά απαγόρευση κυκλοφορίας. Η κρισιμότητα της κατάστασης στην πρωτεύουσα Ουρούμκι και ο φόβος επέκτασης των εθνοτικών συγκρούσεων στην περιφέρεια Ξινζιάνγκ ανάγκασαν τον κινέζο πρόεδρο να επισπεύσει την επιστροφή του από την Ιταλία, όπου είχε μεταβεί για επίσημη επίσκεψη ενόψει της συνόδου των «8».
Οι κινέζικες αρχές κατηγορούν ως υποκινητές των συγκρούσεων οργανώσεις Ουϊγού-ρων που ζουν στο εξωτερικό και επιδιώκουν την απόσχιση της Ξινζιάνγκ από την Κίνα. Ωστόσο, ακόμη κι αν υπάρχει αυτός ο παράγοντας, το γεγονός ότι ένα όχι και τόσο σημαντικό επεισόδιο, που συνέβηκε χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά, στη νότια Κίνα, πυροδότησε τέτοια έκρηξη βίας ανάμεσα στους Ουϊγούρους και τους Χαν στην άλλη άκρη της Κίνας, αποκαλύπτει την έκταση και την ένταση των αντιθέσεων ανάμεσα στις εθνότητες αυτές, οι ρίζες των οποίων βρίσκονται στη βαρβαρότητα της κινέζικης καπιταλιστικής ανάπτυξης, στις κοινωνικές ανισότητες και αδικίες, στη φτώχεια και στην ανεργία, στον περιορισμό των πολιτικών και θρησκευτικών ελευθεριών, καθώς και στα μέτρα καταστολής που παίρνονται με πρόσχημα τον «πόλεμο κατά της τρομοκρατίας».
Η βορειοδυτική Αυτόνομη Περιφέρεια Ξινζιάνγκ αποτελεί το ένα έκτο του εδάφους της Κίνας, περιβάλλεται από ερήμους, είναι αραιοκατοικημένη και έχει 20 εκατομμύρια πληθυσμό, που αποτελείται από 13 εθνότητες. Η μεγαλύτερη εθνότητα είναι οι Ουϊγούροι, τουρκόφωνοι και στην πλειοψηφία μουσουλμάνοι, που αποτελούν το 45% του συνολικού πληθυσμού. Οι κινέζοι Χαν αποτελούν σήμερα το 40% του συνολικού πληθυσμού, όμως στην πρωτεύουσα Ουρούμκι αποτελούν το 70% των 2.3 εκατομμυρίων του πληθυσμού.
Η Ξινζιάνγκ έγινε επίσημα τμήμα της Κίνας τον 19ο αιώνα, κατά τη διάρκεια της τελευταίας αυτοκρατορικής δυναστείας, ενώ στις δεκαετίες του ’30 και του ’40 οι Ουϊγούροι ίδρυσαν εκεί δύο βραχύβιες Δημοκρατίες του Ανατολικού Τουρκεστάν. Το 1949, μετά τη νίκη της κινέζικης επανάστασης, η περιοχή ανακηρύχτηκε επαρχία της Κίνας, «αναπόσπαστο τμήμα του ενιαίου πολυεθνικού κινέζικου έθνους», και το 1955 «Αυτόνομη Περιφέρεια της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας». Στη δεκαετία του ’90, έκαναν την εμφάνισή τους αποσχιστικές ομάδες με βομβιστικές επιθέσεις εναντίον κυβερνητικών στόχων. Η σημαντικότερη από τις ομάδες αυτές ήταν το «Ισλαμικό Κίνημα του Ανατολικού Τουρκεστάν», το οποίο έχει χαρακτηριστεί από την Κίνα, τις ΗΠΑ και το Συμβούλιο Ασφάλειας του ΟΗΕ «τρομοκρατική οργάνωση».
Η Ξινζιάνγκ διαθέτει τεράστια αποθέματα ορυκτών, πετρελαίου και φυσικού αερίου. Η παραδοσιακή οικονομία, που βασιζόταν στο εμπόριο και στην κτηνοτροφία, έδωσε σταδιακά τη θέση της στην καλλιέργεια βαμβακιού και ζαχαρότευτλων και στην ανάπτυξη της βιομηχανίας πετρελαίου και φυσικού αερίου, που αποτελεί σήμερα το σημαντικότερο τομέα της τοπικής οικονομίας. Για την εκμετάλλευση των φυσικών πόρων της περιοχής, από τις αρχές του δεκαετίας του ’90, η κινέζικη κυβέρνηση δημιούργησε «ειδικές οικονομικές ζώνες» και επένδυσε σημαντικά ποσά στην υποδομή, κατασκευάζοντας μεγάλους αυτοκινητόδρομους και σιδηροδρομικό δίκτυο.
Η οικονομική ανάπτυξη προσέλκυε συνεχώς μετανάστες στην Ξινζιάνγκ, σε μεγάλο ποσοστό κινέζους Χαν, που εργάζονται κυρίως στη βιομηχανία, από εργάτες έως διοικητικά και οικονομικά στελέχη, με αποτέλεσμα, οι Χαν από 5% του πληθυσμού που ήταν στη δεκαετία του ’40, να έχουν φτάσει σήμερα το 40%.
Η συνεχής εισροή Χαν στην Ξινζιάνγκ θεωρείται από πολλούς Ουϊγούρους ως κατευθυνόμενη από την κινέζικη κυβέρνηση με στόχο την αλλαγή σε βάρος τους του δημογραφικού χάρτη της περιοχής και ως απειλή όχι μόνο για την κουλτούρα και τον τρόπο ζωής τους, αλλά και για τα οικονομικά τους συμφέροντα (λιγότερες και κατώτερες θέσεις εργασίας, λιγότερη γη κ.ά). Πολλοί Ουϊγούροι υποστηρίζουν ότι γίνονται διακρίσεις σε βάρος τους από τις κινέζικες αρχές και ότι στο όνομα του «πολέμου κατά της τρομοκρατίας» περιορίζονται οι πολιτικές και θρησκευτικές ελευθερίες τους. Αντίθετα, θεωρούν ότι οι Χαν ευνοούνται, γιατί προτιμούνται σε καλύτερες ή δημόσιες θέσεις και βρίσκονται σε καλύτερη οικονομική κατάσταση. Ενας ακόμη παράγοντας που συμβάλλει στην όξυνση των αντιθέσεων ανάμεσα στις εθνότητες είναι οι μεγάλες ανισότητες ανάμεσα σε διάφορες περιοχές που προκαλεί η συγκέντρωση της οικονομικής ανάπτυξης στα κέντρα της πετρελαϊκής βιομηχανίας, όπου ζουν οι περισσότεροι Χαν.
Εκτός από τη μεγάλη οικονομική σημασία, η Ξινζιάνγκ έχει και στρατηγική σημασία για την Κίνα, γιατί συνορεύει με τη Ρωσία, την Ινδία, το Πακιστάν, τη Μονγκολία, το Κιργιστάν, το Καζακστάν, το Τατζικιστάν και το Θιβέτ. Επειδή με πολλές από τις χώρες αυτές οι Ουϊγούροι έχουν πολιτιστι- κούς δεσμούς, η κινέζικη κυβέρνηση έχει αναπτύξει στενές σχέσεις με τις χώρες αυτές, κυρίως μέσω του Οργανισμού Συνεργασίας της Σανγκάης, εκτός των άλλων για να αποτρέψει την υποστήριξη από τις χώρες αυτές ενός αποσχιστικού κινήματος στην Ξινζιάνγκ.