Σύμφωνα με έκθεση της Διεθνούς Αμνηστείας, που μόνο «αντισυστημική» δεν είναι, το βελγικό κράτος, από την έναρξη του πρώτου πανδημικού κύματος μέχρι τον περασμένο Οκτώβρη, εγκατέλειψε χιλιάδες ηλικιωμένους να πεθάνουν έγκλειστοι σε γηροκομεία, ενώ όπως όλα δείχνουν συνεχίζει την ίδια τακτική.
Από τον Μάρτη μέχρι τον Οκτώβρη του 2020, το 61,3% του συνόλου των θανάτων ασθενών από COVID-19 συνέβη στις βελγικές μονάδες φροντίδας ηλικιωμένων, γιατί οι νοσούντες ηλικιωμένοι δεν μεταφέρονταν καν στα νοσοκομεία για περίθαλψη.
Ο διευθυντής της ΔΑ, Φίλιπ Χένσμανς, δήλωσε: «Τα ευρήματα της έρευνας μας επιτρέπουν να επιβεβαιώσουμε ότι οι μονάδες φροντίδας ηλικιωμένων και οι τρόφιμοί τους εγκαταλείφθηκαν από τις αρχές, μέχρι να δοθούν στη δημοσιότητα τα στοιχεία, ενώ η χειρότερη φάση του πρώτου κύματος είχε ήδη ολοκληρωθεί».
Η κρατική διαχείριση της πανδημίας παίρνει διαστάσεις στυγνού εγκλήματος ενάντια στις πιο ευπαθείς κοινωνικές ομάδες, τους απόμαχους της δουλειάς, που εγκαταλείφθηκαν να πεθάνουν σε κάποιο γηροκομείο, λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι οι ΜΕΘ του βελγικού ΕΣΥ, δυναμικότητας τουλάχιστον 2.000 κλινών, ποτέ δε γέμισαν πλήρως και πολλές παρέμεναν διαθέσιμες. Κλίνες στις οποίες θα μπορούσαν να νοσηλευτούν ηλικιωμένοι έμειναν κενές για να δημιουργείται η εικόνα ότι το δημόσιο σύστημα υγείας αντέχει στην πίεση της πανδημίας. Το βελγικό κράτος απέφυγε εικόνες τύπου Μπέργκαμο, όπου φορτηγά του στρατού μετέφεραν εκατοντάδες φέρετρα καθημερινά από τα νεκροτομεία στους τόπους ταφής, μόνο γιατί καταδίκασε συνειδητά χιλιάδες ηλικιωμένους να πεθάνουν σιωπηλά στα κρεβάτια τους για να μην του χαλάσουν την εικόνα. Σύμφωνα με τον Βενσάν Φρεντερίκ, γενικό γραμματέα της Ομοσπονδίας Ιδιωτικών ΜΦΗ, πολύ μεγάλος μέρος των ηλικιωμένων που ασθένησαν από COVID-19 δεν έλαβε ποτέ κάποιου είδους ιατρική βοήθεια.
Δεκάδες συγγενείς ηλικιωμένων που πέθαναν κατήγγειλαν στη ΔΑ ότι, ενώ ορθώς τους είχε απαγορευτεί η πρόσβαση, με αποτέλεσμα να μην μπορούν να βοηθήσουν τους συγγενείς τους, το προσωπικό των γηροκομείων δεν επαρκούσε για να φροντίσει τους τρόφιμους, κάτι που επιβάρυνε την ήδη τραγική κατάσταση στην οποία είχαν περιέλθει. Σύζυγος ηλικιωμένου που ασθένησε και πέθανε από COVID-19 δήλωσε στη ΔΑ: «Ηταν πολύ δύσκολο για τον άντρα μου να φάει μόνος του. Οσο περνούσε ο καιρός έχανε βάρος. Οταν ρώτησα το προσωπικό γιατί συμβαίνει αυτό, ένας εργαζόμενος μου απάντησε ότι δεν μπορούν να τους ταΐζουν όλους καθημερινά. Με αποτέλεσμα τις μισές μέρες να μένει νηστικός και αφυδατωμένος».
Οι περισσότεροι από τους μισούς εργαζόμενους στα γηροκομεία δήλωσαν στη ΔΑ ότι δεν έχουν λάβει καμία εκπαίδευση στη χρήση του προστατευτικού εξοπλισμού και δεν είχαν επαρκή ενημέρωση για τον κοροναϊό και τους κινδύνους του. Ακόμη, δεν υπήρχε συστηματικός έλεγχος για ύπαρξη κρουσμάτων ανάμεσα στο προσωπικό, ενώ μέχρι τον περασμένο Αύγουστο τα μαζικά τεστ στο προσωπικό δεν ξεπερνούσαν το ένα κάθε μήνα. Σύμφωνα με τον Γκερτ Πόλφλιετ, διευθυντή γηροκομείου, με εντολή της διοίκησης η χρήση προστατευτικού εξοπλισμού από τους εργαζόμενους γινόταν μόνο στην περίπτωση που ο τρόφιμος είχε διαγνωστεί με COVID-19. Σε κάθε άλλη περίπτωση απαγορευόταν. Τα τεστ όμως στους τρόφιμους ήταν ανύπαρκτα και έτσι στην πραγματικότητα κανείς δεν ήξερε αν νοσούσαν. Με αυτόν τον τρόπο γινόταν υποεκτίμηση της επιδημιολογικής κατάστασης στον πληθυσμό των ηλικιωμένων στα γηροκομεία, αλλά και στο σύνολο του πληθυσμού της χώρας.
Οι κρατικοί έλεγχοι στα ιδιωτικά γηροκομεία είχαν περιοριστεί δραστικά καιρό πριν από την πανδημία, ενώ οι παθολόγοι έδειχναν απροθυμία να επισκεφτούν και να περιθάλψουν τους ηλικιωμένους ασθενείς, φοβούμενοι το γεγονός ότι αμέσως μετά το ξέσπασμα της πανδημίας αυτές οι δομές είχαν μετατραπεί σε εστίες υπερμετάδοσης, πραγματικές παγίδες θανάτου για τους τρόφιμους, τους φροντιστές και το ιατρικό προσωπικό που εργαζόταν εκεί. Οι τρόφιμοι με άνοια ουσιαστικά κρατούνταν δεμένοι στα κρεβάτια τους ή ναρκώνονταν με μεγάλες δόσεις κατασταλτικών φαρμάκων, προκειμένου να μη μετακινούνται, ενώ οι υγιείς περιορίζονταν στα δωμάτιά τους ανεξάρτητα από τον αν υπήρχε πραγματικός κίνδυνος να κολλήσουν τον ιό.
Σχεδόν πανομοιότυπα είναι τα ευρήματα της έρευνας των Γιατρών Χωρίς Σύνορα, που δόθηκε στη δημοσιότητα τον Ιούλη του 2020. Το 64% των θανάτων του πρώτου πανδημικού κύματος ήταν τρόφιμοι των βελγικών γηροκομείων, που σε απόλυτα νούμερα ξεπέρασαν τους 6.200. Από αυτούς οι 4.900 πέθαναν αβοήθητοι στα κρεβάτια τους, χωρίς καν να μεταφερθούν σε κάποιο νοσοκομείο για να λάβουν κάποια έστω στοιχειώδη περίθαλψη. Η επικεφαλής της έρευνας των ΓΧΣ, Στεφανί Γκουμπλόμ, δήλωσε: «Την περίοδο που κάναμε την έρευνά μας, μόνο το 54% των εργαζομένων στις μονάδες φροντίδας ηλικιωμένων είχε επαρκή προστατευτικό εξοπλισμό, το 64% δεν είχε τις κατάλληλες μάσκες τύπου FFP2 και μόλις το 42% του προσωπικού που δούλευε στα πλυντήρια είχε πρόσβαση σε κατάλληλο προστατευτικό εξοπλισμό».
Παράλληλα, η πιθανότητα τρόφιμος των γηροκομείων να δεχτεί ιατρική περίθαλψη σε κάποιο νοσοκομείο μειώθηκε δραστικά. Πριν από την πανδημία, το 86% των τροφίμων που χρειάζονταν ιατρική περίθαλψη μεταφερόταν σε κάποιο νοσοκομείο, ποσοστό που έπεσε στο 57% κατά τη διάρκεια του πρώτου κύματος της πανδημίας. Ενα στα τρία γηροκομεία που συμμετείχαν στην έρευνα δήλωσε μέσω των εκπροσώπων τους ότι σε πολλές περιπτώσεις οι κλήσεις έκτακτης ανάγκης που γίνονταν στα νοσοκομεία για τη διακομιδή ασθενών για περίθαλψη δεν έπαιρνε καμιά απάντηση, ενώ οι επισκέψεις παθολόγων στα γηροκομεία μειώθηκαν κατά 50%.
Θύματα αυτής της κατάστασης δεν ήταν μόνο οι ηλικιωμένοι αλλά και οι εργαζόμενοι των γηροκομείων, που έπρεπε να εργαστούν κάτω από ακραίες συνθήκες, γεγονός που οδήγησε σε σοβαρά ψυχολογικά προβλήματα και σε πολλές περιπτώσεις σε σύνδρομο μετατραυματικού άγχους.
Το βελγικό κράτος δεε δίστασε να θυσιάσει τις ζωές χιλιάδων ανθρώπων, προκειμένου να αποφύγει τη στοιχειώδη ενίσχυση του δημόσιου συστήματος υγείας. Συνένοχοι στο έγκλημα είναι και οι ιδιώτες καπιταλιστές της Υγείας, που συναίνεσαν στην εγκληματική κρατική διαχείριση της πανδημίας, ενώ παράλληλα απέφυγαν να ενισχύσουν το προσωπικό των δομών-επιχειρήσεών τους, πετώντας τους εργαζόμενους βορά στα δόντια του COVID-19 και μετατρέποντάς τες σε μεσαιωνικά εργασιακά κάτεργα.