Σε ρεπορτάζ των Νew York Times, ανώνυμος αμερικανός αξιωματούχος αποκαλύπτει ότι ο πρέσβης των ΗΠΑ στην Ονδούρα Ούγκο Λόρενς μαζί με τον γραμματέα Υποθέσεων Δυτικού Ημισφαιρίου της αμερικάνικης κυβέρνησης Τόμας Α. Σάννον είχαν έρθει σε παρασκηνιακές «διερευνητικές» επαφές με τμήμα της ηγεσίας του στρατού και πολιτικούς αντιπάλους του ανατραπέντα από στρατιωτικό πραξικόπημα προέδρου της Ονδούρας Σελάγια, για «να μειωθεί η πολιτική ένταση» και να βρεθεί μια λύση «συνταγματικής» εκδίωξης του Σελάγια από τη θέση του προέδρου της χώρας. Δεν περίμεναν όμως –σύμφωνα με τον ανώνυμο αξιωματούχο– ότι θα αναλάβει ενεργό ρόλο ο στρατός.
Το πραξικόπημα ήρθε σε μια στιγμή που η κυβέρνηση Ομπάμα επεδίωκε να εξωραΐσει την εξωτερική πολιτική της ιμπεριαλιστικής υπερδύναμης, με τη συστηματική προπαγάνδα του επιτελείου της και των ΜΜΕ της Δύσης για μια υποτιθέμενη ριζική αλλαγή στις σχέσεις των ΗΠΑ με τις άλλες χώρες της υφηλίου. Το διπλωματικό παιχνίδι και η ανοιχτή ανάμιξη των ΗΠΑ στα εσωτερικά πολιτικά ζητήματα της Ονδούρας πλήττουν καίρια την απόπειρα αυτή. Η άρνηση του Ομπάμα να χαρακτηρίσει ως πραξικόπημα την ανατροπή του Σελάγια και οι πρόσφατες δηλώσεις της ΥΠΕΞ των ΗΠΑ Χ. Κλίντον, ότι οποιαδήποτε διευθέτηση του πολιτικού ζητήματος στην Ονδούρα οφείλει να συμπεριλάβει τους βασικούς λόγους του πραξικοπήματος, δείχνουν ξεκάθαρα πλέον και στον πιο αφελή, ότι οι ΗΠΑ δεν πρόκειται να σταματήσουν να επεμβαίνουν στα εσωτερικά άλλων χωρών και ειδικά στο μαλακό τους υπογάστριο, σε χώρες της Κεντρικής και Νοτίου Αμερικής, πολλώ δε μάλλον στην Ονδούρα, που απετέλεσε για δεκαετίες το προπύργιο των ΗΠΑ για την επιβολή των εκλεκτών τους στις χώρες της Κεντρικής Αμερικής.
Αλλωστε, αρκετοί υποστηρικτές του πραξικοπήματος επαινούν ανοιχτά την κυβέρνηση των ΗΠΑ, διότι, αν και δεν στήριξε το πραξικόπημα, αναφέρθηκε απλώς σε «παράνομη αλλαγή ηγεσίας». Θεωρούν ότι με αυτόν τον τρόπο ο Σελάγια μπορεί να ξαναγυρίσει στην Ονδούρα αλλά «με τα φτερά του ψαλιδισμένα». Το πρόβλημα για την πολιτική ελίτ της Ονδούρας και των ΗΠΑ ήταν ότι ο Σελάγια υιοθέτησε πολιτική κοινωνικής δημαγωγίας, στοιχειώδους ρεφορμιστικής διαχείρισης του καπιταλισμού της Ονδούρας, ενώ παράλληλα στράφηκε προς τη συμμαχία του Τσάβες, εγκαταλείποντας την αποικιοκρατική συνεργασία «ελεύθερου εμπορίου» με τις ΗΠΑ.
Σε αντίθεση με τις 27 χώρες-μέλη της ΕΕ και τις χώρες της Νότιας Αμερικής, που απέσυραν τους πρεσβευτές τους από την Ονδούρα, μη αναγνωρίζοντας ως νόμιμη την κυβέρνηση του πραξικοπηματία Ρομπέρτο Μισελέτι, οι ΗΠΑ εξακολουθούν να κρατούν τον πρεσβευτή Λόρενς στις ΗΠΑ. Την ίδια στιγμή, 60 μίλια έξω από την πρωτεύουσα της Ονδούρας Τεγκουσιγκάλπα, οι ΗΠΑ διατηρούν σημαντική στρατιωτική βάση με 800 στρατιώτες και πολυάριθμο προσωπικό.
Την περασμένη Κυριακή, ο Σελάγια με συνοδεία αξιωματούχων άλλων χωρών της Ν. Αμερικής και του ΟΗΕ προσπάθησε να προσγειωθεί με αεροπλάνο στο αεροδρόμιο της Τεγκουσιγκάλπα. Ο στρατός της Ονδούρας απέκλεισε το αεροδρόμιο και εμπόδισε την προσγείωση του αεροπλάνου. Χιλιάδες πολίτες περικύκλωσαν το αεροδρόμιο για να το ανακαταλάβουν και ήρθαν σε σύγκρουση με τους στρατιώτες, που πυροβόλησαν στο ψαχνό σκοτώνοντας δύο και τραυματίζοντας δεκάδες διαδηλωτές. Οι κινητοποιήσεις του λαού της Ονδούρας ενάντια στο πραξικόπημα συνεχίζονται, παρά την απαγόρευση της κυκλοφορίας που έχει επιβάλλει η κυβέρνηση των πραξικοπηματιών. Οι κινητοποιήσεις, δυστυχώς, δεν παίρνουν καμία δημοσιότητα, γιατί κανένας σταθμός δεν εκπέμπει ειδήσεις, ενώ αρκετές φορές οι πραξικοπηματίες κόβουν το ρεύμα σε τεράστιες περιοχές της χώρας για να κόψουν κάθε επικοινωνία. Παρολαυτά, μέσα στη βδομάδα το CNN πρόβαλε πορεία υποστηρικτών του πραξικοπήματος στην Τεγκουσιγκάλπα, νοικοκυραίων που με τη συνοδεία του στρατού και της αστυνομίας βγήκαν να διαδηλώσουν υπέρ της κυβέρνησης Μισελέτι. Ακόμα και οι σχολιαστές του διεθνούς δικτύου δεν μπορούσαν να κρύψουν την αλήθεια, ότι οι διαδηλωτές προέρχονταν κατά κανόνα από μικροαστικά και μεσοαστικά στρώματα, όταν το 70% της Ονδούρας βρίσκεται κάτω από το όρια της φτώχειας. Ο πόλεμος μόλις τώρα έχει αρχίσει στην Ονδούρα και η μάχη των «εντυπώσεων» –μέχρι τώρα– δεν κάμπτει το φρόνημα του λαού. Ο φασισμός έχει βαθιές ρίζες στο πολιτικό σύστημα της Ονδούρας και ο λαός της αγωνίζεται στους δρόμους για να τον τσακίσει.