Λίγες μέρες πριν από την 70ή επέτειο της μεγάλης αντιφασιστικής νίκης ενάντια στη ναζιστική Γερμανία, για την οποία περισσότεροι από 27 εκατομμύρια σοβιετικοί πολίτες έδωσαν τη ζωή τους, η κυβέρνηση των εθνικιστών του Κιέβου, με το νόμο για την «αποκομμουνιστοποίηση» της χώρας που εγκρίθηκε από την ουκρανική βουλή στις 9 Απρίλη, βεβηλώνει τη μνήμη των νεκρών του μεγάλου πατριωτικού πολέμου και συνολικά των θυμάτων του ναζισμού στον κόσμο εξισώνοντας τη σοσιαλιστική Σοβιετική Ενωση, που κατάφερε το θανατηφόρο πλήγμα στο ναζιστικό τέρας, με το ναζιστικό καθεστώς.
Ο νόμος αυτός χαρακτηρίζει «ως εγκληματικά τα κομμουνιστικά και εθνικοσοσιαλιστικά ολοκληρωτικά καθεστώτα» και απαγορεύει «κάθε δημόσια άρνηση του εγκληματικού χαρακτήρα τους» καθώς και την «παραγωγή, κυκλοφορία και δημόσια χρήση των συμβόλων τους», παρά μόνο για εκπαιδευτικό ή επιστημονικό σκοπό ή όσα βρίσκονται σε κοιμητήρια. Αυτό σημαίνει ότι απαγορεύονται οι σημαίες, οι ύμνοι, τα παράσημα των βετεράνων, όλα τα μνημεία που είναι αφιερωμένα στους μπολσεβίκους ηγέτες και στους ήρωες της αντιφασιστικής νίκης καθώς και τα ονόματα δρόμων και πλατειών που φέρουν τα ονόματά τους. Επίσης, ο νόμος αυτός προβλέπει το κλείσιμο όλων των οργανώσεων, των πολιτικών κομμάτων και των μίντια που κατηγορούνται για προπαγάνδα του κομμουνισμού ή του ναζισμού. Για τους υποστηρικτές τους θα γίνεται έρευνα και οι πληροφορίες γι’ αυτούς θα δημοσιοποιούνται, ώστε «να μην επιτραπεί να συμβούν τέτοια εγκλήματα στο μέλλον και να εξαλειφθεί η απειλή για την κυριαρχία, την εδαφική ακεραιότητα και την εθνική ασφάλεια της Ουκρανίας».
Οι ποινές για την παραβίαση του νόμου κυμαίνονται από 5 – 10 χρόνια φυλάκισης.
Επιβραβεύονται οι συνεργάτες των Ναζί
Η αναφορά του νόμου στο ναζισμό γίνεται απλά και μόνο για να θολώσει τα νερά. Στο στόχαστρό του βρίσκεται αποκλειστικά και μόνο η μπολσεβίκικη επανάσταση του 1917, η σοσιαλιστική Σοβιετική Ενωση, η σοβιετική περίοδος της Ουκρανίας, η κομμουνιστική ιδεολογία. Βασικό όπλο της φασιστικής και εθνικιστικής προπαγάνδας του Κιέβου είναι η ιμπεριαλιστική πολιτική του Κρεμλίνου απέναντι στις άλλες χώρες μέλη της ΕΣΣΔ την περίοδο της παλινόρθωσης του καπιταλισμού μετά την άνοδο του Χρουτσόφ στην εξουσία.
Αλλωστε, ταυτόχρονα με τον προαναφερόμενο νόμο ψηφίστηκε ένας άλλος νόμος που αναγνωρίζει τους ουκρανούς εθνικιστές οι οποίοι συνεργάστηκαν με τους Ναζί ως «μαχητές της ελευθερίας» που «πάλεψαν για την ανεξαρτησία» της Ουκρανίας και τους προσφέρει κοινωνικές παροχές. Ανάμεσά τους είναι η Οργάνωση Ουκρανών Εθνικιστών και ο Ουκρανικός Αντάρτικος Στρατός. Η πρώτη δρούσε πρωτίστως στη δυτική Ουκρανία από τη δεκαετία του 1930 και χρησιμοποιούσε τη βία και την τρομοκρατία εναντίον όσων θεωρούσε εχθρούς της για να πετύχει τους στόχους της, ενώ ο Ουκρανικός Αντάρτικος Στρατός, εκτός των άλλων, κατηγορείται για την επιχείρηση εθνοκάθαρσης εναντίον των Πολωνών στη Volhynia και Galicia, κατά την οποία δολοφονήθηκαν περισσότεροι 100.000 άνθρωποι.
Κυβέρνηση, νεοναζί και φασίστες σε κοινό μέτωπο
Ο εθνικισμός είναι η επίσημη ιδεολογία της κυβέρνησης του Κιέβου. Γι’ αυτό και συμπλέει με νεοναζί και φασίστες, που βαφτίζονται εθνικιστές και καταλαμβάνουν βουλευτικά έδρανα και κυβερνητικά πόστα ή συμμετέχουν ως παραστρατιωτικές μονάδες στον πόλεμο στην ανατολική Ουκρανία, διαπράττοντας εγκλήματα και βαρβαρότητες σε βάρος του άμαχου πληθυσμού. Σημειωτέον ότι μόλις τρεις μέρες πριν από την ψήφιση των προαναφερόμενων νόμων επισημοποιήθηκε σε ανώτατο επίπεδο η στρατιωτική συνεργασία κυβέρνησης και παραστρατιωτικών φασιστικών ταγμάτων με το διορισμό του Ντμίτρι Γιάρος, αρχηγού του φασιστικού Δεξιού Τομέα, ως συμβούλου του αρχηγού του Γενικού Επιτελείου του ουκρανικού στρατού και με την ένταξη των ένοπλων του Δεξιού Τομέα ως επαγγελματική μονάδα επίθεσης στον ουκρανικό στρατό. O Γιάρος αναλαμβάνει, εκτός των άλλων, το ρόλο του συνδέσμου μεταξύ του Γενικού Επιτελείου και των παραστρατιωτικών ταγμάτων, όπως το διαβόητο τάγμα Αζόφ, που συγκροτήθηκε από το νεοναζιστικό Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα της Ουκρανίας, και τα τάγμα Αϊντάρ, τα οποία χρησιμοποιούν ναζιστικά σύμβολα και κατηγορούνται από διεθνείς οργανώσεις για τα ανθρώπινα δικαιώματα για εγκλήματα πολέμου σε βάρος του πληθυσμού της ανατολικής Ουκρανίας.
Παρόλο που έχουν δει το φως της δημοσιότητας άπειρα αποδεικτικά στοιχεία για την ύπαρξη και τη δράση ανοιχτά νεοναζιστικών, φασιστικών και ακραίων εθνικιστικών οργανώσεων, κομμάτων και παραστρατιωτικών ταγμάτων, η κυβέρνηση του Κιέβου αρνείται την ύπαρξή τους. Μιλώντας στις 20 Απρίλη στο ουκρανικό κανάλι ICTV σχετικά με τις πρόσφατες δολοφονίες πολιτικών και δημοσιογράφων στην Ουκρανία, ο επικεφαλής του Κεντρικού Τμήματος Ερευνών της Υπηρεσίας Ασφάλειας της Ουκρανίας Βασίλι Βοβκ δήλωσε ότι «οι Ουκρανικές Υπηρεσίες Ασφάλειας δεν έχουν καμιά πληροφορία για την ύπαρξη στην Ουκρανία ακροδεξιών οργανώσεων, κομμάτων ή ομάδων» και προειδοποίησε τους διαφωνούντες να «κλείσουν το στόμα τους», αν θέλουν να μείνουν ζωντανοί, προσθέτοντας: «Νομίζω ότι στον καιρό μας, όταν πρακτικά ένας πόλεμος συνεχίζεται, οι Ουκρανόφοβοι, εάν δεν κλείσουν το στόμα τους, πρέπει τουλάχιστον να σταματήσουν τη ρητορική. Νομίζω ότι στη σημερινή κατάσταση δεν πρέπει κανείς να βγαίνει ανοιχτά ενάντια στην Ουκρανία και στην ουκρανικότητα». Και από τη θέση του «ως επικεφαλής του Γραφείου Ερευνών των Ουκρανικών Υπηρεσιών Ασφάλειας» προειδοποίησε τους «Ουκρανόφοβους (δηλ. τους διαφωνούντες) ότι αν δεν τον ακούσουν, δεν θα τους βγει σε καλό».
Σημειωτέον ότι ελάχιστες μέρες μετά την ψήφιση (9 Απρίλη) του νόμου «αποκομμουνιστοποίησης» της Ουκρανίας διαπράχτηκαν μέσα σε τέσσερις μέρες, 13 – 16 Απρίλη, τέσσερις δολοφονίες διαφωνούντων, του Ολεχ Καλάσνικοφ, πολιτικού της αντιπολίτευσης, και τριών γνωστών δημοσιογράφων που ασκούσαν κριτική στην κυβέρνηση του Κιέβου, του Σεργκέι Σουκχόμποκ, του Ολες Μπουζίνα και της Ολγα Μορόζ, ανεβάζοντας μέχρι στιγμής στους 10 τον αριθμό των δολοφονηθέντων γνωστών αντιπάλων της κυβέρνησης του Κιέβου το τελευταίο διάστημα. Παράλληλα, έχει εξαπολυθεί, με την κάλυψη πλέον του νόμου, ένα νέο κύμα βανδαλισμών και καταστροφής αγαλμάτων του Λένιν και άλλων σοβιετικών μνημείων από μασκοφόρους νεοναζί, φασίστες και εθνικιστές ακόμη και σε περιοχές της ανατολικής Ουκρανίας με ρωσικό και φιλορωσικό πληθυσμό, οι οποίες βρίσκονται υπό τον έλεγχο του ουκρανικού στρατού.
Οι προαναφερόμενες δηλώσεις του επικεφαλής του Κεντρικού Τμήματος Ερευνών της Υπηρεσίας Ασφάλειας της Ουκρανίας δείχνουν καθαρά ότι η εκστρατεία φίμωσης των διαφωνούντων με τη βία και την τρομοκρατία, βανδαλισμών και καταστροφής των σοβιετικών μνημείων κατευθύνεται από την ίδια την κυβέρνηση και έχει στόχο να επιβάλλει τη σιωπή του τρόμου σε όλο τον ουκρανικό λαό, να αποτρέψει αντιδράσεις στην αντικομμουνιστική υστερία και στην αντιλαϊκή της πολιτική και να καταφέρει, με βασικό όπλο το δηλητήριο του ουκρανικού εθνικισμού, να σβήσει τη σοβιετική περίοδο από την ιστορία της Ουκρανίας.
Λάδι στη φωτιά του πολέμου
Οι εξελίξεις αυτές ρίχνουν λάδι στη φωτιά του πολέμου στην ανατολική Ουκρανία και βαθαίνουν το χάσμα ανάμεσα στις δύο αντίπαλες πλευρές. Γιατί αποκαλύπτουν ότι η κυβέρνηση των εθνικιστών του Κιέβου δε έχει καμιά πρόθεση συνεργασίας με τους αυτονομιστές αντάρτες. Αντίθετα, με την υποστήριξη του Λευκού Οίκου, ενεργεί μονομερώς προκαλώντας και οξύνοντας τις αντιθέσεις, όπως φαίνεται, εκτός των άλλων, και από τις τελευταίες εξελίξεις στο κρίσιμο ζήτημα του ειδικού πολιτικού και οικονομικού καθεστώτος στις ελεγχόμενες από τους αυτονομιστές περιοχές του Ντόνμπας. Υπενθυμίζουμε ότι στις 17 Μάρτη η ουκρανική βουλή ψήφησε νόμο ο οποίος θέτει ως προϋπόθεση για την εφαρμογή του ειδικού καθεστώτος στις περιοχές αυτές τη διεξαγωγή τοπικών εκλογών σύμφωνα με τους νόμους της Ουκρανίας και την επίβλεψη διεθνών παρατηρητών, χωρίς να προσδιορίζεται ο χρόνος των εκλογών, αναβάλλοντας ουσιαστικά επ’ αόριστο την εφαρμογή του ειδικού καθεστώτος. Ο νόμος αυτός προκάλεσε σφοδρές αντιδράσεις από την πλευρά της Μόσχας και των αυτονομιστών ηγετών, που τον χαρακτήρισαν κατάφωρη παραβίαση των συμφωνιών του Μινσκ κατάπαυσης του πυρός, γιατί θέτει μονομερώς προϋποθέσεις που δεν είχαν συζητηθεί ποτέ πριν, παρόλο που το σημείο 12 του πακέτου μέτρων της συμφωνίας του Μινσκ προβλέπει το συντονισμό και τη συνεργασία με τους αυτονομιστές ηγέτες των Ντονέτσκ και Λουχάνσκ για την υλοποίηση των μέτρων.
Στις 6 Απρίλη, ο ουκρανός πρωθυπουργός Αρσένι Γιάτσενιουκ και ο πρόεδρος Πέτρο Ποροσένκο ξαναχτύπησαν ρίχνοντας κι άλλο λάδι στη φωτιά. Ο μεν εκλεκτός των Αμερικάνων Γιάτσενιουκ απέρριψε τις προτάσεις για άμεσες συνομιλίες με τους αυτονομιστές δηλώνοντας: «Οταν μιλάμε για διάλογο με την ανατολή, εννοούμε ένα διάλογο με νόμιμα εκλεγμένους εκπροσώπους της ανατολής, όχι με ρώσους γκάνγκστερ και τρομοκράτες». Ο δε Ποροσένκο, μετά από τη συνάντησή του με την κοινοβουλευτική επιτροπή που επεξεργάζεται τις τροποποιήσεις του συντάγματος, δήλωσε ότι «κάθε έννοια ομοσπονδοποίησης ( σ.σ. την οποία προτείνουν οι αυτονομιστές και το Κρεμλίνο) είναι ένας δηλητηριώδης καρκίνος που θα καταστρέψει την Ουκρανία» και τάχθηκε υπέρ της αποκέντρωσης της εξουσίας, με τους τομείς της άμυνας της ασφάλειας και της εξωτερικής πολιτικής να παραμένουν στα χέρια της κεντρικής κυβέρνησης. Ταυτόχρονα τάχθηκε κατά της αναγνώρισης της ρωσικής γλώσσας ως δεύτερης επίσημης γλώσσας στην ανατολική Ουκρανία δηλώνοντας ότι «η ουκρανική είναι και θα είναι η μόνη επίσημη γλώσσα».
Είναι φανερό ότι όλες αυτές οι εξελίξεις υπονομεύουν τη συμφωνία κατάπαυσης του πυρός και φέρνουν πιο κοντά μια νέα κλιμάκωση του πολέμου στην ανατολική Ουκρανία.