«Ακόμα και αν ομαλοποιηθεί η κατάσταση στις χρηματιστικές αγορές, το δημόσιο χρέος της χώρας θα εκτιναχθεί σε δυσθεώρητα ύψη εάν δε ληφθούν και άλλα πολιτικά μέτρα». Στη δήλωση αυτή του διοικητή της Ομοσπονδιακής Κεντρικής Τράπεζας των ΗΠΑ (FED) Μπεν Μπερνάκι αντικατοπτρίζεται με συνοπτικό τρόπο το πρόβλημα που αντιμετωπίζει σήμερα ο παγκόσμιος καπιταλισμός και όχι μόνο ο καπιταλισμός των ΗΠΑ.
Πράγματι, το δημόσιο χρέος των ΗΠΑ, απότοκο των πολιτικών στήριξης του μεγάλου κεφάλαιου και ιδιαίτερα των μεγαθηρίων του χρηματιστικού κεφάλαιου που αντιμετώπιζαν το φάσμα της κατάρρευσης, αυξάνεται συνεχώς και ήδη έχει φτάσει τα 13 τρισ. δολάρια. Ποια είναι, όμως, τα πρόσθετα πολιτικά μέτρα που εισηγείται ο Μπερνάκι; Οχι βέβαια η απαίτηση επιστροφής μέρους έστω των «πακέτων» που πήραν οι τράπεζες από τις κυβερνήσεις Μπους και Ομπάμα, ούτε η φορολόγηση των δισεκατομμυριούχων, αλλά η παραπέρα περικοπή των ισχνών προνοιακών κονδυλίων, το μεγαλύτερο μέρος των οποίων διαχειρίζονται οι κυβερνήσεις των Πολιτειών. Η ομοσπονδιακή κυβέρνηση έκλεισε τη στρόφιγγα και οι κυβερνήσεις των Πολιτειών καλούνται να «εξειδικεύσουν» την κεντρική κατεύθυνση. Ετσι, στις ΗΠΑ των 30 και πλέον εκατομμυρίων ανέργων και μισοαπασχολούμενων, των νεόπτωχων, των αστέγων και των πεινασμένων, η μία μετά την άλλη οι πολιτειακές κυβερνήσεις αποφασίζουν μέτρα περικοπής των κοινωνικών δαπανών, έχοντας βάλει στο στόχαστρο πρώτη την Παιδεία.
Παράλληλα, σε επίπεδο Πολιτειών προωθούνται μέτρα ενάντια σε όλους τους τομείς κοινωνικού ενδιαφέροντος. Στο Ιλινόις, για παράδειγμα, η Πολιτεία αύξησε το όριο συνταξιοδότησης στα 67 χρόνια, που είναι το ψηλότερο όριο ηλικίας στις ΗΠΑ. Πέρα απ’ αυτό, έβαλε πλαφόν στο σύνολο των συντάξεων που χορηγεί η ίδια στους πρώην υπαλλήλους των πολιτειακών υπηρεσιών. Τόσα είναι τα λεφτά, μοιραστείτε τα, λέει με αμερικάνικη απλότητα στους συνταξιούχους. Αύξηση στον εργάσιμο βίο (δηλαδή περισσότερα χρόνια δουλειάς για να βγει ένας εργαζόμενος στη σύνταξη) ανακοίνωσαν μια σειρά άλλες Πολιτείες (Νέα Υόρκη, Αριζόνα, Μιζούρι, Μισισίπι), ενώ η Πολιτεία του Νιου Τζέρσεϊ πρωτοπορεί ανακοινώνοντας ότι όποιος εργάζεται λιγότερο από 32 ώρες την εβδομάδα δεν αποκτά δικαίωμα σύνταξης! Φανταστείτε τι συμβαίνει στον ιδιωτικό καπιταλιστικό τομέα.
Στη Βρετανία, ο υπουργός Οικονομικών Τζον Οσμπορν παρουσίασε την περασμένη Τρίτη στο κοινοβούλιο τον έκτακτο προϋπολογισμό που διαγράφει τον προηγούμενο. Ο νέος προϋπολογισμός περιλαμβάνει το σκληρότερο πρόγραμμα λιτότητας που εφαρμόστηκε στη Βρετανία τα τελευταία 60 χρόνια, όπως συμφωνεί όλος ο βρετανικός Τύπος. Δεν χρειαζόμαστε τη μιντιακή συνηγορία για να το καταλάβουμε. Μέσα σε μια πενταετία (μέχρι τον Ιούνη του 2015), το δημοσιονομικό έλλειμμα πρέπει να κατέβει από το 10,1% του ΑΕΠ που είναι σήμερα στο 1,1%. Σε απόλυτα μεγέθη πρέπει να μειωθεί από το σημερινό επίπεδο των 149 δισ. λιρών στα 20 δισ. λίρες!
Οι μισθοί στο δημόσιο παγώνουν για τα επόμενα δύο χρόνια (ένας αριθμός χαμηλόμισθων θα λάβει προνοιακό επίδομα 250 λιρών), ο ΦΠΑ θα αυξηθεί από 17,5% σε 20%, ενώ άμεσα αυξάνονται οι φόροι στα ποτά και τον καπνό. Για να μη μείνει, δε, οποιαδήποτε αμφιβολία για την ταξικότητα του νέου προϋπολογισμού, ανακοινώθηκε ταυτόχρονα η μείωση του συντελεστή φορολόγησης των καπιταλιστικών κερδών από 28% σε 24%.
Στην Ισπανία, αν και κυβέρνηση μειοψηφίας η κυβέρνηση Θαπατέρο πέρασε από τη Βουλή τη «μεταρρύθμιση στην εργασία». Σε σύνολο 350 βουλευτών παρόντες ήταν 349. Απ’ αυτούς μόλις 8 ψήφισαν κατά, ενώ 173 απείχαν . Ετσι, οι θετικές ψήφοι των 168 βουλευτών του Σοσιαλιστικού Κόμματος ήταν αρκετές για να πάρει η «μεταρρύθμιση στην εργασία» την ισχύ νόμου, που τίθεται σε συζήτηση μεταξύ των κομμάτων με το ενδεχόμενο τροποποιήσεων (η διαδικασία είναι διαφορετική απ’ αυτή που ισχύει στην Ελλάδα).
Τι περιλαμβάνει αυτή η «μεταρρύθμιση»; Περίπου ό,τι και η ελληνική. Μειώνονται οι αποζημιώσεις για απόλυση (στην Ισπανία όπου ο επίσημος δείκτης ανεργίας έχει φτάσει στο 20%) από 45 ημερομίσθια το χρόνο σε 33). Καθιερώνονται «συμβόλαια επιμόρφωσης και μαθητείας» για τους νέους εργαζόμενους, με μισθούς χαμηλότερους από τους συμβατικούς και κίνητρα προς τους καπιταλιστές. Επεκτείνεται η «εσωτερική ευελιξία» των επιχειρήσεων, με τη δυνατότητα να αποφασίζουν μικρότερο ημερήσιο ωράριο και μικρότερη εβδομάδα εργασίας, με ανάλογη μείωση των αποδοχών των εργαζόμενων. Θυμίζουμε πως πριν τη «μεταρρύθμιση στην εργασία» η κυβέρνηση Θαπατέρο είχε αποφασίσει μείωση στους μισθούς των εργαζόμενων στο Δημόσιο, πάγωμα των συντάξεων, κατάργηση του επιδόματος γέννας και μεγάλες περικοπές στις κεντρικές και τις περιφερειακές δαπάνες.
Η κρίση του καπιταλισμού δεν είναι εφεύρημα. Είναι γεγονός. Η διαχείριση της κρίσης, όμως, γίνεται ταυτόχρονα ιστορική ευκαιρία για το κεφάλαιο. Ευκαιρία για μια ριζική αύξηση του βαθμού εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης, μέσω της πλήρους αποσάθρωσης των εργασιακών σχέσεων. Χρειάστηκαν πολλές δεκαετίες ταξικής πάλης, πριν και μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση –που υπήρξε ορόσημο για τις κατακτήσεις ιδιαίτερα από μεριάς ευρωπαϊκού προλεταριάτου– για να διαμορφωθεί ένα πλαίσιο εργασιακών σχέσεων, δηλαδή κάποιες στοιχειώδεις εγγυήσεις για τους εργαζόμενους. Από τη δεκαετία του ‘80 και μετά, εποχή της προέλασης του νεοφιλελευθερισμού, μιας άκρως επιθετικής πολιτικής διαχείρισης του καπιταλισμού, άρχισε μια διαδικασία φθοράς και απομείωσης του πλαισίου των εργασιακών σχέσεων. Σήμερα, στο όνομα της διαχείρισης της κρίσης και με τον εκβιασμό της συρρίκνωσης των οικονομιών, το κεφάλαιο επιχειρεί να σαρώσει ό,τι απέμεινε.