Ενα από τα επιχειρήματα αυτών που πιστεύουν ότι μία εξαρτημένη χώρα μπορεί να γλιτώσει από τα νύχια των πιστωτών της, ακολουθώντας μία «περήφανη» εξωτερική πολιτική, είναι το παράδειγμα της Αργεντινής. Εκεί, ισχυρίζονται, σε αντίθεση με τις προηγούμενες, υποταγμένες στο ξένο κεφάλαιο κυβερνήσεις, η σημερινή κυβέρνηση της Κριστίνα Κίρχνερ αντιστέκεται και πετυχαίνει καλυτέρευση του βιοτικού επιπέδου του λαού, έχοντας καταφέρει να κερδίσει τη συναίνεση τω πιστωτών σε ένα άλλο πρόγραμμα διαχείρισης του καπιταλισμού. Ενα πρόγραμμα «ανθρώπινο», που μπορεί να μη φέρνει την κοινωνική δικαιοσύνη, πετυχαίνει όμως μια ανακούφιση των φτωχών λαϊκών μαζών, σε αντίθεση με τις νεοφιλελεύθερες κυβερνήσεις που σκύβουν τη μέση.
Αν εξετάσει όμως κανείς πιο συγκεκριμένα το παράδειγμα της Αργεντινής, θα διαπιστώσει ότι η σημερινή πολιτική δεν αποτελεί κάποια «νησίδα» στον καπιταλιστικό μεσαίωνα του διεθνούς καταμερισμού εργασίας, αλλά έναν ελιγμό του ίδιου του συστήματος, προκειμένου να τιθασεύσει τις αντιδράσεις (οι οποίες στην περίπτωση της Αργεντινής ήταν ιδιαίτερα σκληρές και βίαιες). Αυτός ο ελιγμός οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια σε επανάληψη του ίδιου κύκλου. Από την ανάκαμψη στη συσσώρευση νέων ελλειμμάτων και σε νέα έφοδο κατά των λαϊκών δικαιωμάτων. Μπορεί αυτή τη στιγμή ο λαός της Αργεντινής να φαίνεται ότι δεν κινδυνεύει από την επανάληψη της έξαρσης της φτώχειας, που λίγο πριν την πτώχευσή της, το 2001, είχε πάρει εκρηκτικές διαστάσεις, αυτό όμως δε σημαίνει ότι δε θα βαδίσει στα ίδια μονοπάτια στο μέλλον.
Από την «ανάπτυξη» στην πτώχευση
Από το 1991 μέχρι το 1997 η Αργεντινή ήταν μία από τις πιο γοργά αναπτυσσόμενες οικονομίες στην Λατινική Αμερική, αποτελώντας τη δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία της. Μαζί με την ανάπτυξη αυξανόταν και το δημόσιο χρέος που από 29% του ΑΕΠ το 1993 έφτασε στο 41% το 1998, για να εκτιναχτεί στο 64% του ΑΕΠ στο τέλος του 2001, όταν η χώρα κήρυξε πτώχευση μετά την κίνηση του ΔΝΤ να παγώσει το δάνειο των 1.3 δισ. δολαρίων, προκαλώντας τέτοια άνοδο των επιτοκίων δανεισμού που οδήγησε στην πτώχευση.
Δεν ήταν η πρώτη φορά που χρεοκοπούσε η Αργεντινή. Μέσα στα τελευταία 175 χρόνια, η Αργεντινή έχει κηρύξει πτώχευση πέντε φορές, για να βυθιστεί ξανά στο βούρκο του χρέους μετά από κάθε «ανάκαμψη».
Οι ιδιωτικοποιήσεις που προώθησε η τότε κυβέρνηση Μένεμ, που υποτίθεται ότι θα μείωναν το χρέος, δεν επέφεραν τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Την εποχή της «ανάπτυξης», το διεθνές χρηματιστικό κεφάλαιο βούτηξε με τα μούτρα στο ψαχνό, είτε δανείζοντας τη χώρα είτε «ασφαλίζοντας» τα ομόλογά της.
Το κράτος κατέφευγε στο δανεισμό για έναν ακόμα λόγο. Προκειμένου να αντιμετωπίσει τον πληθωρισμό. Ο υπουργός Οικονομικών Ντομίγκο Καβάλο προχώρησε το 1991 στο «κλείδωμα» της ισοτιμίας του εθνικού νομίσματος (πέσο) με το δολάριο σε αναλογία ένα προς ένα (κάτι σαν την εισαγωγή του ευρώ στη χώρα μας). Ετσι, η κυβέρνηση δεν μπορούσε να «κόψει» χρήμα και να κάνει νομισματική πολιτική, με αποτέλεσμα να διογκώνεται ο δανεισμός που έφτασε στα 132 δισ. δολάρια.
Το ξέσπασμα της κρίσης
Το ξέσπασμα της κρίσης ήταν ζήτημα χρόνου. Με τα επιτόκια δανεισμού συνεχώς να ανεβαίνουν, ξεπερνώντας το 10% λίγες μέρες πριν την κήρυξη πτώχευσης, η κυβέρνηση Ντε Λα Ρούα πήρε έκτακτα οικονομικά μέτρα. Πάγωσε τις αναλήψεις από τις τράπεζες, μείωσε τους μισθούς των δημόσιων υπήλληλων και θέσπισε μέτρα λιτότητας για να «εξευμενίσει» τις «αγορές», δηλαδή να πείσει το χρηματιστικό κεφάλαιο ότι θα μπορέσει να αποπληρώνει τα τοκοχρεολύσια. Τη στιγμή που η ανεργία εκτινασσόταν κοντά στο 20% και το ποσοστό φτώχειας στο 50% (!), ο υπουργός Οικονομικών εισήγαγε περικοπές στα δημόσια έξοδα της τάξης του 20%. Οι περικοπές αυτές αφορούσαν μόνο τους μισθούς των δημόσιων υπάλληλων και τις συντάξεις.
Ηταν το όγδοο πακέτο λιτότητας που έπαιρνε η κυβέρνηση τα δύο τελευταία χρόνια. Στους δρόμους του Μπουένος Αιρες ξέσπασαν διαδηλώσεις και λεηλασίες καταστημάτων. Από την οργή του κόσμου δε γλίτωσε ούτε ο ίδιος ο πρόεδρος Ντε Λα Ρούα που έφυγε σαν τον κλέφτη από κυβερνητική σύσκεψη, με τους διαδηλωτές απ’ έξω να πετάνε αυγά και πέτρες. Ο Ντε Λα Ρούα παραιτήθηκε και ξέσπασε πολιτική κρίση. Οι επόμενοι τρεις πρόεδροι δεν έμειναν στη θέση τους για περισσότερο από μερικές μέρες. Ο τέταρτος, ο περονιστής Εδουάρδο Ντουάλτε ανέβηκε στην εξουσία στις αρχές του νέου χρόνου (2002).
Η απάντηση των κυβερνώντων
Το πρώτο πράγμα που έκανε ο Ντουάλτε ήταν να αποδεσμεύσει το πέσο από το δολάριο. Αυτό είχε ως συνέπεια την άμεση υποτίμηση του πρώτου κατά 30%, για να καταρρεύσει σταδιακά στο 1/3 της αρχικής αξίας του.
Ο Ντουάλτε πήρε ορισμένα μέτρα «στήριξης» των πιο φτωχών στρωμάτων του πληθυσμού, χωρίς όμως να μπορέσει να τιθασεύσει το κίνημα και τις λεηλασίες που συνεχίζονταν και μέσα στο 2002. Οι εικόνες των εξαθλιωμένων Αργεντινών που επιτίθονταν σε φορτηγό με αγελάδες το Μάρτη του 2002 έκαναν το γύρο του κόσμου.
Αν δεν… καίγονταν το πελεκούδι από τους εξαγριωμένους διαδηλωτές που προκάλεσαν τέτοια πολιτική κρίση που οδήγησε στην εναλλαγή πέντε προέδρων μέσα σε λιγότερο από δύο βδομάδες (21/12/2001 – 2/1/2002), ο λαός της Αργεντινής θα πλήρωνε μέχρι τελευταίας δεκάρας τα χρέη με τα τοκογλυφικά επιτόκια (της τάξης άνω του 10%) και η κυβέρνηση θα είχε κάνει πράξη όλες τις «τολμηρές» προτάσεις του ΔΝΤ που αναφέραμε παραπάνω.
Ομως η λαϊκή αγανάκτηση έκανε ορισμένους πιστωτές της Αργεντινής να αναγκαστούν να διαγράψουν μέρος των χρεών της, γιατί διακινδύνευαν κάτι περισσότερο: να τα χάσουν όλα. Ορισμένοι όμως δεν δέχτηκαν να τα διαγράψουν, κάτι για το οποίο θα μιλήσουμε παρακάτω.
Ανοίγοντας μία παρένθεση, αναφέρουμε ότι η Αργεντινή δεν κήρυξε το χρέος της «απεχθές», αν και θα μπορούσε να το κάνει καταγγέλλοντας τα δάνεια του στρατιωτικού πραξικοπήματος. Σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, μία χώρα μπορεί να κηρύξει το χρέος της «απεχθές» (odious), όταν έχει βάσιμους λόγους να υποστηρίξει ότι το χρέος αυτό οφείλεται σε δάνεια που συνάφθηκαν με παράνομο τρόπο είτε από δικτατορικά καθεστώτα είτε εις βάρος της χώρας. Ο όρος εισήχθη στο διεθνές δίκαιο από τον Alexander Naum Sak, στις αρχές του 20ού αιώνα και χρησιμοποιήθηκε από τις ΗΠΑ εναντίον της Ισπανίας για το αποικιοκρατικό χρέος του 1903. Ενα από τα πιο πρόσφατα παραδείγματα είναι το Εκουαδόρ, όπου ο πρόεδρος της χώρας Ραφαέλ Κορέα κήρυξε το 2008 παύση πληρωμών για το «ανήθικο χρέος» των προηγούμενων διεφθαρμένων κυβερνήσεων.
Το «κούρεμα»
Αυτό που έκανε η Αργεντινή ήταν να προχωρήσει στην αναδιάρθρωση του χρέους (το γνωστό μας «κούρεμα») καλώντας τους πιστωτές να ανταλλάξουν τα ομόλογα που είχαν καταπέσει (δεν είχαν πλέον κανένα αντίκρισμα) με νέα. Η προσφορά ανταλλαγής ανακοινώθηκε στις 14 Γενάρη του 2005. Δόθηκε προθεσμία λίγο παραπάνω από ένα μήνα (μέχρι τις 25 Φλεβάρη 2005) στους πιστωτές που κατείχαν τα χρεοκοπημένα ομόλογα 152 διαφορετικών τύπων και αξίας περίπου 100 δισ. δολαρίων, που είχαν συσσωρευτεί τις τρεις τελευταίες δεκαετίες, να τα ανταλλάξουν με νέα κρατικά ομόλογα, με ημερομηνίες λήξης 30, 35 και 42 ετών, με διαγραφή περίπου του 60% των ονομαστικών αξιών τους.
Στις 18 Μάρτη του 2005, η κυβέρνηση ανακοίνωσε ότι η συμμετοχή των ομολογιούχων στην ανταλλαγή που η ίδια πρότεινε έφτασε το 76,15%, αντιπροσωπεύοντας ομόλογα αξίας 62.2 δισ. δολαρίων. Η ανταλλαγή έγινε στις 2 Ιούνη του 2005.
Αν αναλογιστούμε ότι το συνολικό κρατικό χρέος της Αργεντινής το Δεκέμβρη του 2003 ανερχόταν στα 188.6 δισ. δολάρια κι ότι τα 152 είδη ομολόγων που προτείνονταν για ανταλλαγή ανέρχονταν σε 104.1 δισ. δολάρια (δηλαδή το 55% του συνόλου), αυτά που ανταλλάχτηκαν τελικά (62.2 δισ.) αντιστοιχούσαν μόλις στο ένα τρίτο του συνολικού χρέους. Πάντως, σαν συνέπεια της «αναδιάρθρωσης» του χρέους, το ποσοστό του χρέους της Αργεντινής μειώθηκε στο 72% του ΑΕΠ από 147% που ήταν το 2002.
Νέα κατάσταση
Το «κούρεμα» του χρέους και οι νέες κυβερνήσεις που σχηματίστηκαν έδωσαν μια «ανάσα» στον καπιταλισμό της Αργεντινής. Περιθώρια για περεταίρω επίθεση στα λαϊκά δικαιώματα δεν υπήρχαν, καθώς η φτώχεια είχε εκτιναχτεί σε δυσθεώρητα επίπεδα (της τάξης του 50%), επομένως έπρεπε να υπάρξει μια χαλάρωση. Οι σοσιαλδημοκρατικού τύπου κυβερνήσεις ήταν ό,τι πρέπει για να διαχειριστούν τη νέα κατάσταση, χειραγωγώντας το λαϊκό κίνημα και οδηγώντας το σε ανώδυνα μονοπάτια. Φυσικά, δεν ξερίζωσαν την αιτία των κρίσεων, ούτε εξασφάλισαν ότι δε θα επαναληφθεί αυτό που τόσες φορές έγινε στο παρελθόν: μια ακόμα χρεοκοπία. Συνέβη το αντίθετο, για το οποίο θα μιλήσουμε στο επόμενο φύλλο.
Κώστας Βάρλας
Στο επόμενο: Σοσιαλδημοκρατική διαχείριση στο πλαίσιο του καπιταλισμού. Μπορεί να αποτρέψει μία ακόμα όξυνση της κρίσης;