Μια από τις πιο τολμηρές και επιτυχημένες επιθέσεις εναντίον κυβερνητικών στόχων πραγματοποίησαν οι μαοϊκοί αντάρτες στις 15 Φεβρουαρίου στο κρατίδιο της Δυτικής Βεγγάλης στην ανατολική Ινδία. Περίπου 100 αντάρτες, πολλοί από τους οποίους με μοτοσυκλέτες, στο φως της ημέρας, άνοιξαν πυρ εναντίον ενός στρατοπέδου παραστρατιωτικών δυνάμεων στην περιοχή Sheeldah, σκοτώνοντας 24 στρατιώτες. Στη συνέχεια, λεηλάτησαν το στρατόπεδο, πήραν όσο οπλισμό βρήκαν και το παρέδωσαν στις φλόγες. Το στρατόπεδο είχε εγκατασταθεί στην περιοχή στα πλαίσια της επιχείρησης «πράσινο κυνήγι» εναντίον των ανταρτών, η οποία ξεκίνησε τον περασμένο Ιούνιο και συνεχίζεται, χωρίς ουσιαστικά αποτελέσματα.
Το μαοϊκό αντάρτικο, που ξεκίνησε ως αγροτική εξέγερση τη δεκαετία του ’60 στη βόρεια πόλη Ναξαλμπάρι (γι’ αυτό και οι αντάρτες ονομάζονται Ναξαλίτες) της Δυτικής Βεγγάλης, έχει εξαπλωθεί σήμερα σε πάνω από 20 από τα 28 κρατίδια της Ινδίας, ιδιαίτερα στην πλού-σια σε ορυκτά κεντρική και ανατολική Ινδία, όπου ο αγροτικός στην πλειοψηφία πληθυσμός υποφέρει από μεγάλη φτώχεια και εξαθλίωση. Η δύναμή του υπολογίζεται από τις ινδικές αρχές σε 22.000 αντάρτες. Πολιτικά εκπροσωπείται από το Κομμουνιστικό Κόμμα Ινδίας – Μαοϊκό, με αξιόλογη επιρροή στα αστικά κέντρα, το οποίο κηρύχτηκε παράνομο την περασμένη χρονιά.
Η επιδρομή των ανταρτών στο στρατόπεδο των παραστρατιωτικών προκάλεσε θύελλα αντιδράσεων και σφοδρή κριτική από πολιτικούς και οικονομικούς κύκλους εναντίον τόσο της κεντρικής κυβέρνησης της Ινδίας όσο και της τοπικής κυβέρνησης του Κομμουντιστικού Κόμματος (τρομάρα του!), που κυβερνά πάνω από τρεις δεκαετίες τη Δυτική Βεγγάλη, για την ανικανότητά τους να αντιμετωπίσουν και να καταστείλουν το μαοϊκό αντάρτικο, το οποίο έχει χαρακτηριστεί από τον υπουργό Εσωτερικών η μεγαλύτερη εσωτερική απειλή για την Ινδία. Γιατί, εκτός των άλλων, η κεντρική και ανατολική Ινδία, όπου δρουν κυρίως οι αντάρτες, έχει τεράστια οικονομική σημασία. Η επιδρομή της 15ης Φεβρουαρίου έγινε σε απόσταση μόλις 60 χιλιομέτρων από το σημείο όπου η μεγαλύτερη μεταλλουργική βιομηχανία της Ινδίας, η JSW steel Ltd, σχεδιάζει να κατασκευάσει μια μεγάλη χαλυβουργική μονάδα.
Μεγάλοι γαιοκτήμονες και εξορυκτικές εταιρίες, ινδικές και πολυεθνικές, που θέλουν να εκμεταλλευτούν τον τεράστιο ορυκτό πλούτο των περιοχών αυτών (βωξίτη, χρώμιο, νικέλιο κ.ά.), αρπάζουν με διάφορους τρόπους τη γη των αυτόχθονων φτωχών αγροτών και χρηματοδοτούν ένοπλες συμμορίες που με τη βία και την τρομοκρατία, παράλληλα με τις συλλήψεις και τις φυλακίσεις από την αστυνομία, εκτοπίζουν τους φτωχούς αγρότες από τις εστίες τους. Το σημαντικότερο εμπόδιο στα σχέδιά τους είναι η δράση των μαοϊκών ανταρτών και οι αγροτικές κινητοποιήσεις. Και επειδή οι κυνηγημένοι και ξεριζωμένοι αγρότες καταφεύγουν στη ζούγκλα για να σωθούν και βρίσκουν υποστήριξη από τους αντάρτες, η επιρροή και η στρατιωτική ισχύ των τελευταίων αυξάνεται. Η πραγματικότητα αυτή οδηγεί όλο και πιο πολλούς πολιτικούς παράγοντες και αναλυτές να προειδοποιούν την κυβέρνηση ότι το μαοϊκό αντάρτικο δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί μόνο με στρατιωτικά μέσα.
Στις 22 Φεβρουαρίου, εκπρόσωπος των ανταρτών με δήλωσή του στα ινδικά ΜΜΕ ανακοίνωσε ότι «είναι έτοιμοι να αρχίσουν συνομιλίες με την κυβέρνηση, με τον όρο να σταματήσει η στρατιωτική επιχείρηση εναντίον τους από τις 25 Φεβρουαρίου μέχρι τις 7 Μαΐου». Το ινδικό υπουργείο Εσωτερικών απάντησε ότι αποδέχεται την πρόσκληση, με τον όρο να αποκηρύξουν τη βία οι αντάρτες, κάτι που οι τελευταίοι απορρίπτουν. Ωστόσο και μόνο το γεγονός ότι αποδέχεται, έστω υπό όρους, να συνομιλήσει με «τρομοκράτες», είναι ενδεικτικό της έκτασης του προβλήματος που αντιμετωπίζει η ινδική κυβέρνηση.








