Τη στιγμή που ο Λευκός Οίκος επιχειρεί την έναρξη διαπραγματεύσεων με την ηγεσία των Ταλιμπάν, επιδιώκοντας μια συμφωνία αξιοπρεπούς εξόδου από το βάλτο του Αφγανιστάν, ενόψει της εξαγγελθείσας αποχώρησης των κατοχικών στρατευμάτων μέχρι το τέλος του 2014 με τη μεταβίβαση της ευθύνης για την «ασφάλεια» της χώρας στον αφγανικό στρατό, τα στοιχεία που έρχονται στο φως της δημοσιότητας αποκαλύπτουν τα σοβαρά προβλήματα που αντιμετωπίζει το Πεντάγωνο στη συγκρότηση και εκπαίδευση ενός λειτουργικού αφγανικού στρατού, που θεωρείται ο βασικός πυλώνας της στρατηγικής του Λευκού Οίκου εξόδου από τον πόλεμο του Αφγανιστάν.
Γεγονός που προκαλεί σοβαρή ανησυχία στην αμερικανονατοϊκή στρατιωτική διοίκηση και απειλεί να τινάξει στον αέρα τα σχέδια της κυβέρνησης Ομπάμα είναι ο αυξανόμενος αριθμός φονικών επιθέσεων και ό,τι αυτό σημαίνει από αφγανούς στρατιώτες εναντίον αμερικανανονατοϊκών στρατευμάτων. Με πιο πρόσφατη την επίθεση στις 20 Ιανουαρίου, που προκάλεσε το θάνατο τεσσάρων και τον τραυματισμό αρκετών γάλλων στρατιωτών στην επαρχία Καπίσα του ανατολικού Αφγανιστάν.
Η αμοιβαία εχθρότητα, η καχυποψία και η περιφρόνηση ανάμεσα στις αφγανικές και τις συμμαχικές τους δυνάμεις, που συχνά φτάνουν στα όρια του μίσους, είναι ένας από τους βασικούς λόγους που αφγανοί στρατιώτες στρέφουν όλο και πιο συχνά τα όπλα τους εναντίον ξένων στρατιωτών, σύμφωνα με μια έρευνα που ήρθε στο φως της δημοσιότητας από αμερικάνικες και βρετανικές εφημερίδες με αφορμή την τελευταία επίθεση εναντίον των γάλλων στρατιωτών.
Η έρευνα αυτή, με τίτλο «Κρίση εμπιστοσύνης και πολιτιστικής ασυμβατότητας», που ανατέθηκε από τον αμερικάνικο στρατό στο συμπεριφοριστή επιστήμονα Jeffrey Bordin, δόθηκε στη δημοσιότητα στις αρχές Μαΐου και στη συνέχεια αποσύρθηκε και χαρακτηρίστηκε απόρρητη. Τα συμπεράσματα της έρευνας βασίζονται σε συνεντεύξεις με 613 αφγανούς στρατιώτες και αστυνομικούς, σε 215 αμερικάνους στρατιώτες και σε 30 αφγανούς διερμηνείς που δούλευαν για τους Αμερικάνους.
Σύμφωνα με σχετικό άρθρο της βρετανικής εφημερίδας «Guardian» (20/1/12), η έρευνα αναφέρει ότι οι αμερικάνοι στρατιώτες εξοργίζουν τους αφγανούς συναδέλφους τους με την υπερβολική αλαζονία, το νταηλίκι και τη βάναυση συμπεριφορά τους, τους χαρακτηρίζουν αναξιόπιστους, ανέντιμους, ανίκανους και σιχαμερούς στην υγιεινή τους και τους κατηγορούν ότι δεν παρεμβαίνουν σχεδόν ποτέ όταν κάποιος αφγανός στρατιώτης επιχειρεί να σκοτώσει νατοϊκούς. Οι Αμερικάνοι αναφέρουν επίσης ως σοβαρά προβλήματα του αφγανικού στρατού την εκτεταμένη χρήση ναρκωτικών, τις μαζικές κλοπές, την προσωπική αστάθεια, την ανικανότητα, τον ανασφαλή χειρισμό όπλων, τη διαφθορά των αξιωματικών, τις καλυμμένες συμμαχίες και τις άτυπες συμφωνίες με τους αντάρτες, το υψηλό ποσοστό λιποταξιών, το άσχημο ηθικό, την τεμπελιά και την άσχημη υγιεινή. Από την πλευρά τους οι αφγανοί στρατιώτες κατηγορούν τους αμερικάνους ότι τους προκαλούν με τη συμπεριφορά τους, γιατί, για παράδειγμα, ουρούν δημόσια, βρίζουν, προσβάλλουν, συμπεριφέρονται με χυδαιότητα και αυθάδεια σε μέλη του αφγανικού στρατού και πυροβολούν χωρίς λόγο ζώα. Ως πολύ σημαντικούς λόγους της εχθρότητάς τους απέναντι στους Αμερικάνους αναφέρουν επίσης το κλείσιμο των δρόμων από τα αμερικάνικα στρατιωτικά κονβόι, τις τυφλές επιθέσεις εναντίον πολιτών και τις νυκτερινές επιδρομές σε σπίτια Αφγανών.
Για το πρόβλημα της αύξησης των φονικών επιθέσεων εναντίον αμερικανονατοϊκών στρατιωτών, οι «New York Times» (20/1/12) σε σχετικό άρθρο τους, μεταξύ άλλων, επισημαίνουν: «Μια δεκαετία πολέμου στο Αφγανιστάν, η έρευνα κάνει καθαρό ότι οι δολοφονίες αυτές έχουν γίνει το πιο ορατό σύμπτωμα μια πολύ βαθύτερης ασθένειας που κατατρύχει την πολεμική προσπάθεια: η περιφρόνηση που η μια πλευρά νιώθει για την άλλη, ας αφήσουμε τους Ταλιμπάν. Η εχθρική διάθεση και η καχυποψία διαπερνούν τους πολίτες και τους στρατούς και των δύο πλευρών, προκαλώντας ερωτηματικά σχετικά με το μελλοντικό ρόλο που οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους μπορούν να περιμένουν να παίξουν στο Αφγανιστάν.
Η βία και η αποτυχία των διοικητών της συμμαχίας να την αντιμετωπίσουν ρίχνουν τον προβολέα στις αδυναμίες της αμερικάνικης προσπάθειας να κτίσει ένα λειτουργικό αφγανικό στρατό, στυλοβάτη της στρατηγικής της κυβέρνησης Ομπάμα να βγάλει τις ΗΠΑ από τη δυσχερή θέση στον πόλεμο του Αφγανιστάν.
Τα προβλήματα κινδυνεύουν να αφήσουν τις ΗΠΑ και τους συμμάχους τους να εξαρτώνται από ένα αφγανικό στρατό που διαπερνάται από αντιδυτικά αισθήματα και είναι ανίκανος να πολεμήσει τους Ταλιμπάν και άλλους μαχητές όταν τελειώσει η πολεμική αποστολή του ΝΑΤΟ στα τέλη του 2014.
Ενα παράδειγμα της γενικής αντιπάθειας που υπάρχει είναι το βίντεο που εμφανίστηκε την περασμένη βδομάδα με τους αμερικάνους πεζοναύτες να ουρούν πάνω σε νεκρούς μαχητές Ταλιμπάν. Παρόλο που η αμερικάνικη διοίκηση έσπευσε να το καταδικάσει, σε ιστοσελίδες κοινωνικής δικτύωσης αναρτήθηκαν πολλά μηνύματα από πεζοναύτες και υποστηρικτές τους με πολλούς επαίνους για τη βέβηλη αυτή πράξη».
Η ίδια εφημερίδα σχολιάζει ότι, παρόλο που είναι ιδιαίτερα ανησυχητική η αύξηση των φονικών επιθέσεων εναντίον δυτικών στρατιωτών, εξακολουθούν να χαρακτηρίζονται από αμερικάνους και νατοϊκούς αξιωματούχους ως «σπάνια» και «μεμονωμένα» περιστατικά, έργο ενοχλημένων αφγανών στρατιωτών ή Ταλιμπάν που έχουν διεισδύσει στον αφγανικό στρατό. Και επισημαίνει ότι είναι εντελώς διαφορετική η εκτίμηση που διατυπώνεται στην προαναφερόμενη έρευνα: «Είναι καθαρό – αναφέρει η έρευνα – ότι οι φονικές φιλονικίες δεν είναι σπάνιες ή μεμονωμένες. Αυτές αντανακλούν μια γρήγορα αυξανόμενη συστημική απειλή ανθρωποκτονιών (το μέγεθος της οποίας ίσως είναι πρωτοφανές ανάμεσα σε συμμάχους στη σύγχρονη στρατιωτική ιστορία)». Και συνεχίζει χαρακτηρίζοντας τις επίσημες ανακοινώσεις του ΝΑΤΟ «ανειλικρινείς, αν όχι απατηλές», ενώ υποβαθμίζει το ρόλο των Ταλιμπάν που έχουν διεισδύσει στις δολοφονίες.
Ωστόσο, οι αριθμοί – συνεχίζουν οι «New York Times» – επιβεβαιώνουν την εκτίμηση της έρευνας. Παρόλο που το ΝΑΤΟ δεν δίνει στη δημοσιότητα όλα τα στοιχεία για τους θανάτους νατοϊκών στρατιωτών από τα χέρια αφγανών στρατιωτών και αστυνομικών, η έρευνα αποκάλυψε ότι από το Μάιο του 2007 μέχρι το Μάιο του 2011, οπότε ολοκληρώθηκε η έρευνα, τουλάχιστον 58 νατοϊκοί στρατιώτες, από τους οποίους οι περισσότεροι Αμερικάνοι, σκοτώθηκαν σε 26 διαφορετικές επιθέσεις. Οι περισσότερες από τις επιθέσεις αυτές σημειώθηκαν από τον Οκτώβριο του 2009 και μετά.
Τα προβλήματα αυτά, εκτός όλων των άλλων, εξηγούν την πρεμούρα του Λευκού Οίκου να προχωρήσει σε διαπραγματεύσεις με τους Ταλιμπάν.