Μια μέρα πριν από την επέτειο της σύλληψής στο κρησφύγετό του στη Λίμα το 1992, ο Αμπιμαέλ Γκουσμάν άφησε την τελευταία του πνοή στη φυλακή υψίστης ασφαλείας όπου κρατείτο, σε ένα υπόγειο, ανήλιαγο κελί, μια «φυλακή μέσα στη φυλακή». Είχε κλείσει τα 86 του χρόνια. Εξέτιε ποινή καταδίκης σε πολλαπλά ισόβια. Το «έγκλημά» του ήταν ότι ηγήθηκε ενός επαναστατικού κινήματος για την ανεξαρτησία της χώρας του από τα ιμπεριαλιστικά δεσμά των Γιάνκηδων, που πάντα θεωρούσαν περιφρονητικά τη χώρα του σαν «αυλή τους», καθώς και για τη χειραφέτηση των εργαζόμενων του Περού από την εκμετάλλευση της άρχουσας τάξης, των μεγάλων γαιοκτημόνων και των παράσιτων της οικονομικής ολιγαρχίας στις πόλεις (καπιταλιστές εισαγωγείς, κομπραδόροι) που συνδέονταν με τα ξένα μονοπώλια.
Διάφορα ισπανόφωνα/ισπανικά πρακτορεία (π.χ. η ισπανική εφημερίδα ΑΒC) μετέδωσαν την είδηση ότι ο Γκουσμάν βρισκόταν νωρίτερα το καλοκαίρι σε απεργία πείνας και είχε διακομιστεί σε νοσοκομείο της Λίμα. Δεν είναι απίθανο, σε μια νέα σκληρή αναμέτρηση με τους κυβερνητικούς του διώκτες-ανθρωποφύλακες, να έδωσε την τελευταία του μάχη, αγέρωχος και αλύγιστος όπως την πρώτη στιγμή της σύλληψής του. Οι πληροφορίες βγαίνουν με το «σταγονόμετρο», είναι αντιφατικές και η αξιοπιστία τους είναι αμφίβολη. Αυτό δεν γίνεται τυχαία. Ο «τρομοκράτης» Γκουσμάν τους φοβίζει ακόμη και νεκρός. Σύμφωνα με το BBC:
«Υπάρχουν φόβοι ότι εάν επρόκειτο να ταφεί, ο τάφος του θα μπορούσε να γίνει σημείο συγκέντρωσης εξτρεμιστών. Ο υπουργός Δικαιοσύνης του Περού δήλωσε ότι θα ήθελε να δει το πτώμα να αποτεφρώνεται. “Το πιο κατάλληλο πράγμα θα ήταν η αποτέφρωση, οπότε δεν θα υπάρχει μέρος στο οποίο ορισμένοι Περουβιανοί θα μπορούσαν να αποτίσουν φόρο τιμής σε αυτό το άτομο”, είπε».
Σύμφωνα με την Ελ Μούντο:
«Η αστυνομία στη Λίμα εξέπεμψε σήμα “απόλυτου συναγερμού” σε όλες τις μονάδες της για να αποτρέψει “πιθανές διαταράξεις της δημόσιας τάξης – κινητοποιήσεις, διαμαρτυρίες, υπερβολές, γκραφίτι, επιθέσεις και άλλες – με αφορμή τον θάνατο του Αμπιμαέλ Γκουσμάν”. Και ο στρατηγός Χόρχε Ανγκούλο υπενθύμισε ότι “κάθε δημόσια διαδήλωση που υποστηρίζει ή επαινεί οποιαδήποτε τρομοκρατική ομάδα θεωρείται έγκλημα υπεράσπισης της τρομοκρατίας, οπότε οι άνθρωποι που τη διαπράττουν θα συλληφθούν”».
Τα ντόπια και διεθνή ΜΜΕ επιστράτευσαν τα κατά συνθήκη ψεύδη για τον ηγέτη ενός λαϊκού επαναστατικού κινήματος: «συμμορίτης, αιμοβόρος, τρομοκράτης, γενοκτόνος», διανθισμένα με εμετικά, κιτρινίστικα «κουτσομπολιά» που εξάπτουν τις ονειρώξεις καθυστερημένων αποβρασμάτων. Αυτός είναι ο ρόλος τους άλλωστε: να δαιμονοποιούν πάντα τα επαναστατικά κινήματα και τους ηγέτες τους. Από κοντά και η σοσιαλδημοκρατική efsyn που δημοσίευσε ένα ελεεινό κείμενο αναπαράγοντας τις βρωμιές των αποστατών, πρώην συντρόφων του Γκουσμάν, που λύγισαν και «έσπασαν» στη φυλακή από την τρομοκρατία, τα βασανιστήρια, τις εκτελέσεις, αναπαράγοντας τα σενάρια του «περουβιανού Μανιαδάκη».
Το ανυποχώρητο πνεύμα του Γκουσμάν στοιχειώνει τις αρμόδιες κρατικές αρχές, τους σοσιαλδημοκράτες και όλα τα «φιλελεύθερα» πνεύματα, κι αυτό όχι τυχαία.
Τέλη της δεκαετίας του ‘80, όταν ο κρατικός καπιταλισμός της «ΕΣΣΔ» έπνεε τα λοίσθια και τα αστικοποιημένα πρώην κομμουνιστικά κόμματα διαλύονταν ή προσανατολίζονταν τέρμα δεξιά, συμμετέχοντας σε αστικές κυβερνήσεις (καλή ώρα σε εμάς ο Περισσός στην συγκυβέρνηση της «κάθαρσης» με τον Μητσοτάκη και στη συνέχεια στην «οικουμενική» με συμμετοχή και του ΠΑΣΟΚ), ένα λαϊκό αντάρτικο επεκτεινόταν ραγδαία στις Ανδεις του Περού, στις πιο εξαθλιωμένες περιοχές της χώρας, όπου οι φτωχοί αγρότες ζούσαν σε συνθήκες εξαθλίωσης και ανείπωτης φτώχειας κάτω από το ζυγό των μεγάλων γαιοκτημόνων και των τοκογλύφων.
Το «Φωτεινό Μονοπάτι», (Σεντέρο Λουμινόσο) συγκλόνιζε τη φτωχολογιά της Νότιας Αμερικής με τη σκληρή του αναμέτρηση με τον κυβερνητικό στρατό στην ύπαιθρο. Από το 1982 έως το 1984, στρατιωτικά αποσπάσματα έμπαιναν στα χωριά και επιδίδονταν σε πλιάτσικο, βιασμούς και δολοφονίες, ασταμάτητες θηριωδίες εναντίον του ιθαγενούς πληθυσμού. Στόχος τους ήταν η τρομοκράτηση του πληθυσμού της υπαίθρου και η αποξένωσή του από τους αντάρτες-αγρότες που είχαν εξεγερθεί, απαλλοτριώνοντας τη γη των μεγάλων γαιοκτημόνων, εφαρμόζοντας στη πράξη το σύνθημα: «η γη σε όποιον την καλλιεργεί». Αλλά παρά την άγρια τρομοκρατία δεν μπορούσαν να το καταφέρουν.
Ο «Πρόεδρος Γκονσάλο», όπως ήταν το κομματικό του όνομα, ήταν ο ηγέτης του ανασυγκροτημένου Κομμουνιστικού Κόμματος του Περού τη δεκαετία του ‘70, απαλλαγμένου από τα βαρίδια των ρεβιζιονιστικών στοιχείων, των στελεχών που είχαν αποδεχτεί το αντεπαναστατικό πραξικόπημα του Χρουτσιόφ στην Μόσχα στο 20ό συνέδριο του 1956, που από το βήμα του συνεδρίου κήρυσσε απροειδοποίητα τον «ειρηνικό δρόμο προς το σοσιαλισμό», την «ειρηνική συνύπαρξη» με τον ιμπεριαλισμό κι αμαύρωνε με γκεμπελικά ψεύδη την περίοδο της οικοδόμησης του σοσιαλισμού και της αντιφασιστικής νίκης υπό την καθοδήγηση του Ιωσήφ Στάλιν. Ολοι αυτοί συναποτελούσαν στελέχη και φράξιες του περουβιανού κόμματος, που είχαν μετατραπεί βαθμιαία από τη δεκαετία του ‘60 σε σοσιαλδημοκρατικές παραφυάδες και εξαπτέρυγα της αστικής τάξης, προτάσσοντας την ταξική συνεργασία και την ταξική υποταγή ως στρατηγική του προλεταριάτου.
Ο Γκουσμάν πολέμησε μαζί με άλλα στελέχη για να προσανατολιστούν τα μέλη του Κομμουνιστικού Κόμματος του Περού σε μια επαναστατική στρατηγική και τακτική με κατεύθυνση τη βίαιη ανατροπή της άρχουσας τάξης. Επιχείρησε να επαναφέρει το πρόγραμμα του κόμματος στις επαναστατικές παρακαταθήκες του τριτοδιεθνιστικού παρελθόντος, προσαρμοσμένο στις ανάγκες και τις συνθήκες της εποχής του. Ειχε ξεκάθαρο στο μυαλό του ότι η σαβούρα του κρατικού καπιταλισμού της «ΕΣΣΔ» και ο διασυρμός του μαρξισμού από τα ρεβιζιονιστικά κόμματα ήταν βαρίδι για την ανάπτυξη της επαναστατικής συνείδησης και της ταξικής πάλης. Ελεγε συγκεκριμένα σε συνέντευξή του το 1988 (οι επισημάνσεις παντού δικές μας):
«Πρώτον, θα πρέπει να θυμόμαστε ότι κάθε πρόοδος του μαρξισμού έχει γίνει εν μέσω σκληρού αγώνα. Και σε αυτή τη διαδικασία ανάπτυξης του μαρξισμού, ο ρεβιζιονισμός παλαιού τύπου εμφανίστηκε και συνάντησε την πτώση του στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Αλλά από τότε, εμείς οι κομμουνιστές αντιμετωπίσαμε έναν νέο αναθεωρητισμό, τον σύγχρονο ρεβιζιονισμό, που άρχισε να αναπτύσσεται με τον Χρουτσιόφ και τους λακέδες του, και ο οποίος εξαπολύει τώρα μια νέα επίθεση κατά του μαρξισμού. Τα κύρια κέντρα του είναι η Σοβιετική Ένωση και η Κίνα. Ο αναθεωρητισμός προέκυψε ως πλήρης άρνηση του μαρξισμού.
Ο σύγχρονος αναθεωρητισμός, ομοίως, στοχεύει πάντα να υποκαταστήσει τη μαρξιστική φιλοσοφία με την αστική, πηγαίνοντας ενάντια στην πολιτική οικονομία, αρνούμενος ιδιαίτερα την αυξανόμενη εξαθλίωση και το αναπόφευκτο της πτώσης του ιμπεριαλισμού. Ο αναθεωρητισμός προσπαθεί να παραποιήσει και να διαστρεβλώσει τον επιστημονικό σοσιαλισμό προκειμένου να αντιταχθεί στην ταξική πάλη και επανάσταση, διακηρύσσοντας τον κοινοβουλευτικό κρετινισμό και τον πασιφισμό.
Ολες αυτές οι θέσεις έχουν επεξηγηθεί από τους ρεβιζιονιστές, οι οποίοι στόχευαν και συνεχίζουν να στοχεύουν στην αποκατάσταση του καπιταλισμού, στην υπονόμευση και τον αποκλεισμό της παγκόσμιας επανάστασης [..]».
Σε αυτή την κατεύθυνση, του ξεκαθαρίσματος με το ρεβιζιονιστικό παρελθόν, όμως, έκανε και λάθη, που σε ορισμένο βαθμό αναπόφευκτα έκαναν οι αντιρεβιζιονιστές της εποχής του, βρίσκοντας «καταφύγιο», λόγω της προγραμματικής τους υστέρησης, στην αντιπαράθεση που ανέπτυσσε ο Μάο με τους ηγέτες του Κρεμλίνου, υπερασπιζόμενος το σοβιετικό παρελθόν της σοσιαλιστικής οικοδόμησης στα λόγια και «υπό όρους», ενώ στην πράξη έφάρμοζε κι αυτός αντεπαναστατικά μέτρα που σταματούσαν τη σοσιαλιστική οικοδόμηση, παλινόρθωναν τον καπιταλισμό και ενίσχυαν θεωρητικά και προγραμματικά τη δική του εκδοχή του ρεβιζιονισμού. Επηρεασμένος από τη «Νέα Δημοκρατία» του Μάο, το πρόγραμμα της πρώτης κυβέρνησης μετά τη νίκη της επανάστασης στην Κίνα, ο Γκουσμάν πίστευε ότι η «εθνική αστική τάξη» θα είχε μια θέση κάτω από τον ήλιο της περουβιανής λαϊκής δημοκρατίας (έστω στο αστικοδημοκρατικό της στάδιο, όπως αντιλαμβανόταν το λαϊκό πόλεμο στην ύπαιθρο) που οραματιζόταν, παρότι δεν θα έπρεπε να έχει θέση στη νέα λαϊκή εξουσία. Ελεγε χαρακτηριστικά σε συνέντευξή του:
«Τα χαρακτηριστικά της (σ.σ της Λαϊκής Δημοκρατίας) είναι ουσιαστικά εκείνα μιας από κοινού δικτατορίας. Επιμένω σε αυτό, γιατί στο Περού πρέπει να σκεφτούμε σοβαρά το πρόβλημα του κράτους και να το αναλύσουμε από τη σκοπιά του μαρξισμού-λενινισμού-μαοϊσμού. Και το πρώτο πράγμα που μας δημιουργεί το πρόβλημα του Κράτους είναι το ζήτημα του κρατικού συστήματος ή το είδος της ταξικής δικτατορίας που ασκείται. Στην περίπτωσή μας, πρόκειται για από κοινού δικτατορία. Επί του παρόντος, πρόκειται για δικτατορία τριών μόνο τάξεων, του προλεταριάτου, της αγροτιάς και των προοδευτικών (η μικροαστική τάξη). Η εθνική αστική τάξη δεν συμμετέχει, αλλά σεβόμαστε τα δικαιώματά της, αυτό κάνουμε. Το κυβερνητικό σύστημα που προέρχεται από τα παραπάνω είναι ένα σύστημα που βασίζεται σε Λαϊκές Συνελεύσεις. Πώς το κάνουμε αυτό στην πράξη; Ως Επιτροπές. Και αυτές οι Λαϊκές Επιτροπές συγκεντρωμένες σχηματίζουν Περιοχές Βάσης και το άθροισμα των Περιοχών Βάσης αποτελεί τη “Νέα Δημοκρατική” (σ.σ.: διαβάζεται ως επιθετικός προσδιορισμός που παραπέμπει στο πρόγραμμα της Νέας Δημοκρατίας στη Κίνα του Μάο) Λαϊκή Δημοκρατία. Αυτό ξεδιπλώνουμε και θα ξεδιπλώνουμε μέχρι το τέλος της δημοκρατικής επανάστασης».
Δεν συνειδητοποιούσε ότι «εθνική αστική τάξη» (μια αστική τάξη που θα είχε προοδευτικό ιστορικό ρόλο όπως στη μεγάλη γαλλική αστική επανάσταση) δεν υπήρχε πλέον. Συνολικά η αστική τάξη του Περού (και γενικά η αστική τάξη στις εξαρτημένες χώρες μέσου επιπέδου καπιταλιστικής ανάπτυξης και στις πρώην αποικίες) ήταν συνδεδεμένη με τον διεθνή καπιταλιστικό καταμερισμό της εργασίας και βέβαια σε καμία περίπτωση δεν υπήρχαν βιομήχανοι, μεσαίοι ή μικροί βιοτέχνες και έμποροι, που θα έβλεπαν με συμπάθεια τον αγώνα του «Φωτεινού Μονοπατιού» εναντίον του περουβιανού αστικού κράτους. Ο γιάνκικος ιμπεριαλισμός ήταν γι’ αυτούς η εγγύηση της σωτηρίας τους από το «Φωτεινό Μονοπάτι».
Παρά τις προγραμματικές αυτές αδυναμίες και ελλείψεις, απόρροια του προσανατολισμού του στον μαοϊσμό, ο Γκουσμάν διείδε ότι την πτώση της δεκάχρονης δικτατορίας του στρατού, που διακυβερνούσε το Περού τη δεκαετία του ’70, θα διαδεχόταν μια ανίσχυρη αστική κυβέρνηση που δεν θα μπορούσε να πατρονάρει δημαγωγικά τη φτωχολογιά στην ύπαιθρο, ούτε να την ελέγξει στρατιωτικά άμεσα. Το κομμουνιστικό κόμμα μπορούσε να εκμεταλλευτεί το κενό εκπροσώπησης και το έπραξε άμεσα.
Το ΚΚΠ ξεκίνησε αντιεκλογική καμπάνια στις πρώτες εκλογές του ’80, σε συνδυασμό με καταδρομικές επιθέσεις εναντίον αξιωματούχων, αστυνομικών δυνάμεων και των μπράβων των μεγάλων γαιοκτημόνων στο Αγιακούτσο, την κατεξοχήν φτωχή και αγροτική περιφέρεια του Περού, που θα συνιστούσε το προπύργιο της δράσης του αντάρτικου. Στο Περού και στις περισσότερες χώρες της Νότιας Αμερικής ο πληθυσμός στην ύπαιθρο διοικείται ακόμη και σήμερα με το μαστίγιο, ειδικά ο ιθαγενής πληθυσμός που συνιστά μεγάλο κομμάτι της φτωχολογιάς. Οι μεγάλες πόλεις στη Νότια Αμερική μπορεί να μοιάζουν αρκετά με τις μεγάλες ευρωπαϊκές πόλεις (πλην των τεράστιων παραγκουπόλεων που διαθέτουν, στις οποίες καταλήγει η φτωχολογιά της υπαίθρου όταν ξεκληρίζεται από τα χωριά της), δεν έχουν καμία σχέση, όμως, με τα χωριά και την ύπαιθρο που ακόμη και σήμερα υπάρχουν ημιφεουδαρχικά δεσμά. Τα συνθήματα υπέρ της κατάσχεσης της γης των μεγάλων γαιοκτημόνων, η αποτελεσματικότητα των ανταρτών, παρέσυραν αμέσως τη φτωχολογιά στις γραμμές του.
Ο αντάρτικος στρατός είχε ήδη μια ισχυρή δύναμη πυρός όταν το αστικό κράτος άρχισε να συγκροτεί ισχυρά στρατιωτικά αποσπάσματα. Το 1982-84 το αντάρτικο πέρασε από τις καταδρομικές επιθέσεις σε έναν ακατασίγαστο πόλεμο φθοράς, με συνεχείς ελιγμούς, για την αντιμετώπιση των στρατιωτικών μονάδων. Το «Φωτεινό Μονοπάτι» επέκτεινε τη δράση μέχρι τις αρχές του ‘90 στα 2/3 της χώρας. Η αντάρτικη δράση άρχισε να εμφανίζεται και στις πόλεις και την ίδια την πρωτεύουσα Λίμα, αλλά έχοντας συμπληρωματικό χαρακτήρα.
Ο Γκουσμάν έλεγε ότι ο στόχος του «Φωτεινού Μονοπατιού» ήταν να παρασύρει τους εργάτες σε ταξικό αγώνα (συμμετοχή στα συνδικάτα, σε απεργιακούς και πολιτικούς αγώνας) εναντίον του καθεστώτος και την κατάλληλη στιγμή, όταν το αντάρτικο πολιορκούσε ασφυκτικά τις πόλεις, να πυροδοτηθεί η εξέγερση στις πόλεις.
Στην αντιπέρα όχθη, οι ρεβιζιονιστές που βρίσκονταν κυρίως στις πόλεις, χωρίς καμία συμμετοχή στο αντάρτικο, προσκυνούσαν το καθεστώς, αποκαλώντας τον Γκουσμάν «Πολ-Ποτ», σφαγέα, τυχοδιώκτη, μιλιταριστή και άλλα άθλια, τα όποια σήμερα έχουν γίνει η επίσημη θέση των διαφόρων «αναλυτών» και αστών ιστορικών που συμπληρώνουν τα εμέσματά τους περί δήθεν γενοκτονίας, σβήνοντας τις θηριωδίες του καθεστώτος σε βάρος του λαού του Περού. Θα αναφέρουμε μόνο μια πλευρά της αιματηρής καταστολής των πολιτικών κρατούμενων στις 19 Ιούλη του 1986. Μετά από μια σειρά από εξεγέρσεις στις φυλακές του Περού, στις 18 Ιούλη το καθεστώς εξαπέλυσε το στρατό με τα μυδράλια, σκοτώνοντας 224 φυλακισμένους μέσα σε μια μέρα!
Το 1990, ο νεοκλεγείς πρόεδρος Αλμπέρτο Φουχιμόρι έλαβε πραξικοπηματικά έκτακτες υπερεξουσίες και με την ενίσχυση των ΗΠΑ άρχισε την άγρια τρομοκρατία σε όλο το Περού. Τα 3/4 του Περού βρίσκονταν σε κατάσταση πολιορκίας από το στρατό. Η προπαγάνδα και οι επιθέσεις του «Φωτεινού Μονοπατιού» άρχισαν να εντείνονται, αλλά τελικά το αστικό στρατόπεδο νίκησε. Ο Γκουσμάν συνελήφθη μαζί με άλλα στελέχη του κόμματος το ’92, σε μεσοαστικό προάστιο της Λίμα. Για να τον διαπομπεύσουν τον έσερναν σε κλουβί, φορώντας του στολή με άσπρες και μαύρες ρίγες σαν να ήταν ληστής στο Τέξας. Ο Γκουσμάν, όμως, παρέμενε αλύγιστος και συνεχώς ξεφτίλιζε τους διώκτες του σε κάθε ευκαιρία.
Αφότου ο Φουχιμόρι αποσύρθηκε από την πολιτική σκηνή, έχοντας φροντίσει να περάσει όλους τους νόμους που θα τον αθώωναν για τα εγκλήματά του (φυλακίστηκε για ένα σύντομο διάστημα, μεταξύ άλλων κατηγορούμενος και για εγκλήματα διαφθοράς: όπως κάθε δικτάτορας που σέβεται τον εαυτό του, έβαλε αρκετά βαθιά το χέρι στο μέλι), ο Γκουσμάν πέρασε ξανά από δίκη. Το 2004, οι «δημοκράτες» του Περού θέλησαν να βάλουν κάμερες, αλλά όταν ο Γκουσμάν βροντοφώναξε: «Ζήτω το Κομμουνιστικό Κόμμα του Περού! Τιμή και δόξα στον μαρξισμό-λενινισμό-μαοϊσμό! Τιμή και δόξα στον περουβιανό λαό! Ζήτω οι ήρωες του λαϊκού πολέμου!», ένα πέπλο σιωπής τον σκέπασε για πάντα.
Τιμή και δόξα σε αυτούς που οι πράξεις τους θα μένουν για πάντα πιο «ηχηρές» από τη σιωπή που τους επέβαλαν.