Ανεξάρτητα από οπαδική προτίμηση, η συντριπτική πλειοψηφία των ποδοσφαιρόφιλων συμφωνεί ότι η ποιότητα των ελληνικών πρωταθλημάτων βρίσκεται σε πτωτική τάση. Το θέαμα που προσφέρουν οι ομάδες είναι από κακό μέχρι μέτριο και το κολλύριο είναι απαραίτητο για την παρακολούθηση των περισσότερων αγώνων του πρωταθλήματος. Η άποψη περί συνεχιζόμενης υποβάθμισης της ποιότητας του ελληνικού ποδοσφαίρου επιβεβαιώνεται από την τελευταία μηνιαία έκθεση που δημοσιοποίησε το Διεθνές Παρατηρητήριο του Ποδοσφαίρου (CIES Football Observatory). Τα ευρήματα και συμπεράσματα της έκθεσης βασίζονται στην επεξεργασία μιας σειράς παραμέτρων και δεικτών των ευρωπαϊκών πρωταθλημάτων, στη διάρκεια της τελευταίας διετίας (Σεπτέμβρης 2015 – Αύγουστος 2017).
Οπως θα δούμε στη συνέχεια, σε μια σειρά παραμέτρους που έχουν σχέση με την ποιότητα και το θέαμα που προσφέρει ένας ποδοσφαιρικός αγώνας το ελληνικό πρωτάθλημα είναι κάτω από το μέσο όρο. Ξεκινάμε από το ποσοστό ακρίβειας στις μεταβιβάσεις της μπάλας και φτάνουμε στην 30ή θέση (στην έκθεση του CIES περιλαμβάνονται 35 ευρωπαϊκά πρωταθλήματα) για να βρούμε το ελληνικό πρωτάθλημα. Η μέση ακρίβεια στις πάσες (78,3%) είναι χαμηλότερη από τον μέσο όρο (79,7%). Οσοι έχουν παίξει έστω και λίγο μπάλα μπορούν να καταλάβουν τη βαρύτητα που έχουν οι σωστές πάσες για τον ρυθμό και τη σωστή ανάπτυξη του παιχνιδιού μιας ομάδας. Λάθος πάσα σημαίνει κατοχή της μπάλας από τον αντίπαλο και αν αυτό γίνεται και από τις δυο ομάδες σημαίνει ένα κλασικό παιχνίδι του ελληνικού πρωταθλήματος. Στην πρώτη θέση βρίσκεται η Ιταλία με 82.4%, ακολουθεί η Γαλλία με 82.2% και την τριάδα κλείνει η Σουηδία με 80%.
Λίγο καλύτερη είναι η κατάσταση στον δείκτη για τις πάσες που αλλάζουν ανά λεπτό κατοχής της μπάλας, ο οποίος έχει άμεση σχέση με την ταχύτητα και τον ρυθμό που παίζει η κάθε ομάδα. Το ελληνικό πρωτάθλημα βρίσκεται στην 22η θέση με επίδοση 17,5 πάσες, οριακά κάτω από το μέσο όρο (17,55). Δεν είναι λίγες οι φορές που παρακολουθώντας ένα αγώνα της Super League έχουμε σχολιάσει ότι οι παίχτες είναι λίγο πιο γρήγοροι από το replay και μπορούμε να παρηγορηθούμε αφού υπάρχουν και χειρότερα. Στην πρώτη θέση σε αυτόν τον δείκτη βρίσκεται η Γερμανία με 18,21 πάσες, στη δεύτερη θέση η Γαλλία με 18,17 και στην τρίτη η Ιταλία με 18,12 πάσες.
Αν δεχτούμε ότι το γκολ είναι η πεμπτουσία του ποδοσφαίρου, ήρθε η ώρα να μελαγχολήσουμε (ίσως κάποιοι να το έχουν κάνει ήδη). Στη λίστα με τον αριθμό των γκολ που επιτυγχάνονται ανά παιχνίδι, φτάνεις στην 34η, δηλαδή την προτελευταία θέση, για να βρεις το ελληνικό πρωτάθλημα, των 2,25 γκολ ανά ματς, με τον μέσο όρο να καταγράφεται στα 2,6 γκολ. Στην κορυφή της λίστας βρίσκεται το ελβετικό πρωτάθλημα με 3,14, και ακολουθούν το ολλανδικό με 2,98 και το σουηδικό με 2,94 γκολ. Για όσους αντέχουν κλείνουμε με το πόσο συχνά μπαίνει γκολ. Στον συγκεκριμένο δείκτη, το ελληνικό πρωτάθλημα είναι στην 31η θέση: γκολ ανά 22'.48'' παιχνιδιού, επίδοση κατά πολύ χαμηλότερη του μέσου όρου (20'.32'').
Αν και οι αριθμοί μιλούν από μόνοι τους, αξίζει να συνδέσουμε τα ευρήματα της έκθεσης με τη γενικότερη εικόνα του ελληνικού ποδοσφαίρου, η οποία βρίσκεται σε απόλυτη αναλογία με την απαξιωτική εικόνα που αποκομίζουν γι’ αυτό όσοι διαβάσουν την έκθεση του CIES. Ας σκεφτούμε λίγο την εικόνα στα περισσότερα ελληνικά γήπεδα, με τους αγωνιστικούς χώρους να θυμίζουν χωράφι, ιδιαίτερα όταν έχει βρέξει, το πολύ κακό επίπεδο της διαιτησίας, που έχει μετατραπεί σε «εργαλείο» της ποδοσφαιρικής «παράγκας» για να ελέγχει και να δρομολογεί εξελίξεις στο ελληνικό ποδόσφαιρο, το μέτριο έως κακό επίπεδο της πλειοψηφίας των ξένων ποδοσφαιριστών που αγωνίζονται στις ελληνικές ομάδες (οι ελάχιστες εξαιρέσεις απλά επιβεβαιώνουν τον κανόνα) και τη λογική της αρπαχτής, που είναι κυρίαρχη στις τάξεις των «ανιδιοτελών εργατών» του ελληνικού ποδοσφαίρου, μπορούμε να κατανοήσουμε πλήρως τα απογοητευτικά αποτελέσματα της έκθεσης του CIES.
Ολα τα παραπάνω, εκτός από την επιβεβαίωση της συνεχιζόμενης απαξίωσης του ελληνικού ποδοσφαίρου, εξηγούν και τον τρόπο με τον οποίο αγωνίζονται οι περισσότερες ελληνικές ομάδες αλλά και η εθνική ομάδα. Η αδυναμία (για να μην πούμε η ανικανότητα) των ομάδων να παίξουν ποιοτικό, γρήγορο και με σωστή ανάπτυξη ποδόσφαιρο τις αναγκάζει να επιλέξουν την άμυνα και να προσπαθούν να κλέψουν και όχι να κερδίσουν τον αγώνα. Μόνο τυχαίο δεν πρέπει να θεωρείται το γεγονός ότι οι περισσότερες επιτυχίες της Εθνικής, με αποκορύφωμα την κατάκτηση του ευρωπαϊκού πρωταθλήματος το 2004 και οι περισσότερες (από τις σπάνιες) προκρίσεις των ελληνικών ομάδων στις ευρωπαϊκές διοργανώσεις, έχουν επιτευχθεί όταν είναι αουτσάιντερ, παίζοντας «σκληρή» άμυνα.
Δυστυχώς για όσους συνεχίζουμε να ασχολούμαστε και να παρακολουθούμε το ελληνικό ποδόσφαιρο, δεν υπάρχουν περιθώρια αισιοδοξίας. Η αλλαγή της σημερινής κατάστασης προϋποθέτει τον σχεδιασμό ενός άλλου ποδοσφαιρικού μοντέλου, που θα προσπαθήσει ξεκινώντας από τις ακαδημίες των ομάδων και το ερασιτεχνικό ποδόσφαιρο να αλλάξει το σημερινό DNA του ποδοσφαίρου μας. Ομως αυτός ο σχεδιασμός, για να υλοποιηθεί, απαιτεί αφενός σημαντικές οικονομικές επενδύσεις και αφετέρου να πάψει να κυριαρχεί στο ελληνικό ποδόσφαιρο η λογική της αρπαχτής και του εύκολου κέρδους. Στο ερώτημα «υπάρχει φως στο τούνελ;» η απάντηση είναι όχι. Και αν κάποιος βλέπει κάτι φωτεινό να πλησιάζει, θα πρέπει να απομακρυνθεί άμεσα, γιατί είναι το τρένο που έρχεται…
Κος Πάπιας
papias@eksegersi.gr
Με αμείωτη ένταση συνεχίζεται η αντιπαράθεση ανάμεσα σε Μαρινάκη και Μελισσανίδη για τον έλεγχο της «παράγκας». Σχεδόν κάθε βδομάδα, μετά την ολοκλήρωση της αγωνιστικής, οι δυο πλευρές με ανακοινώσεις ή με δηλώσεις κορυφαίων στελεχών τους σχολιάζουν τη διαιτησία και αλληλοκατηγορούνται για προσπάθεια αλλοίωσης του αποτελέσματος. Με δεδομένο το μέτριο έμψυχο υλικό των μεγάλων ομάδων, που έχει σαν αποτέλεσμα να έχουν κάνει αρκετές «γκέλες» μέχρι τώρα, οι διοικήσεις του Ολυμπιακού και της ΑΕΚ προσπαθούν να αποποιηθούν τις ευθύνες τους και να τις μεταθέσουν σε άλλους. Προσπαθούν να πείσουν ότι η άσχημη αγωνιστική πορεία των ομάδων τους οφείλεται στον πόλεμο που δέχονται από το παρασκήνιο και τις «σκοτεινές» δυνάμεις και καλούν τους οπαδούς τους αντί να γκρινιάζουν και να αμφισβητούν τις αποφάσεις της διοίκησης, να συσπειρωθούν δίπλα της για να αντιμετωπίσουν την επίθεση που δέχεται η ομάδα.
Δεν είναι η πρώτη φορά στην ιστορία του επαγγελματικού ποδοσφαίρου που δυο μεγαλοκαπιταλιστές ιδιοκτήτες ομάδων κονταροχτυπιούνται για τον έλεγχο της «παράγκας», είναι όμως η πρώτη που ο πόλεμος γίνεται δημόσια και οι δυο μονομάχοι όχι μόνο δεν κάνουν τίποτα για να τον κρύψουν, αλλά αντίθετα φροντίζουν να τον κρατούν στο προσκήνιο.
Μια εύκολη εξήγηση είναι ότι βρισκόμαστε σε μια παρατεταμένη μεταβατική περίοδο και επειδή είχε δρομολογηθεί πλήρως η διάδοχη κατάσταση (οι αλλαγές στην ηγεσία της ΕΠΟ επιβλήθηκαν από τη ΦΙΦΑ και την ΟΥΕΦΑ), η αντιπαράθεση έχει πιο έντονα χαρακτηριστικά σε σχέση με αντίστοιχες του παρελθόντος. Χωρίς να παραγνωρίζουμε ότι το επιχείρημα έχει βάση, θεωρούμε ότι ταυτόχρονα με τον έλεγχο του ποδοσφαίρου οι δυο καπιταλιστές πολεμούν και για την προάσπιση των επιχειρηματικών τους συμφερόντων, γεγονός που τους κάνει να μην έχουν κανέναν ενδοιασμό για τα μέσα που θα χρησιμοποιήσουν. Προς το παρόν, κανένας από τους δυο δεν έχει καταφέρει να επιβάλει τους όρους του και όλα δείχνουν ότι η μεταβατική περίοδος θα συνεχιστεί, με τις δυο ομάδες να καταγράφουν νίκες και ήττες (απώλειες στο βαθμολογικό πίνακα).
Αν ψάξουμε να βρούμε τον μέχρι στιγμής νικητή, το όνομα αυτού είναι Ιβάν Σαββίδης, αφού ο ΠΑΟΚ είναι στην κορυφή του βαθμολογικού πίνακα. Ο Σαββίδης με την εκλογή Γραμμένου εξασφάλισε ότι ο ΠΑΟΚ δεν κινδυνεύει από εξωαγωνιστικές «τρικλοποδιές» και μέχρι στιγμής αρκείται να βλέπει τους Μαρινάκη και Μελισσανίδη να αλληλοεξουδετερώνονται. Είναι όμως βέβαιο, ότι αν αισθανθεί κίνδυνο θα αντιδράσει, οπότε η εξίσωση θα γίνει πιο δύσκολη και η διαμάχη μεταξύ τους εντονότερη.
Οταν έκλεισε η ύλη της εφημερίδας δεν ήταν γνωστό το αποτέλεσμα του αγώνα Μπαρτσελόνα-Ολυμπιακός. Αν οι ερυθρόλευκοι έχουν αποφύγει τη συντριβή, αυτό δε θα οφείλεται στη βοήθεια εξ ουρανού, αλλά στο γεγονός ότι ο προπονητής της καταλανικής ομάδας, Ερνέστο Βαλβέρδε, ξέρει να τιμάει το ψωμί που έφαγε στον Πειραιά.