Η δυσάρεστη είδηση του θανάτου του Σόκρατες μας δίνει τη δυνατότητα ν’ ασχοληθού-με με το πραγματικό ποδόσφαιρο και να ξεφύγουμε από τη σαπίλα και τη βρομιά του επαγγελματικού ποδοσφαίρου. Θα μπορούσαμε να τον αποκαλέσουμε ποδοσφαιριστή, ιδιόμορφο, γιατρό, επαναστάτη, καλλιτέχνη, βιρτουόζο, πολιτικό ον, ηγέτη, αυτοκαταστροφικό και θα είχαμε αρκετά επιχειρήματα για να στηρίξουμε κάθε μία από τις παραπάνω ιδιότητες. Πολύ απλά, γιατί με τις πράξεις του και τη γεμάτη δράση και πάθη ζωή του άφησε το στίγμα του σε ό,τι κι αν καταπιάστηκε. Αποτελεί μια από τις σπάνιες περιπτώσεις που ένα αθλητικό πρόσωπο μας δίνει τη δυνατότητα να προβάλουμε το ποδόσφαιρο της πολιτικοποίησης και της αντίστασης. Αν και αθλητική η στήλη, θα μας απασχολήσουν πολύ λίγο αυτά που έκανε εντός των αγωνιστικών χώρων. Οχι γιατί είναι αμελητέα και ανάξια αναφοράς, αλλά γιατί ο Σόκρατες, ως ποδοσφαιριστής – πολιτικό ον, παρουσιάζει μεγαλύτερο ενδιαφέρον. Αλλωστε, όποιος ενδιαφέρεται να δει τα σπάνιας ομορφιάς γκολ που πέτυχε στο Μουντιάλ της Ισπανίας το 1982, κόντρα στη Ρωσία του Ντασάεφ και στην Ιταλία του Τζοφ, είναι εύκολο να τα βρει στο διαδίκτυο.
Ο Σόκρατες είναι η πιο ενδιαφέρουσα ποδοσφαιρική προσωπικότητα της Βραζιλίας, μάλλον και του παγκόσμιου ποδοσφαίρου, αφού σε αντίθεση με τους παχυλούς τραπεζικούς λογαριασμούς και τον καθωσπρεπισμό του Πελέ και άλλων είχε να επιδείξει το πάθος του για το τσιγάρο και το αλκοόλ και τους αγώνες του υπέρ της δημοκρατίας και της κοινωνικής δικαιοσύνης. Ηταν ο πρωτότοκος γιος μιας πάμφτωχης οικογένειας, ενταγμένης όμως στο κομμουνιστικό κίνημα της Βραζιλίας. Ο ίδιος έλεγε πως θυμάται τον πατέρα του να καίει τα βιβλία των μπολσεβίκων, μόλις έγινε το πραξικόπημα της στρατιωτικής χούντας. Γι’ αυτό και, σε αντίθεση με αρκετές περιπτώσεις ποδοσφαιριστών που κατάφεραν να βγουν από τη φτώχεια εξαιτίας της μπάλας, ο πρώτος σταθμός της δικής του ζωής ήταν η αποφοίτησή του από την Ιατρική Σχολή. Υπέγραψε το πρώτο του συμβόλαιο στη Μποταφόγκο μετά την απόκτηση του πτυχίου του, το 1978. Από τα πρώτα του ποδοσφαιρικά βήματα απέδειξε ότι είναι διαφορετικός από τον κλασικό ποδοσφαιριστή. Στο τέλος του 1978 πήρε μεταγραφή για την Κορίνθιανς, συνεχίζοντας παράλληλα τις μεταπτυχιακές του σπουδές στην αθλητιατρική. Σύντομα ήρθε σε κόντρα με τους οπαδούς της ομάδας, εξαιτίας της άρνησής του να πανηγυρίζει έντονα τα γκολ του. Οι οπαδοί διαμαρτυρήθηκαν στον πρόεδρο της ομάδας, αυτός «έπεισε» τον Σόκρατες να γίνει πιο διαχυτικός και τότε λανσάρισε έναν πανηγυρισμό-παρωδία, πέφτοντας στα γόνατα και υψώνοντας τα χέρια στον ουρανό.
Πολύ γρήγορα η σχέση του με τους οπαδούς αποκαταστάθηκε και έγινε ο παίχτης-σημαία της ομάδας, κυρίως λόγω της εξωαγωνιστικής του δράσης. Η Κορίνθιανς ήταν η εργατική ομάδα του Σάο Πάουλο, που ιδρύθηκε από μια ομάδα μεταναστών εργατών το 1910, μια εποχή που το ποδόσφαιρο ήταν ένα ελιτίστικο άθλημα που παιζόταν μόνο από απόγονους Βρετανών ή από κόσμο που εργαζόταν σε βρετανικές εταιρίες, γι’ αυτό και ο Σόκρατες δεν δυσκολεύτηκε να δημιουργήσει τη «Democracia Corinthiana» («Δημοκρατία της Κορίνθιανς»). Με υπόβαθρο την αριστερή βάση των φιλάθλων και τη φιλελεύθερη διοίκηση, ο Σόκρατες και οι συμπαίκτες του θέσπισαν ένα διαφορετικό σύστημα διοίκησης του συλλόγου, που προέβλεπε ψηφοφορία για κάθε απόφαση, ανεξαρτήτως σημασίας. Για απλά θέματα, όπως η ώρα του γεύματος, μέχρι σημαντικά, όπως η πρόσληψη ή η απόλυση κάποιου ανθρώπου, απαιτούνταν ψηφοφορία, στην οποία συμμετείχαν απαράβατα όλοι οι εργαζόμενοι στο σύλλογο, ενώ κάθε ψήφος είχε την ίδια βαρύτητα (από το φροντιστή της ομάδας μέχρι τον πρόεδρο).
Η «Democracia Corinthiana» δεν περιορίστηκε στα εσωτερικά της Κορίνθιανς. Πολύ συχνά οι παίχτες της «τιμάο» τύπωναν στις φανέλες τους, αντί για χορηγούς, πολιτικά μηνύματα υπέρ της δημοκρατίας (η Βραζιλία ήταν τότε υπό στρατιωτικό καθεστώς), ενώ κάποιες εμφανίσεις είχαν τα νούμερα και τα γράμματα αναποδογυρισμένα, σε ένδειξη διαμαρτυρίας για το καθεστώς και την κοινωνική κατάσταση. Το 1982, η «τιμάο» κατακτά το πρωτάθλημα Παουλίστα, με τους ποδοσφαιριστές στο τελευταίο παιχνίδι της σεζόν να φορούν φανέλα με τη λέξη «δημοκρατία» στην πλάτη. Για το γεγονός αυτό ο Σόκρατες αναφέρει: «Ισως ήταν η πιο τέλεια στιγμή που έχω βιώσει. Είμαι σίγουρος πως ισχύει το ίδιο για το 95% των συμπαικτών μου. Ηταν η σπουδαιότερη ομάδα που έχω αγωνιστεί ποτέ, επειδή επρόκειτο για κάτι περισσότερο από ποδόσφαιρο. Οι πολιτικές νίκες μου είναι πιο σημαντικές απ’ αυτές ως επαγγελματίας παίκτης. Ενα παιχνίδι τελειώνει σε 90 λεπτά, όμως η ζωή συνεχίζεται». Παρά τις αφόρητες πιέσεις του στρατιωτικού καθεστώτος, που απει- λούσε με σκληρές συνέπειες, την τριετία 1982-84 ηχούσε παντού το σύνθημα «νίκη ή ήττα, αλλά πάντα δημοκρατικά» και η Κορίνθιανς κατακτά τον πολιτειακό τίτλο το 1982 και το 1983, αποπληρώνοντας όλα τα χρέη της και δημιουργώντας ένα σημαντικό αποθεματικό.
Το 1984, ο Σόκρατες είναι πλέον ένας θρύλος στη χώρα. Είναι ο αρχηγός της «σελεσάο» του 1982, της μοναδικής ομάδας που μπορεί να συγκριθεί μ’ αυτή του 1970 κι ας μην κατάκτησε τον τίτλο στα γήπεδα της Ισπανίας. Είναι ο αρχηγός που έδωσε το «δεκάρι» στον Ζίκο, δηλώνοντας πως εκείνος είναι ο «βασιλιάς» της ομάδας, κρατώντας για τον εαυτό του το «οχτάρι» και το ρόλο του «πρίγκιπα», όπως έλεγε γελώντας, αποδεικνύοντας έτσι πως γι’ αυτόν το ποδόσφαιρο είναι πάνω απ’ όλα ένα παιχνίδι συλλογικό, στο πλαίσιο του οποίου αναδεικνύεται η ατομικότητα και το ταλέντο του καθένα. Ολόκληρη η ποδοσφαιρόφιλη ανθρωπότητα έχει υποκλιθεί στο ταλέντο του «γιατρού», που με το πανύψηλο κορμί του, το αρχοντικό στιλ παιχνιδιού και τα συνεχή «τακουνάκια» γεμίζει το γήπεδο, αλλά και στην έντονη προσωπικότητά του, που τον κάνει να ξεχωρίζει από οποιονδήποτε άλλο μεγάλο ποδοσφαιριστή του παρόντος και του παρελθόντος. Η κατάσταση στη χώρα είναι έκρυθμη. Σε μία πολιτική συγκέντρωση, μπροστά σε 1.500.000 κόσμο, ο Σόκρατες παίρνει το μικρόφωνο και αποθεώνεται, όταν υπόσχεται πως θα απορρίψει κάθε πρόταση μεταγραφής από την Ιταλία, εάν η Βουλή περάσει τη συνταγματική αναθεώρηση που προέβλεπε μεταξύ άλλων ελεύθερες εκλογές.
Η συνταγματική αναθεώρηση δεν έγινε και ο Σόκρατες αναχωρεί για την Ιταλία και τη Φιορεντίνα, όπου δεν αργεί να έρθει σε πλήρη ρήξη με την αγριανθρωπική νοοτροπία του επαγγελματικού ποδοσφαίρου. Αυτός θέλει να πίνει ελεύθερα το ποτό του και να σβήνει το τελευταίο τσιγάρο λίγο πριν πατήσει τον αγωνιστικό χώρο κι όχι να μετατραπεί σε μια μηχανή που θα παράγει θέαμα για να το πουλάνε οι καπιταλιστές (είναι χαρακτηριστικό ότι αυτός, ο αρχηγός της εθνικής Βραζιλίας, ποτέ δεν απέκτησε ατζέντη). Κάνει μια ανεπιτυχή προσπάθεια να δημιουργήσει μια «Democracia Fiorentina» (η συντριπτική πλειοψηφία των συμπαικτών του τον απομόνωσε). Eρχεται σε πλήρη αντίθεση με τη φιλοσοφία του ιταλικού πρωταθλήματος και ένα χρόνο αργότερα επιστρέφει στη Βραζιλία. Η φθίνουσα πορεία έχει αρχίσει. Το σύγχρονο επαγγελματικό ποδόσφαιρο δεν χωράει τη λογική του Σόκρατες. Η «Democracia Corinthiana» ήταν μια σύντομη παρένθεση, ένα καλοκαίρι ουτοπίας, ίσα-ίσα για να μας θυμίζει πώς θα είναι το ποδόσφαιρο του μέλλοντος, το ποδόσφαιρο της κομμουνιστικής κοινωνίας.
Το 1989 σταματάει ουσιαστικά την ποδοσφαιρική του καριέρα. Δουλεύει πλέον ως γιατρός, όμως συνεχίζει ν’ αγωνίζεται για τα δικαιώματα των παιχτών. Ερχεται σε αντιπαράθεση με το Εργατικό Κόμμα (το κόμμα του Λούλα και της σημερινής προέδρου της Βραζιλίας), το οποίο δεν αποδέχεται τους ποδοσφαιριστές ως εργαζομένους, διατηρεί στήλη σε βδομαδιάτικο πολιτικό περιοδικό και είναι πολιτικός ακτιβιστής, αρνούμενος όμως να κατέβει στον εκλογικό στίβο. Ο Σόκρατες ποτέ δεν έκρυψε την αγάπη του για τρία πρόσωπα, τα ονόματα των οποίων έδωσε στα παιδιά του: Τσε (Γκεβάρα), Φιδέλ (Κάστρο) και Τζον (Λένον). Γράφεται κατά κόρον, ότι πρόωρα στον τάφο τον έστειλαν οι δυο άλλες δυνατές αγάπες του, ο καπνός και το αλκοόλ. Μιλώντας ιατρικά, έτσι είναι. Ας σκεφτούμε, όμως, πριν βιαστούμε να κρίνουμε επιφανειακά, πόση δυστυχία βιώνουν τέτοιοι άνθρωποι, ταλαντούχοι, παρορμητικοί, με όνειρα και σχέδια για τη ζωή, όταν συνθλίβονται από την καπιταλιστική βαρβαρότητα, χωρίς να καταφέρνουν να βρουν μια ασφαλή διέξοδο στην οργανωμένη επαναστατική δράση. Ας σκεφτούμε πώς θέρισε η ηρωίνη και το αλκοόλ την αφρόκρεμα των τεράστιων μαύρων μουσικών της μεταπολεμικής Αμερικής, που ήξεραν ότι γράφουν ξανά την ιστορία της μουσικής και ταυτόχρονα υπέφεραν από τις διακρίσεις και το ρατσισμό.
Τα ξημερώματα της περασμένης Κυριακής, ο Σόκρατες μπήκε στο νοσοκομείο και το επόμενο πρωί πέθανε, λίγες ώρες μετά την κατάκτηση από την Κορίνθιανς ενός τίτλου. Ενός λεπτού σιγή κρατιέται συχνά στα γήπεδα. Παίχτες, όμως, με σηκωμένες γροθιές γύρω από τη σέντρα δεν έχουν ξανασταθεί. Μόνο ο Σόκρατες θα μπορούσε να τιμηθεί μ’ έναν τέτοιο αποχαιρετισμό. Οσο για τους οπαδούς, που βίωναν παράξενα συναισθήματα, τον ξεπροβόδισαν φωνάζοντας «obrigado» («σου χρωστάμε»).
Κος Πάπιας
papias@yahoo.gr