Η αρχηγός της ποδοσφαιρικής ομάδας των ΗΠΑ, Μέγκαν Ραπίνο, ξεχώρισε στο πρόσφατο Μουντιάλ γυναικών για τις επιδόσεις της εντός του αγωνιστικού χώρου, αφού οδήγησε την ομάδα της στην κατάκτηση του τροπαίου και αναδείχτηκε η καλύτερη παίχτρια της διοργάνωσης. Καθώς βρέθηκε στο επίκεντρο της δημοσιότητας, της δόθηκε για μια ακόμη φορά η δυνατότητα να δείξει ότι είναι μια έντονη προσωπικότητα και εκτός γηπέδων. Εδώ και αρκετά χρόνια, υπερασπίζεται ένθερμα τα δικαιώματα της κοινότητας ΛΟΑΤΚΙ (από το 2012 έχει παραδεχτεί δημόσια ότι είναι ομοφυλόφιλη), μάχεται κατά του ρατσισμού και του σεξισμού και με κάθε ευκαιρία επιχειρηματολογεί υπέρ της ίσης αμοιβής για άνδρες και γυναίκες στο ποδόσφαιρο.
Στις συνεντεύξεις που έδωσε κατά τη διάρκεια του Μουντιάλ, εκτός από τις αναφορές της στα κοινωνικά δρώμενα, η Ραπίνο έβαλε στο στόχαστρο της κριτικής της και τον αμερικανό πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ. Αρχικά, σε ερώτηση δημοσιογράφου τι θα έλεγε στον Τραμπ αν βρισκόταν μπροστά του, έδωσε την εξής απάντηση: «Το μήνυμά σου είναι να περιθωριοποιείς και να αποκλείεις ανθρώπους. Αποκλείεις εμένα, αποκλείεις άτομα που μου μοιάζουν, αποκλείεις μαύρους, αποκλείεις Αμερικανούς που ίσως σε υποστήριξαν στις εκλογές. Διαλαλείς ότι θέλεις να κάνεις την Αμερική ξανά μεγάλη, αλλά αναφέρεσαι σε μια εποχή που δεν ήταν καλή για όλους –ίσως ήταν εξαιρετική για κάποιους, αλλά όχι για αρκετούς ώστε να την αναπολούμε. Εχεις μια απίστευτη ευθύνη ως πρόεδρος αυτής της χώρας να φροντίσεις όλους τους ανθρώπους της και πρέπει να κάνεις τη δουλειά σου καλύτερα για χάρη τους». Οταν ρωτήθηκε αν, σε περίπτωση θριάμβου στη διοργάνωση, η ίδια και οι συμπαίκτριές της θα επισκέπτονταν τον πρόεδρο των ΗΠΑ, χωρίς περιστροφές απάντησε: «Δεν πρόκειται να πάω στο γαμημένο Λευκό Οίκο».
Οπως συνηθίζει, ο Τραμπ της απάντησε με το συνηθισμένο ύφος του μέσω Τwitter: «Θα πρέπει πρώτα να ΝΙΚΗΣΕΙ προτού ΜΙΛΗΣΕΙ! Τέλειωσε πρώτα τη δουλειά! Δεν έχουμε ακόμα προσκαλέσει τη Μέγκαν ή την ομάδα. Η Μέγκαν θα ‘πρεπε να μην είναι ασεβής προς την πατρίδα της, το Λευκό Οίκο ή τη σημαία μας, καθώς έχουν γίνει τόσο πολλά για την ίδια και την ομάδα της. Να ‘σαι περήφανη για τη σημαία που υπάρχει στη φανέλα σου». Χωρίς να μασήσει τα λόγια της και σίγουρη για τον εαυτό της και την ομάδα της, πριν τον προημιτελικό η Ραπίνο του απάντησε: «Θα περίμενα να έχει καλύτερα και ουσιαστικότερα πράγματα να κάνει από το να μου γράψει λίστα για το τι πρέπει και δεν πρέπει να κάνω!». Λίγες μέρες μετά, έχοντας οδηγήσει την ομάδα της στην επόμενη φάση με δύο γκολ επί των Γαλλίδων, σε συνέντευξή της στο CNN, ζήτησε συγγνώμη για τη βρισιά με την οποία «στόλισε» τον Λευκό Οίκο, συνέχισε όμως να τη λέει στον Τραμπ τονίζοντας ότι δε θέλει καμία συνάντηση μαζί του στην προεδρική κατοικία: «Δε θα πήγαινα. Καμιά μας στην ομάδα δεν ενδιαφέρεται να μοιραστεί μαζί του (σ.σ.: με τον Τραμπ) τις επιτυχίες μας ή το βάθρο στο οποίο βρισκόμαστε και στο οποίο τόσο κοπιάσαμε να φθάσουμε, προκειμένου να ζούμε τη ζωή μας όπως θέλουμε. Δε θέλουμε να συνεργαστούμε ή να διαφθαρούμε από την κυβέρνηση αυτή. Δεν έχει κανένα νόημα να επιτρέψουμε στο Λευκό Οίκο να μας… μοστράρει. Υπάρχουν άλλοι άνθρωποι με τους οποίους θα προτιμούσα να συζητήσω, άνθρωποι που πραγματικά μπορούν να κάνουν τη διαφορά στην Ουάσινγκτον».
Αντίθετα με τη στάση της απέναντι στον Τραμπ, η Ραπίνο, έχοντας στο μεταξύ κατακτήσει το τρόπαιο, αποδέχτηκε εξ ονόματος της ομάδας της την πρόσκληση της βουλευτίνας των Δημοκρατικών, Αλεξάντρια Οκάσιο-Κορτές, για πανηγυρική επίσκεψη των πρωταθλητριών κόσμου στο Κογκρέσο, στην Ουάσινγκτον. Εκτός από την «ανταλλαγή απόψεων» με τον Τραμπ, η Ραπίνο διαμαρτυρήθηκε και έμπρακτα για την πολιτική του, με τη στάση της πριν από τους αγώνες, κατά τη διάρκεια ανάκρουσης του εθνικού ύμνου. Σε αντίθεση με τις συμπαίκτριές της που τραγουδούσαν τον ύμνο με το χέρι στην καρδιά, αυτή επέλεγε να κάθεται προσοχή και σιωπηλή. Σε σχετική ερώτηση απάντησε ότι η διαμαρτυρία της είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τον πατριωτισμό: «Στη χώρα μου υπάρχουν πολύ σοβαρές ανισότητες σε πάρα πολλούς και διαφορετικούς τομείς. Ναι, ίσως πρέπει να μιλήσουμε για τον τρόπο της διαμαρτυρίας. Ομως είναι πολύ πιο σοβαρή και άμεση η ανάγκη να μιλήσουμε για όλα αυτά που μας οδηγούν στη διαμαρτυρία. Για μια κυβέρνηση που φέρεται ρατσιστικά, στηρίζει τις ανισότητες και πολεμά την κοινότητα ΛΟΑΤΚΙ, τους μετανάστες και τους πιο ευάλωτους συμπολίτες μας»…
Με τη συγκεκριμένη επιλογή της γύρισε το χρόνο στο 2016, όταν πριν από ένα φιλικό ματς των ΗΠΑ με την Ταϊλάνδη, έγινε το πρώτο λευκό άτομο από το χώρο του αθλητισμού που γονάτισε κατά τη διάρκεια της ανάκρουσης του εθνικού ύμνου, σε ένδειξη συμπαράστασης στον Κόλιν Κέπερνικ. Ο Κέπερνικ, αθλητής του αμερικανικού φούτμπολ και ακτιβιστής, προκειμένου να διαμαρτυρηθεί για το συστηματικό ρατσισμό εναντίον των Αφροαμερικανών στη χώρα του, γονάτιζε όσο ακουγόταν ο εθνικός ύμνος πριν από τους αγώνες. Το παράδειγμά του είχαν ακολουθήσει δεκάδες αθλητές, αναγκάζοντας τον Τραμπ να τους κηρύξει πόλεμο και να ζητήσει από τους ιδιοκτήτες των συλλόγων να απολύσουν όσους παίκτες έδειχναν ασέβεια στον εθνικό ύμνο. Η Ραπίνο εξήγησε τους λόγους που την οδήγησαν στο πλευρό του Κέπερνικ με μια δήλωση που προκάλεσε αίσθηση: «Είμαι η ίδια Μέγκαν Ραπίνο που γνωρίζετε εδώ και χρόνια… Μια από τις γυναίκες που έχετε αποκαλέσει ηρωίδα ουκ ολίγες φορές. Δεν έχω υποστεί τη βιαιότητα της αστυνομίας, δεν έχω τύχει ρατσιστικής συμπεριφοράς για το χρώμα μου, ούτε έχω δει μέλος της οικογένειάς μου να πέφτει νεκρό στη μέση του δρόμου. Ομως δεν πρόκειται να μείνω απαθής, όταν υπάρχουν τόσοι άνθρωποι σε αυτή τη χώρα που περνούν από τέτοιες δοκιμασίες καθημερινά».
Σε μια εποχή που η συντριπτική πλειοψηφία των κορυφαίων αθλητριών και αθλητών έχει ασπαστεί το δόγμα του No Politica, επιλέγοντας επί της ουσίας να αβαντάρουν την κυρίαρχη αστική ιδεολογία, η στάση της Ραπίνο αξίζει να σχολιαστεί θετικά. Αν και πολιτικά ο λόγος της δεν ξεφεύγει από τα όρια υπεράσπισης των αστικοδημοκρατικών δικαιωμάτων, πρέπει να συνυπολογίσουμε ότι είναι λευκή και Αμερικανίδα και δε διστάζει να αντιπαρατεθεί με όλο το ρατσιστικό και φασιστικό εσμό που έχει κυριαρχήσει στο χώρο του αθλητισμού. Αν μάλιστα συγκρίνουμε τη στάση της με κάποιους μη λευκούς πρωτοκλασάτους αθλητές (τύπου Αντετοκούνμπο), που νοιάζονται μόνο για την προσωπική τους προβολή και αποθεώνουν το «αμερικανικό» όνειρο, καταλαβαίνουμε ότι πρόκειται για μια ξεχωριστή προσωπικότητα.
Κος Πάπιας
papias@eksegersi.gr
ΥΓ. Τα τηλεοπτικά δικαιώματα για τις ομάδες της Super League και τα φράγκα που πρέπει να δώσει η ΕΡΤ αποτελούν τον πρώτο «πονοκέφαλο» για την κυβέρνηση του Κούλη. Το προηγούμενο διάστημα, η ΝΔ, με άρθρα και δηλώσεις κορυφαίων στελεχών της, ασκούσε κριτική στο ΣΥΡΙΖΑ και τον κατηγορούσε για διασπάθιση του δημοσίου χρήματος προκειμένου να κερδίσει ψήφους από τους οπαδούς των ομάδων. Ορισμένοι από τους πιο «θερμόαιμους» μιλούσαν ακόμη και για παράνομη χρηματοδότηση των ΠΑΕ από την ΕΡΤ, τονίζοντας ότι η σύμβαση των ομάδων με την κρατική τηλεόραση παραβαίνει την ευρωπαϊκή νομοθεσία και αποτελεί αθέμιτη πρακτική που έρχεται σε αντιπαράθεση με τον υγιή και ελεύθερο ανταγωνισμό. Μάλιστα, εμμέσως πλην σαφώς η ΝΔ είχε ταχθεί προεκλογικά υπέρ του Μαρινάκη για τις καταγγελίες που έκανε σε βάρος της κυβέρνησης και της διοίκησης της ΕΡΤ σχετικά με τη συμφωνία για τα τηλεοπτικά δικαιώματα του ΠΑΟΚ. Κυριολεκτικά παραμονή των εκλογών, ο Τσίπρας και η παρέα του συμφώνησαν με τις ενέργειες της διοίκησης της ΕΡΤ και έδωσαν το πράσινο φως για την υπογραφή σύμβασης με ΠΑΟΚ, ΑΕΚ και ΟΦΗ, αφήνοντας τον Κούλη και τη δική του «παιδική χαρά» να διαχειριστούν την υπόθεση. Από το ρεπορτάζ προκύπτει ότι στη σύσκεψη που πραγματοποιήθηκε παρουσία του Μητσοτάκη (συμμετείχαν, εκτός του υφυπουργού Αθλητισμού Αυγενάκη, ο Πέτσας, ο Σταϊκούρας και η Μενδώνη), ο Αυγενάκης τόνισε ότι «δεν μπορεί να αρχίσει το πρωτάθλημα της Super League1 χωρίς τα λεφτά της δημόσιας τηλεόρασης». Είναι σαφές ότι η κυβέρνηση θα πρέπει να κάνει την πρώτη μεγάλη «κωλοτούμπα» και να βρει τρόπο να υπογράψει τη σύμβαση με τις ομάδες, επικεντρώνοντας την προσπάθειά της στο να μειώσει τα φράγκα που θα βγουν από το ταμείο της ΕΡΤ. Προσεχώς περισσότερα.