Τον Μάρτιο του 2023, η τότε υφυπουργός Εργασίας Δόμνα Μιχαηλίδου διαφήμιζε το «έργο» της κυβέρνησής της στον τομέα της κοινωνικής πρόνοιας, του οποίου η ίδια είχε την αρμοδιότητα, και συγκεκριμένα στον τομέα της παιδικής πρόνοιας και της αποϊδρυματοποίησης, της απομάκρυνσης δηλαδή των παιδιών από τα μεγάλα ιδρύματα παιδικής προστασίας, τα οποία θεωρούνται κακοποιητικά για τα παιδιά και η παγκόσμια βιβλιογραφία και πρακτική προωθεί την κατάργησή τους.
Μέσα στις διαφημιζόμενες «τομές» που εφάρμοσε η τότε κυβέρνηση περιλαμβάνονταν η πρόωθηση και διεύρυνση του θεσμού της τεκνοθεσίας και της αναδοχής, με απλούστερες και ταχύτερες διαδικασίες για τους ενδιαφερόμενους, ενώ για τα μεγαλύτερα παιδιά (πάνω από 15 χρονών), που δεν «προτιμούνται» από τους υποψήφιους γονείς ή αναδόχους και βαλτώνουν μέσα στα ιδρύματα μέχρι και μετά την ενηλικίωση, διακήρυξε την δημιουργία των δύο πρώτων στεγών ημιαυτόνομης διαβίωσης, τη φροντίδα τους δηλαδή σε μικρότερα διαμερίσματα με εξειδικευμένο προσωπικό μέχρις ότου αποκτήσουν την ανεξαρτησία τους.
Οι συγκεκριμένες πρακτικές αποτελούν βασικό κομμάτι του συστήματος παιδικής προστασίας στις περισσότερες αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες, ωστόσο στην Ελλάδα καρκινοβατούν ή δεν αναπτύχθηκαν ποτέ, καθώς η πρόνοια για την προστασία των παιδιών όπως και γενικότερα η αποτελεσματική κοινωνική πολιτική αποτελούν για το κράτος μια μαύρη τρύπα, την οποία έρχονται διαχρονικά να «καλύψουν» οι κάθε είδους «φιλάνθρωποι», παπάδες και ΜΚΟ, με διαχείριση επιχορηγήσεων και «δωρεών», μηδαμινό κρατικό έλεγχο και εν πλήρη απουσία κάποιου κανονιστικού και ελεγκτικού πλαισίου για τις δραστηριότητές τους.
Δεν θα επεκταθούμε περισσότερο σε αυτό το σημείωμα στην ανυπαρξία του κράτους και τις αναρίθμητες παθογένειες του υπάρχοντος συστήματος για την προστασία των παιδιών, θα σταθούμε ωστόσο σε μια είδηση που αφορά αυτές τις στέγες ημιαυτόνομης διαβίωσης για τις οποίες θριαμβολογούσε η υφυπουργός. Εννέα μήνες μετά από τις δηλώσεις Μιχαηλίδου, οι εργαζόμενοι σε αυτές τις δύο στέγες, τις οποίες λειτουργεί μια διεθνής ΜΚΟ ονόματι IRC (με ξένα κόλλυβα ο κομπασμός της υφυπουργού), ενημερώθηκαν πως επίκεινται απολύσεις προσωπικού και οι «ωφελούμενοι» που διαμένουν σε αυτά τα σπίτια βρίσκονται αντιμέτωποι με την αστεγία καθώς το πρόγραμμα δεν έχει χρηματοδότηση για να συνεχίσει τη λειτουργία του.
Σύμφωνα με την ενημέρωση που απευθύνθηκε σε εργαζόμενους και φιλοξενούμενους, το πρόγραμμα ημιαυτόνομης διαβίωσης λειτούργησε πιλοτικά από την ΜΚΟ IRC, αρχικά με τη χρηματοδότηση της UNICEF και σε συμφωνία με το υπουργείο Εργασίας πως μετά το πέρας του πρώτου πιλοτικού διαστήματος θα αναλάβει το ίδιο το υπουργείο τη χρηματοδότηση αυτών των στεγών καθώς και πολλών περισσότερων που θα ανοίξουν σε εθνική πλέον εμβέλεια, με λεφτά που έχουν ήδη δεσμευτεί για αυτό το σκοπό από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας.
Ο καιρός πέρασε, το συμφωνημένο πιλοτικό διάστημα έληξε, η UNICEF, που τόσο κόπτεται για τα δικαιώματα των παιδιών, αποχώρησε από το πρόγραμμα αφήνοντάς το στην τύχη του, αλλά η κυβέρνηση… δεν ήταν έτοιμη. Μία οι εκλογές, μία ο ανασχηματισμός, μία η σύσταση του νέου υπουργείου Οικογένειας στο οποίο πέρασαν οι αρμοδιότητες της παιδικής προστασίας, οι υποσχέσεις πάντως έμειναν στα χαρτιά. Η διεύθυνση της ΜΚΟ ανακοίνωσε στο προσωπικό πως εδώ και μήνες βάζει χρήματα «από την τσέπη της» για να συντηρήσει το πρόγραμμα και πως πλέον δεν μπορεί να συνεχίσει, αποφασίζοντας για αρχή περικοπές στο προσωπικό και με την προοπτική να παύσει οριστικά τη λειτουργία του προγράμματος μέσα στο επόμενο δίμηνο.
Η εξέλιξη αυτή είναι…. business as usual για τις ΜΚΟ, οι οποίες, με αφορμή την ανάπτυξη των μεγάλων προφυγικών και μεταναστευτικών ροών στην Ελλάδα από το 2015 και μετά, βρέθηκαν κατά κόρον να αναλαμβάνουν «προγράμματα στήριξης και ένταξης» των προσφύγων και άλλων κοινωνικά ευάλωτων ομάδων, πάντοτε τσεπώνοντας κρατικά ή ευρωπαϊκά κονδύλια ή χορηγίες και πουλώντας αλληλεγγύη και ανθρωπισμό. Σε αγαστή συνεργασία με τις κυβερνήσεις, τις οποίες ξεπλένουν υποκαθιστώντας τις και μπαλώνοντας τα κενά τους, στο πλαίσιο της «καλής πίστης» και της διατήρησης των ισορροπιών για τη διασφάλιση της ομαλής παροχής υπηρεσιών.
Μόλις το κονδύλι σωθεί, το ίδιο παθαίνει και η αλληλεγγύη. Τότε ξαφνικά η κάθε ΜΚΟ νίπτει τας χείρας της και δείχνει το πραγματικό της πρόσωπο, ενώ το κράτος γίνεται κακό και ανάλγητο και εκείνο φταίει για την παύση των υπηρεσιών και το ξωπέταγμα των πιο ευάλωτων. Πλείστα όσα είναι τα παραδείγματα των τελευταίων ετών, που πρόσφυγες, ευάλωτες οικογένειες, ακόμη και ασυνόδευτα ανήλικα παιδιά, έχουν πεταχτεί στο δρόμο μαζί με τους εργαζόμενους που τους υποστηρίζουν, καθώς τα στεγαστικά προγράμματα των ΜΚΟ που τους φιλοξενούσαν στέρεψαν από χρηματοδότηση.
Η περίπτωση για παράδειγμα της IRC, αμερικάνικης ΜΚΟ που έχει παρουσία σε όλες τις ηπείρους, όπου στενάζουν οι λαοί υπό το ζυγό του ιμπεριαλισμού, του πολέμου και της οικονομικής καταστροφής που τον ακολουθούν, είναι χαρακτηριστική. Μέλη του ΔΣ της περιλαμβάνουν τον διαβόητο Χένρι Κίσινγκερ (δεν χρειάζονται συστάσεις) και τον Λάρι Φινκ, «τσέο» της επίσης διαβόητης Blackrock που βγάζει δισεκατομμύρια επενδύοντας (μεταξύ άλλων) στη βιομηχανία όπλων. Πόσο υποκριτικό, πόσο φρικαλέο, τα ίδια πρόσωπα που ευθύνονται και θησαυρίζουν από την καταστροφή και τον ξεριζωμό των λαών να γίνονται ξαφνικά οι «ανθρωπιστές» σωτήρες που θα τους υποδεχτούν και θα τους βοηθήσουν! Και χωρίς να χαραμίσουν ούτε δολάριο από τα αμύθητα κέρδη που σωρεύουν από τις άλλες τους «ενασχολήσεις»…
Φυσικά, όλα αυτά ποσώς ενδιαφέρουν τα ευάλωτα άτομα που κινδυνεύουν να βρεθούν στο δρόμο, ως άλλη μία απόδειξη του πόσο αναλώσιμα είναι για τους κάθε λογής ιθύνοντες και «ανθρωπιστές». Παρά τις υποσχέσεις που έλαβαν από την ΜΚΟ για εξασφάλιση άλλου πλαισίου, προτού κλείσει το πρόγραμμα, η αλήθεια είναι πως δεν έχουν τίποτε να περιμένουν. Είτε χρησιμοποιηθούν ως διαπραγματευτικό χαρτί από την ΜΚΟ για πίεση προς το υπουργείο, είτε μετακινηθούν σε κάποιο άλλο «μαγαζί» της παιδικής προστασίας, είτε επιστρέψουν στα ιδρύματα από τα οποία προήλθαν, σε κάθε περίπτωση είναι οι τελευταίοι τροχοί της αμάξης, που αντιμετωπίζονται ως αντικείμενα, ως βάρος που πρέπει κάποιος να αναλάβει να φορτωθεί, χωρίς τα ίδια να μπορούν να επιλέξουν ή να επηρεάσουν τη μοίρα τους. Και όταν μιλάμε για άτομα που έχουν ζήσει σε ιδρύματα, που έχουν απομακρυνθεί ή εγκαταλειφθεί από τις οικογένειές τους και έχουν βιώσει τη «θεσμική κακοποίηση» ακόμη και για χρόνια, αυτή η εργαλειοποίηση θα αποτελέσει ένα ακόμη επεισόδιο σε μια μακρά σειρά εκμετάλλευσης και παραμέλησης, που θα τα τραυματίσει έτι περαιτέρω και θα τα αποκόψει από όποιες ευκαιρίες μπορεί να είχαν για να προχωρήσουν μπροστά στη ζωή.
Κυβέρνηση, UNICEF και ΜΚΟ είναι συνένοχοι σε αυτήν την εκμετάλλευση και εργαλειοποίηση των ευάλωτων αυτών παιδιών και νέων, καθένας από τη δική του μεριά και εξυπηρετώντας τα δικά του συμφέροντα. Το σίγουρο είναι πως το μέλλον των «ωφελούμενων» αποτελεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης πίσω από κλειστές πόρτες, και για όσο διαρκεί το «παζάρι» τηρείται σιγή ιχθύος από τους εμπλεκόμενους, με εργαζόμενους και «ωφελούμενους» να βρίσκονται σε ομηρία, υπό το φόβο της απόλυσης ή της αστεγίας.