Την προηγούμενη εβδομάδα σχολιάζαμε την εξής δήλωση του αναπληρωτή υπουργού Οικονομικών και εκ των εμπίστων του Μητσοτάκη, Νίκου Παπαθανάσης, που ρωτήθηκε αν υπάρχει πιθανότητα έκδοσης νέου «fuel pass», επειδή τα καύσιμα απέκτησαν και πάλι… φτερά και οι τιμές τους άρχισαν να πετάνε: «Ο,τι έχει ανακοινωθεί, έχει ανακοινωθεί. Αυτή είναι η δημοσιονομική δυνατότητα της οικονομίας μας. Πρέπει να είμαστε ειλικρινείς. Τον Σεπτέμβριο έρχονται δύο αξιολογήσεις. Πρέπει να είμαστε πολύ σοβαροί για να πετύχουμε την επενδυτική βαθμίδα».
Τις μέρες που ακολούθησαν είχαμε τη δημοσιοποίηση των προσωρινών στοιχείων για την εκτέλεση του κρατικού προϋπολογισμού το επτάμηνο Γενάρη – Ιούλη 2023. Σύμφωνα μ’ αυτά, το έλλειμμα ήταν κατά περίπου 1 δισ. ευρώ χαμηλότερο σε σχέση με αυτό που προβλέπεται από τον τακτικό προϋπολογισμό. Στην πραγματικότητα η μείωση είναι σημαντικά μεγαλύτερη, γιατί δεν πρόλαβαν να εισπράξουν 1,5 δισ. ευρώ από το ξεπούλημα της Εγνατίας Οδού, καθώς οι σχετικές διαδικασίες καθυστέρησαν.
Λογικό ήταν ν΄αρχίσει από τον αστικό Τύπο μια φιλολογία περί της δυνατότητας νέων «pass», προκειμένου να ανακουφιστούν λίγο τα πλατιά λαϊκά στρώματα από την ακρίβεια. Κάτι πρέπει να γράφουν και τα παπαγαλάκια που έχουν αναλάβει εργολαβικά την ωραιοποίηση της κυβερνητικής πολιτικής. Πέρασε ένα ολόκληρο καλοκαίρι μόνο με αρνητικές εικόνες. Δάση να λαμπαδιάζουν, ανθρώπους να καίγονται, σαπάκια της αεροπυρόσβεσης να χάνονται μαζί με τους πιλότους τους, τουρίστες και παραθεριστές να τρέχουν αλλόφρονες για να σωθούν, βόμβες να ανατινάζονται λες κι ήταν πασχαλιάτικες στρακαστρούκες και ν’ απειλούν μια ολόκληρη περιοχή, νεοναζί χούλιγκαν να διασχίζουν ανενόχλητοι τη μισή Ελλάδα και να συγκρούονται με έλληνες χούλιγκαν, αφήνοντας στο «πεδίο της μάχης» ένα νεκρό και μπόλικους τραυματίες.
Κι από πάνω ο Κούλης να δείχνει την ηλιοκαμένη κορμάρα του στις παραλίες των Χανίων και να συμμετέχει σε πάρτι γενεθλίων κολλητού του, ο οποίος -όλως τυχαίως- είναι πλέον πρόεδρος της ΕΛΛΑΚΤΩΡ, μιας εκ των «εθνικών μας εργολάβων». Και να φιλοξενεί στη βιλάρα που του άφησε ο πατέρας του στο Ακρωτήρι την Ούρσουλα με το σύζυγό της, μεγαλοστέλεχος της φαρμακευτικής Orgenesis Inc, που «άνοιξε φτερά» -όλως τυχαίως- όταν η Ούρσουλα έγινε πρόεδρος της Κομισιόν και άρχισε να «μασουλάει» κοινοτικά κονδύλια σε μια σειρά χώρες μέλη της ΕΕ. Αντιλαμβάνεστε ότι ο «μέσος Ελληνας», που έκανε το σκατό του παξιμάδι για να εξασφαλίσει μερικές μέρες διακοπών (για εκείνους που δεν μπόρεσαν ούτε αυτές τις λίγες μέρες να εξασφαλίσουν δεν το συζητάμε καν), βρίσκεται με το «σιχτίρ» στο στόμα. Κι όταν βλέπει το κουαρτέτο Ούρσουλα-Χάικο-Κούλης-Μαρέβα να φωτογραφίζεται αμέριμνο στα Χανιά, το μυαλό του δεν πάει σε μεγάλες φιλίες αλλά σε μεγάλες μπίζνες.
Τα δημοσιογραφικά επιτελεία των αστικών Μέσων Μαζικής Παραπληροφόρησης έχουν πιο ευαίσθητες κεραίες από τους αστούς πολιτικούς, που στα ζόρικα πάντοτε στρουθοκαμηλίζουν. Αντιλήφθηκαν, λοιπόν, ότι πάνω στο μαύρο της απελπισίας έπρεπε να ρίξουν λίγο ροζ της ελπίδας. Ετσι προέκυψε η φιλολογία περί νέων «pass», λόγω της υπεραπόδοσης του κρατικού προϋπολογισμού και της δημιουργίας «δημοσιονομικού χώρου».
Σχεδόν ακαριαία υπήρξε η αντίδραση του σούπερμαν του νεοφιλελεύθερισμού Κωστή Χατζηδάκη. Με ένα εκτενές non paper «γραμμής», επανέλαβε τη σύντομη δήλωση του Παπαθανάση και διέψευσε ότι επίκειται οποιοδήποτε νέο «δωράκι» με τη μορφή «pass» ή κάτι άλλου σχετικού.
Γιατί διαρροή και όχι επίσημη δήλωση; Ο Χατζηδάκης είναι πονηρός. Ξέρει ότι οι οριστικές αποφάσεις για την εμφάνιση του Μητσοτάκη στη ΔΕΘ και το «πακέτο» που θα παρουσιάσει δεν έχουν ληφθεί ακόμα. Δεν μπορεί να αποκλείσει ότι, μετά την πολιτική στάθμιση που θα γίνει και τις εισηγήσεις και των αμερικανών συμβούλων επικοινωνίας του Κούλη, μπορεί να προκύψει κάποιο «pass». Γιατί, λοιπόν, να δεσμευτεί αυτός με μια επίσημη δήλωση «ό,τι δώσαμε δώσαμε, δεν έχει άλλο» και να διαψευστεί μετά από τον πρωθυπουργό του; Γιατί να γίνει εκούσια πρωταγωνιστής στο ρόλο του «κακού», αφήνοντας για τον Κούλη το ρόλο του «καλού»; Επέλεξε, λοιπόν, τη διαρροή, η οποία «μαζεύεται» πιο εύκολα και εκθέτει λιγότερο από μια επίσημη δήλωση.
Πριν από μερικά χρόνια είχαμε την τρόικα που μετά μετονομάστηκε σε «θεσμούς». Αυτή παρακολουθούσε τα πάντα με τους ανθρώπους των τεχνικών κλιμακίων που είχε μισθώσει στην Ελλάδα και ήταν το καλύτερο άλλοθι για τους υπουργούς όλων των κυβερνήσεων (από Σαμαροβενιζέλους μέχρι Τσιπροκαμμένους): «Εμείς θέλουμε να δώσουμε, αλλά δεν μας αφήνει η τρόικα». Τώρα, έχουμε τους οίκους αξιολόγησης. Οχι κάτι δευτεράντζες που έδωσαν ήδη «επενδυτική βαθμίδα» στην ελληνική οικονομία, αλλά η γνώμη τους δεν έχει καμιά σημασία, καθώς δεν αναγνωρίζονται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, αλλά τους «πρωταθλητές» του χρηματιστικού συστήματος, που θα κάνουν αξιολογήσεις το δίμηνο Σεπτέμβρη-Οκτώβρη (Moody’s, Standard & Poor’s) και τον Δεκέμβρη (Fitch).
Αυτοί, λοιπόν, σύμφωνα με τον Χατζηδάκη, παρακολουθούν τα πάντα και οι αποφάσεις τους κρέμονται από μια κλωστή. Ετσι και οι σύμβουλοί τους υποψιαστούν ότι η κυβέρνηση «νοθεύει» τη δημοσιονομική πολιτική με «δωράκια» που δεν ήταν προϋπολογισμένα και νομοθετημένα ως τώρα, όπως ας πούμε ένα νέο «fuel pass», δε θα δώσουν την «επενδυτική βαθμίδα» που είναι το ιερό δισκοπότηρο του ελληνικού καπιταλισμού.
Για να μην μας περνάνε για Χαχόλους πρέπει να σημειώσουμε ότι «επενδυτική βαθμίδα» είχε ο ελληνικός καπιταλισμός και το 2010, όταν το κράτος του χρεοκόπησε (χρεοκοπία ήταν, έστω και χωρίς επίσημο «πιστωτικό γεγονός»). Δεν ήξεραν τα σαΐνια των οίκων αξιολόγησης ότι εισηγούνταν τον ανεμπόδιστο δανεισμό ενός κράτους καταχρεωμένου; Ηξεραν και πολύ καλά μάλιστα. Οπως ήξεραν οι αμερικάνικες τράπεζες ότι φτιάχνουν μια φούσκα, όταν έδιναν στεγαστικά δάνεια ακόμα και σε άνεργους Αμερικανούς, που δεν υπήρχε περίπτωση να τα αποπληρώσουν.
Οι κρίσεις που πλήττουν περιοδικά τον καπιταλισμό δεν είναι αποτέλεσμα άγνοιας ή κακής πληροφόρησης, αλλά αποτέλεσμα των σιδερένιων οικονομικών νόμων που διέπουν τη λειτουργία αυτού του συστήματος. Οι περιβόητοι οίκοι αξιολόγησης δεν κάνουν τίποτ’ άλλο από το να υπηρετούν τις στοχεύσεις του χρηματιστικού κεφάλαιου, όπως αυτές διαμορφώνονται σε κάθε χρονική συγκυρία. Μέχρι το 2010 έδιναν «επενδυτική βαθμίδα» σε μια υπερχρεωμένη οικονομία, αδιαφορώντας για τις συνέπειες. Οι κάτοχοι χρηματιστικού κεφάλαιου που δανείζουν το ελληνικό κράτος είχαν πάρει τα λεφτά τους πίσω κάμποσες φορές με τα «γυρίσματα» που κάνουν στα χαρτοφυλάκιά τους. Στο τέλος, ήρθε ο ευρωπαϊκός μηχανισμός ειδικού δανεισμού (EFSF/ESM) να παίξει το ρόλο του σωτήρα, όμως το κόστος της σωτηρίας των κερδών των ιμπεριαλιστών δανειστών το πλήρωσε (και εξακολουθεί να το πληρώνει και θα το πληρώνει για δεκαετίες ακόιμα) ο ελληνικός λαός, με τη μνημονιακή πολιτική που ολοκλήρωσε με μεθόδους blitz krieg τη συντηρητική ανασυγκρότηση του ελληνικού καπιταλισμού.
Για να το πούμε όσο γίνεται πιο απλά και χωρίς προσφυγή σε σύνθετες οικονομολογικές έννοιες, την περίοδο των Μνημονίων το ελληνικό κράτος δεν χρειαζόταν «επενδυτική βαθμίδα», γιατί είτε δανειζόταν μόνο από τον EFSF/ESM (και δευτερευόντως από το ΔΝΤ) είτε δανειζόταν ελάχιστα από τις «αγορές». Την περίοδο της «ποσοτικής χαλάρωσης» με τα χαμηλά επιτόκια, τα σχετικά μικρά ποσά που δανειζόταν από τις «αγορές» το ελληνικό κράτος ήταν με επιτόκια πάνω απ’ αυτά που δανείζονταν άλλες χώρες μέσου επιπέδου καπιταλιστικής ανάπτυξης. Τώρα που η ποσοτική χαλάρωση έλαβε τέλος και που ο πληθωρισμός αναγκάζει τις κεντρικές τράπεζες των ιμπεριαλιστικών κέντρων να ανεβάζουν τα επιτόκια, η «επενδυτική βαθμίδα» που μπορεί να αναγνωριστεί στο ελληνικό κράτος από τους οίκους αξιολόγησης οδηγεί -εκ των πραγμάτων- σε δανεισμό με επιτόκια υψηλότερα από εκείνα της περιόδου της «μη επενδυτικής βαθμίδας».
Το διεθνές χρηματιστικό κεφάλαιο διαχειρίζεται τους κύκλους της κρίσης του καπιταλιστικού συστήματος. Αυτή είναι μια «άγρια» διαδικασία. Περιλαμβάνει συγκρούσεις, χρεοκοπίες, εξαγορές, καταστροφή κεφαλαίου αλλά και συγκεντροποίηση του κεφαλαίου. Εκείνο που δεν αλλάζει είναι αγριότητα απέναντι στους παραγωγούς του κοινωνικού πλούτου, στον κόσμο της εργασίας, πυρήνας του οποίου είναι η εργατική τάξη.
Αυτά για το παραμύθι της «επενδυτικής βαθμίδας», με το οποίο χρόνια τώρα (από την εποχή των κυβερνήσεων Τσίπρα) νανουρίζουν τον ελληνικό λαό, προκειμένου να τον υποτάξουν στη λιτότητα και τη φτώχεια.
Επιστρέφοντας και πάλι στην πολιτική της κυβέρνησης Μητσοτάκη, επαναλαμβάνουμε πως δεν αποκλείουμε καθόλου να υπάρξει κάποιο πρόσθετο εφάπαξ «pass». Μόνο αν οι επαφές τους με τα επιτελεία των οίκων αξιολόγησης φέρουν το μήνυμα «μηδέν pass, αλλιώς δεν έχει επενδυτική βαθμίδα», δε θα εξαγγείλει τίποτα ο Μητσοτάκης και θα μείνουν μόνο στις παπάντζες για «πάταξη της αισχροκέρδειας», «καλάθι των σχολικών», «επίδομα θέρμανσης» και τα παρόμοια.
Εχει, όμως, καμιά σημασία αν από τα λεφτά που σου αρπάζουν με κάθε γέμισμα του ρεζερβουάρ καυσίμου, σού δώσουν ένα φιλοδώρημα; Πέρα από την αναξιοπρέπεια του πράγματος, υπάρχει και η καθαρά οικονομική διάσταση. Οι κεντροευρωπαϊκές ιμπεριαλιστικές χώρες μπαίνουν σε ύφεση (πριν από μερικές μέρες μπήκε επίσημα σε ύφεση η Ολλανδία). Ο ελληνικός καπιταλισμός δεν μπορεί να συνεχίσει να αναπτύσσεται με τους ρυθμούς του 2021 και του 2022, που δεν ήταν αποτέλεσμα της… εμπνευσμένης πολιτικής του Μητσοτάκη, αλλά λογικό επακόλουθο μετά από μια δωδεκαετία κατακόρυφης πτώσης της παραγωγικής του απόδοσης (έχασε πάνω από το ένα τέταρτο του ΑΕΠ του). Παρά την ψεύτικη εικόνα που προσπαθούν να καλλιεργήσουν, ο τουρισμός, η «βαριά βιομηχανία» του ελληνικού καπιταλισμού, σημειώνει κάμψη το 2023. Αποτέλεσμα των υφεσιακών πιέσεων στις ευρωπαϊκές χώρες, απ’ όπου έρχεται το μεγαλύτερο μέρος της τουριστικής πελατείας, της απώλειας των ρώσων μεγαλοαστών, μεσοαστών και μικροαστών (λόγω των κυρώσεων) και της νέας φτωχοποίησης της ελληνικής κοινωνίας.
Οι προοπτικές είναι χειρότερες και όχι καλύτερες. Η «επενδυτική βαθμίδα» δεν… τρώγεται, ενώ τα «pass» είναι… «αρχίδια καπαμά». Ο Μητσοτάκης εξασφάλισε, βέβαια, μια δεύτερη θητεία, παίζοντας με το φόβο (και όχι γιατί υπήρξε αποδοχή της πολιτικής του). Στις 22 Μάη, στο πρώτο σχόλιο για το αποτέλεσμα των βουλευτικών εκλογών, γράφαμε: Η ψήφος δεν άλλαξε τίποτα, για μια ακόμα φορά. Αντίθετα, κατέστησε πιο σαφή, πιο ευδιάκριτη την αχρηστία της. Ολα θα κριθούν «στο δρόμο». Εκεί που οι κοινοβουλευτικοί συσχετισμοί δεν παίζουν κανένα ρόλο. Η εργατική τάξη, η εργαζόμενη κοινωνία γενικότερα, η νεολαία, ή θα αναμετρηθούν με την αστική τάξη, το κράτος της και το πολιτικό της προσωπικό διεκδικώντας τα δικαιώματά τους ή θα τα δουν να συρρικνώνονται.
Σ’ αυτό μένουμε και τώρα.