Δύο νομοσχέδια ανήγγειλε ότι προωθεί αμέσως για ψήφιση στη Βουλή ο Μητσοτάκης. Το ένα αφορά την ψήφο των αποδήμων (κατάργηση όλων των περιορισμών που έθετε η ρύθμιση του 2019) και το άλλο αφορά τα περιβόητα μέτρα ενίσχυσης του εργατικού εισοδήματος και ανακούφισης των λαϊκών νοικοκυριών, που είχε εξαγγείλει προεκλογικά ο Μητσοτάκης.
Η πρεμούρα για την κατάργηση των περιορισμών, έτσι που να ψηφίζουν ακόμα και «ομογενείς» που δεν έχουν επισκεφθεί ποτέ την Ελλάδα και δεν ξέρουν ούτε λέξη ελληνικά, είναι από πρώτη άποψη ακατανόητη, αφού οι επόμενες εκλογές είναι σε τέσσερα χρόνια και υπάρχει άφθονος χρόνος για να γίνει μια υποτυπώδης συζήτηση-διαπραγμάτευση με τα κόμματα της αντιπολίτευσης. Επειδή, όμως, «των φρονίμων τα παιδιά πριν πεινάσουν μαγειρεύουν», γίνεται κατανοητό ότι ο Μητσοτάκης προσπαθεί να εκμεταλλευτεί το μομέντουμ της εκλογικής του νίκης και την παραζάλη του ΣΥΡΙΖΑ για να τελειώνει επιτέλους με αυτό που από παλιά ήθελε να κάνει και την προηγούμενη φορά δεν τα κατάφερε.
Αντε να θεωρήσουμε κατανοητή και την επέκταση του φιλανθρωπικού φιλοδωρήματος market pass, αφού θα αφορά το τρίμηνο Αυγούστου-Οκτώβρη (αν και θα δοθεί Σεπτέμβρη-Οκτώβρη, οπότε και πάλι υπήρχε χρόνος και δεν χρειαζόταν καμιά βιασύνη).
Ποιος λόγος επέβαλε, όμως, να θεσπιστούν τώρα, με fast track διαδικασίες, οι αυξήσεις στα μισθολόγια των δημόσιων υπάλληλων, που θα ισχύσουν από την 1η Γενάρη του 2024; Δε θα έπρεπε να γίνει «διαβούλευση» με την ΑΔΕΔΥ, να ακουστούν τα δικά της αιτήματα και μετά να γίνει η νομοθέτηση;
Μια τέτοια «διαβούλευση» θα είχε χαρακτήρα τρόπον τινά διαπραγμάτευσης, έστω κι αν το ένα μέρος διαθέτει τη δύναμη επιβολής του κράτους, ενώ το άλλο είναι μια εντελώς ξεδοντιασμένη συνδικαλιστική γραφειοκρατία, χωρίς δύναμη πυρός, ανίκανη να διεκδικήσει το παραμικρό. Ο νεοφιλελεύθερος Χατζηδάκης, σε συνεργασία με το εξίσου νεοφιλελεύθερο επιτελείο του μεγάρου Μαξίμου, θέλησαν να δώσουν εξαρχής το σκληρό-αυταρχικό μήνυμα ότι η κυβέρνηση δεν διαπραγματεύεται για λόγους αρχών. Αυτή έχει το μαχαίρι και το πεπόνι, αυτή αποφασίζει.
Μα θα γίνει διαβούλευση, λένε τα παπαγαλάκια. Ναι, αυτή η αισχρή κοροϊδία που καθιερώθηκε πριν από μερικά χρόνια, με τα νομοσχέδια ν’ ανεβαίνουν για μερικές μέρες σ’ έναν ιστότοπο και τον κάθε πολίτη να μπορεί να γράψει το σχόλιό του (που φυσικά η κυβέρνηση το πετάει στα σκουπίδια). Οταν πρόκειται για τον καθορισμό εργατικών μισθών από το κράτος-εργοδότη, λόγο μπορούν να έχουν ο εργοδότης και οι εργαζόμενοι. Κανένας άλλος. Η λεγόμενη διαβούλευση καταργεί τις συλλογικές διαπραγματεύσεις, που ισχύουν και για τους εργαζόμενους στο δημόσιο τομέα και τις μετατρέπει σε διαδικτυακό διάλογο κωφών.
Με τους σημερινούς συσχετισμούς διαπραγμάτευση ανάμεσα στην κυβέρνηση και στην ΑΔΕΔΥ δε θα γινόταν έτσι κι αλλιώς, όμως εδώ τοποθετούμε το ζήτημα από άποψη αρχών, καθώς καταργείται στην πράξη και το υφιστάμενο πλαίσιο περί ελεύθερων συλλογικών διαπραγματεύσεων. Η κυβέρνηση αποφασίζει αυταρχικά, με τον τρόπο που καθιερώθηκε κατά τη μνημονιακή περίοδο.
Υπάρχει, μάλιστα, και ιδεολογικοποίηση αυτού του τρόπου διοίκησης εκ μέρους της κυβέρνησης. Οπως είπε ο Χατζηδάκης, η κυβέρνηση ξέρει τα δημοσιονομικά περιθώρια, η κυβέρνηση είναι αποφασισμένη να μην επιτρέψει «πισωγυρίσματα», η κυβέρνηση δεν πρόκειται να συμπεριφερθεί σαν «αϊ-Βασίλης» αλλά θα ασκήσει «συνετή» πολιτική.
Από την άλλη, η κυβέρνηση θέλει να κλείσει τα μισθολογικά των εργαζόμενων στο Δημόσιο τώρα, μέσα στο κατακαλόκαιρο και με νωπή την εκλογική της νίκη και το όποιο μομέντουμ της έχει δώσει. Από τα απύλωτα στόματα σκληρών δεξιών, όπως ο Χατζηδάκης, ο Γεωργιάδης, ο Βορίδης, δεν υπάρχει περίπτωση να μην ακούσουμε -σε διάφορες παραλλαγές και ανάλογα με το στιλ του καθένα- πως η κυβέρνηση Μητσοτάκη έχει την εμπιστοσύνη του ελληνικού λαού, ο οποίος ενέκρινε δυο φορές στις κάλπες τη «νοικοκυρεμένη» και «κοστολογημένη» οικονομική πολιτική που παρουσίασε. Επομένως, διαμαρτυρίες όπως αυτή της ΑΔΕΔΥ, που δηλώνει ότι «η κυβέρνηση εμπαίζει στην κυριολεξία τους Δ.Υ. με ένα επίδομα των 45€ μηνιαίως», έρχονται σε αντίθεση με τη «βούληση» του ελληνικού λαού, όπως εκφράστηκε πρόσφατα δυο φορές στις κάλπες.
Οφείλουμε να παραδεχτούμε πως αυτό είναι αποτέλεσμα μιας δεκαετίας ηττών στο πεδίο της ταξικής πάλης. Ηττών που ήρθαν «με κατεβασμένα τα χέρια». Μετά τις πρώτες αντιστάσεις στη μνημονιακή πολιτική, από το 2012 και μετά τα πάντα εναποτέθηκαν στη φιλανθρωπία των ισχυρών και του κοινοβουλίου τους. Τα έχουμε γράψει πολλές φορές, κρίνουμε σκόπιμο να τα επαναλάβουμε μια φορά ακόμα.
Αν ανατρέξουμε σύντομα στη δεκαετία των Μνημονίων στη χώρα μας (για να μην πάμε πιο πίσω), θα διαπιστώσουμε ότι ο κοινοβουλευτικός κρετινισμός έπαιξε το ρόλο του στον ευνουχισμό του εργατικού και λαϊκού κινήματος, καθώς οι κινητοποιήσεις ενάντια στην πολιτική της κινεζοποίησης εντάχθηκαν σε μια στρατηγική διαδοχικών κυβερνητικών εναλλαγών. Είτε μιλήσουμε για τις 24ωρες πανεργατικές πανελλαδικές απεργίες με τη μαζική συμμετοχή, είτε μιλήσουμε για μαζικά κινήματα όπως αυτό «των πλατειών», θα βρούμε ως κοινό χαρακτηριστικό τους την αναζήτηση της κυβερνητικής αλλαγής, μέσω της οποίας οι πλατιές εργαζόμενες και νεολαιίστικες μάζες θεωρούσαν ότι «κάτι θ’ αλλάξει».
Το 2009, με τον παγκόσμιο καπιταλισμό βυθισμένο ήδη επί ένα χρόνο σε κρίση, η πλειοψηφία του ελληνικού λαού έδινε πίστη στο ΠΑΣΟΚ του ΓΑΠ που του έταζε τον ουρανό με τ’ άστρα με το «λεφτά υπάρχουν». Ελάχιστους μήνες μετά την εκλογική νίκη του ΠΑΣΟΚ, ήρθε το σοκ του πρώτου Μνημόνιου. Επί ενάμιση χρόνο μετά, «έπαιζε μπάλα» ο Σαμαράς με τα «Ζάππεια», παραμυθιάζοντας με τη σειρά του τον κόσμο. Και ενδεχομένως να έπαιρνε ένα μεγάλο εκλογικό ποσοστό, αν δεν τον ανάγκαζαν να μπει στο μεταξύ στη συγκυβέρνηση του Παπαδήμου, που υπέγραψε το δεύτερο Μνημόνιο.
Τότε, άρχισε ν’ ανατέλλει το άστρο του ΣΥΡΙΖΑ. Το 2012 ήταν το προανάκρουσμα αυτού που θα γινόταν το 2015. Ενδιάμεσος σταθμός ήταν οι ευρωεκλογές του 2014, μετά τις οποίες ο ΣΥΡΙΖΑ άρχισε μεν να στρογγυλεύει το (υποτιθέμενο) πρόγραμμά του, ταυτόχρονα όμως να ανεβάζει τους τόνους των ρητορικών επιθέσεων ενάντια στους ιμπεριαλιστές δανειστές και την «τρόικα εσωτερικού», όπως αποκαλούσε τους Σαμαροβενιζέλους.
Τι ήταν εκείνο που έπεισε τόσους προοδευτικούς ανθρώπους, ότι ο Τσίπρας και η παρέα του έχουν τη μαγική συνταγή για να συγκρουστούν με τους ιμπεριαλιστές δανειστές, χωρίς να βγάλουν την Ελλάδα από το ευρώ και την ΕΕ και χωρίς να ανατρέψουν τον καπιταλισμό στη χώρα; Η ευτέλεια της πολιτικής σκέψης που καλλιεργεί ο κοινοβουλευτικός κρετινισμός. Ενας γελοίος βολονταρισμός, σύμφωνα με τον οποίο αρκεί η βούληση μιας πολιτικής ηγεσίας για να «πηδήσει» πάνω από τις ανάγκες και τα συμφέροντα ενός κοινωνικοοικονομικού σχηματισμού και της κυρίαρχης τάξης αυτού του σχηματισμού. Τι είναι αυτό που προσδίδει στην (υποτιθέμενη) βούληση αυτής της πολιτικής ομάδας τόση δύναμη, ώστε να «πηδήσει» πάνω από τα συμφέροντα και τις απαιτήσεις του συστήματος; Είναι η λαϊκή ψήφος, η λαϊκή εντολή όπως τη λένε.
Μέχρι να προκηρυχτεί το δημοψήφισμα της 5ης Ιούλη του 2015, είχε φανεί καθαρά (για όποιον δε φορούσε οπορτουνιστικά γυαλιά), ότι η λεγόμενη λαϊκή εντολή, την οποία επικαλούνταν ο ΣΥΡΙΖΑ, δεν ζύγιζε ούτε γραμμάριο στα διαβούλια των Βρυξελλών. Στο κάτω-κάτω -απαντούσαν οι ιμπεριαλιστές πολιτικοί και οι προπαγανδιστές τους- κι εμείς εκλεγμένοι είμαστε στις χώρες μας, κι εμείς έχουμε λαϊκή εντολή. Κι ενώ τα πάντα ήταν ολοφάνερα, ήρθε η προκήρυξη του δημοψηφίσματος να εκτινάξει στα ύψη τον κοινοβουλευτικό κρετινισμό. Ηταν τέτοια η τύφλωση που παρέβλεπαν ακόμα και το γεγονός ότι ο Τσίπρας είχε ήδη αποδεχτεί, με τον πιο επίσημο τρόπο, την πρόταση Γιούνκερ και είχε ήδη υποβάλει αίτηση για τρίτο δάνειο και τρίτο Μνημόνιο. Η ψήφος σ’ ένα εξαρχής φαλκιδευμένο δημοψήφισμα απέκτησε ξαφνικά μυθικές δυνατότητες. Σαν ο Τσίπρας να ήταν ο γίγαντας Ανταίος που θα έπαιρνε δύναμη από την κάλπη-γη και θα έφερνε τα πάνω κάτω.
Το σοκ που ακολούθησε ήταν μεγαλύτερο από τις προηγούμενες φορές. Και έφερε περισσότερη απογοήτευση και μεγαλύτερα κύματα αποστράτευσης. Γιατί δεν ήταν (και δεν είναι) καθόλου εύκολο, άνθρωποι που θεωρούν ότι η ψήφος τους έχει τεράστια δύναμη, να μπορέσουν να περάσουν αυτόματα (και αυθόρμητα) σε μια συνείδηση που τοποθετεί την ψήφο στο καλάθι με τα σκουπίδια. Οταν μάλιστα έβλεπαν αυτούς που υποτίθεται ότι κατήγγειλαν την ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ για προδοσία, να στριμώχνονται στις εκλογές του Σεπτέμβρη του 2015 στα ψηφοδέλτια της ΛΑΕ και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, νομίζοντας ότι έφτασε επιτέλους η ώρα τους, ανίκανοι ακόμα κι εκείνη τη στιγμή να ευθυγραμμιστούν με την αυθόρμητη λαϊκή τάση που «έδειχνε» αποχή. Το μάτι τους γυάλιζε από τη δίψα για κοινοβουλευτική εκπροσώπηση και όχι από τη διάθεση να δουλέψουν ώστε να εξηγήσουν στους εργαζόμενους τι συνέβη και να βοηθήσουν να οικοδομηθεί ένα κίνημα χωρίς τις αυταπάτες που το χαρακτήρισαν και το σφράγισαν μέχρι εκείνη τη στιγμή.
Ετσι, η ψήφος δεν αποδείχτηκε απλά μια άχρηστη, εκτονωτική διέξοδος, μέσω της οποίας η αστική τάξη αναδιατάσσει και ανανεώνει το πολιτικό της προσωπικό. Λειτούργησε σαν μπούμερανγκ. Γύρισε και χτύπησε εκείνους που πίστεψαν ότι μπορεί μέσω αυτής να αλλάξουν τα πράγματα. Το μόνο θετικό ήταν ότι προς στιγμήν πολύς κόσμος συνειδητοποίησε πως η ψήφος είναι άχρηστη και οδηγήθηκε στην αποχή. Ομως, αυτή η συμπεριφορά από μόνη της δεν αποτελούσε εχέγγυο για το μέλλον. Εύκολα η αποχή μπορεί να μετατραπεί και πάλι σε ψήφο υπέρ κάποιου κοινοβουλευτικού σχήματος. Κι αν παραμείνει αποχή, ως ένδειξη απογοήτευσης και κοινωνικής αποστράτευσης, τίποτα το θετικό δεν μπορεί να φέρει.
Eτσι φτάσαμε στην εκλογική νίκη της ΝΔ το καλοκαίρι του 2019. Τέσσερα χρόνια αργότερα, στις εκλογές της 21ης Μάη του 2023, επιβεβαιώθηκε πως το αποτέλεσμα εκείνων των εκλογών ήταν πρώτα απ’ όλα ήττα του ΣΥΡΙΖΑ και του Τσίπρα παρά νίκη του Μητσοτάκη και της ΝΔ. Μια ήττα, αποτέλεσμα της σωρείας ψεμάτων του ΣΥΡΙΖΑ και της διάψευσης των προσδοκιών του ελληνικού λαού που ένιωσε ότι τους τιμωρεί έτσι με το να τους γυρίσει την πλάτη εκλογικά. Ψήφος με αρνητική χροιά.
Αυτό κυριάρχησε και στις 21 του φετινού Μάη. Η πλειοψηφία των ψηφοφόρων, χρόνια τώρα, έχοντας χάσει την εμπιστοσύνη στα κομματικά προγράμματα, ψηφίζει κυρίως με τη λογική του μικρότερου κακού ή με το ιδεολόγημα «να μη βγει ο άλλος». Θα ήταν παράλογο να υποστηρίξει κανείς πως η εκλογική νίκη της ΝΔ και του Μητσοτάκη αποτελούσαν δικαίωση της πολιτικής τους. Εκτός αν δεχτούμε ότι το θανατικό της πανδημίας και το νέο κύμα φτωχοποίησης χαροποίησε τον ελληνικό λαό που έπαθε γενική παράκρουση. Τότε τι συνέβη;
Κυριάρχησε ο φόβος για τα χειρότερα. Και δεν υπάρχει χειρότερη μορφή συντηρητικοποίησης από την κυριαρχία του φόβου. Ποιος εκπροσωπούσε το φόβο για τα χειρότερα; Ο ΣΥΡΙΖΑ. Γι’ αυτό και υπέστη συντριβή, χάνοντας ψήφους και από τ’ αριστερά και από τα δεξιά. Περισσότερο από τα δεξιά. Εχασε ψήφους από το ΠΑΣΟΚΙΝΑΛ αλλά κυρίως έχασε από τη ΝΔ.
Η κυβέρνηση της ΝΔ τα προηγούμενα τέσσερα χρόνια, σαν πιστό σκυλί του κεφαλαίου, όπως και οι προηγούμενες κυβερνήσεις, ακολούθησε μια επιθετική αντιδραστική, αντεργατική και αντιλαϊκή πολιτική. Με σωρεία αντεργατικών νόμων και περαιτέρω επίθεση σε μισθούς και συντάξεις, με χτύπημα της δημόσιας Παιδείας ενισχύοντας το ρόλο του ιδιωτικού κεφαλαίου, με διάλυση του συστήματος Υγείας. Παρέμεινε πιστή στη δασοκτόνα πολιτική όλων των προηγούμενων κυβερνήσεων. Αναδείχτηκε πρωταθλήτρια της μπατσοκρατίας και της καταστολής, ακολουθώντας την κλασσική δεξιά συνταγή.
Στην πανδημία, το ρεσιτάλ ανικανότητας και ψεμάτων σε συνδυασμό με τη δουλοπρέπειά της στην κεφαλαιοκρατία υπήρξε (και εξακολουθεί να είναι) απαράμιλλο. Η άρνησή της να κάνει μια πραγματική καραντίνα, προκειμένου να μη θίξει τα συμφέροντα των καπιταλιστών, οδήγησε σε περαιτέρω εξάπλωση της πανδημίας. Αφησε αθωράκιστο το ΕΣΥ για να μη δώσει λεφτά από τον κρατικό προϋπολογισμό. Η πολιτική της ήταν εγκληματική και υπεύθυνη για τους δεκάδες χιλιάδες θανάτους, που έδωσαν στη χώρα μας τη θλιβερή ευρωπαϊκή πρωτιά σε θανάτους ανά εκατομμύριο πληθυσμού.
Επιπλέον, η διαρκής άνοδος των τιμών σε όλα τα βασικά (και όχι μόνο) προϊόντα και τα καύσιμα, σε συνδυασμό με την ανεργία και τα χαμηλά μεροκάματα, έριχνε (και εξακολουθεί να ρίχνει) μέρα με τη μέρα στα τάρταρα το βιοτικό επίπεδο της εργατικής τάξης και του λαού.
Μέσα σε όλα αυτά ήρθε να προστεθεί και το σκάνδαλο των υποκλοπών που δημιούργησε τριγμούς στην κυβέρνηση και τον Μητσοτάκη και σούσουρο στο ευρύτερο επιτελείο της αστικής τάξης και των αυλικών της. Στο έργο αυτό ο Μητσοτάκης εξακολουθούσε να τρώει τη μια σφαλιάρα μετά την άλλη, χωρίς να ξέρει από πού του έρχονται και χωρίς να μπορεί να αντιδράσει αντικρούοντας τους κατηγόρους του με σοβαρά επιχειρήματα.
Ο ΣΥΡΙΖΑ και ο Τσίπρας, από την άλλη, τόσα χρόνια τώρα στάθηκαν χαρακτηριστικά ανίκανοι στο να κάνουν μια σοβαρή αντιπολίτευση με ένα διακριτό πολιτικό πρόγραμμα που να διαφέρει έστω και λίγο από αυτό της ΝΔ. Πέρα από τα γνωστά ψέματα για φιλολαϊκά μέτρα (που κανείς πλέον δεν τα πιστεύει) και τις ευρωλιγούρικες κορόνες, τίποτα. Καμιά σοβαρή και κατασταλαγμένη πολιτική θέση για όλα τα σοβαρά ζητήματα και καμιά πολιτική μάχη δεν έδωσαν, πέρα από τις γνωστές φωνασκίες και τη λαϊκίστικη φρασεολογία.
Και βέβαια, όχι μόνο δεν έκαναν τίποτα για να ενθαρρύνουν εργατικές και λαϊκές κινητοποιήσεις, αλλά φρόντισαν να μείνει η εργαζόμενη κοινωνία και η νεολαία της καθηλωμένη, σε ρόλο παθητικού παρατηρητή, χωρίς να μετατρέπει την οργή σε αγωνιστική διεκδίκηση στους δρόμους, με στόχο να παρουσιάσουν σαν μόνη ρεαλιστική προοπτική την αλλαγή κυβέρνησης μέσω της ψήφου. Είναι χαρακτηριστική η ύπουλη υπονόμευση του τόσο ελπιδοφόρου κινήματος των αγωνιζόμενων καλλιτεχνών, με αιχμή του δόρατός του τους σπουδαστές των καλλιτεχνικών σχολών, που δέχτηκαν ένα βάρβαρο πλήγμα στα επαγγελματικά τους δικαιώματα από την κυβέρνηση Μητσοτάκη.
Δε θέλουν διεκδικητικά κινήματα στο δρόμο, θέλουν ανθρώπους καθηλωμένους στον καναπέ, που θα σηκωθούν απ’ αυτόν μόνο για να πάνε να τους ψηφίσουν.
Με φόντο όλα αυτά, η αστική τάξη και οι καλοθελητές της έσπρωξαν το λαό στις κάλπες για δεύτερη φορά μέσα σ’ ένα μήνα. Γιατί, όπως ισχυρίζονταν, μόνο μέσω των αστικών εκλογών μπορούν να αλλάξουν τα πράγματα. Το αποτέλεσμα ήταν να σπάσει και το ρεκόρ αποχής σε βουλευτικές εκλογές, που είχε σημειωθεί τον Σεπτέμβρη του 2015, μετά την υπογραφή του τρίτου Μνημόνιου από τους Τσιπροκαμμένους. Το γεγονός, ανεξάρτητα από την ερμηνεία του, πρέπει να σημειωθεί.
Οπως επίσης πρέπει να σημειωθεί ότι η αύξηση της αποχής μέσα σ’ ένα μήνα ήταν τεράστια. Δεν μπορεί να συγκριθεί, για παράδειγμα, με την αύξηση της αποχής μεταξύ Ιούνη και Μάη 2012. Τον Ιούνη του 2012 ψήφισαν 260.020 ψηφοφόροι λιγότεροι σε σχέση με τον Μάη του 2012. Αντίθετα, τον Ιούνη του 2023 ψήφισαν 787.968 ψηφοφόροι λιγότεροι σε σχέση με τον Μάη του 2023. Μιλάμε για τριπλασιασμό των ψηφοφόρων που επέλεξαν την αποχή μέσα σε ένα μήνα.
Το πρώτο (και εύκολο) συμπέρασμα που μπορούμε να βγάλουμε είναι πως αυτοί οι ψηφοφόροι δεν… συγκινήθηκαν από τα κηρύγματα περί κρισιμότητας των εκλογών, όπως και αν τα επένδυε η προπαγάνδα κάθε αστικού κόμματος. Κι αυτό είχε διακομματικό χαρακτήρα. Οποιες κι αν ήταν οι διαφορές που καθόρισαν τη συμπεριφορά των ψηφοφόρων, ανάλογα με το κόμμα, όλες οι συμπεριφορές έδειξαν απαξίωση του αστικού κοινοβουλευτικού συστήματος. Εδειξαν ότι μεγάλο μέρος των ψηφοφόρων δεν πιστεύει ότι από τους κοινοβουλευτικούς συσχετισμούς μπορεί να βελτιωθεί η ζωή του.
Κι όμως, όπως γίνεται πάντοτε σ’ αυτές τις περιπτώσεις, το φαινόμενο της εκρηκτικής αύξησης της αποχής δεν συζητήθηκε στα τηλεοπτικά πάνελ. Πέταγαν καμιά κουβέντα και πήγαιναν παρακάτω. Κι ας ήταν αυτό το πιο σημαντικό νέο στοιχείο των εκλογών της 25ης του Ιούνη.
Πάντοτε το θέμα της αποχής κάνει «τζιζ». Τι να πουν; Να διαλύσουν το παραμύθι του σοβαρού Μητσοτάκη που τον εμπιστεύτηκαν και πάλι οι πολίτες; Πώς θα κόλλαγε αυτό το παραμύθι με το πραγματικό γεγονός ότι η ΝΔ πήρε σχεδόν τριακόσιες χιλιάδες ψήφους λιγότερες σε σχέση με τις 21 Μάη; Η ΝΔ στις 25 Ιούνη έχασε το 12% των ψήφων που είχε πάρει στις 21 Μάη! Πήρε 140.000 ψήφους λιγότερες απ’ αυτές που είχε πάρει τον Ιούλη του 2019.
Οταν, λοιπόν, δούμε το εκλογικό αποτέλεσμα στις πραγματικές του διαστάσεις, με το άλμα στο ποσοστό της αποχής να το σφραγίζει, θα δούμε ότι τα συμπεράσματα είναι διαφορετικά απ’ αυτά που τσαμπουνάγανε τα αστικά ΜΜΕ για να ωραιοποιήσουν τον Μητσοτάκη.
Ναι, ο Μητσοτάκης νίκησε. Οταν, όμως, έχασε τριακόσιες χιλιάδες ψήφους μέσα σ’ ένα μήνα, δεν μπορεί να μιλήσει για θρίαμβο. Αν δεν είχε βαρέσει διάλυση ο ΣΥΡΙΖΑ, το παιχνίδι με τους αριθμούς δε θα μπορούσε να λειτουργήσει τόσο αποπροσανατολιστικά.
Με δεδομένο το πολιτικό τοπίο μετά τις 21 Μάη, εκατοντάδες χιλιάδες ψηφοφόροι επέλεξαν να απόσχουν. Το 37% απ’ αυτούς είχε ψηφίσει ΝΔ τον Μάη. Δεν μετακινήθηκε σε κάποιο άλλο κόμμα, έκανε αποχή. Για ποια αποδοχή της πολιτικής Μητσοτάκη μπορεί να γίνεται λόγος; Αυτή η διαρροή ψηφοφόρων σημαίνει ότι δεν τον είχαν ψηφίσει με… φανατισμό. Ας αναρωτηθούμε πόσοι ψήφισαν και στις 25 Ιούνη ΝΔ, εξακολουθώντας να φοβούνται τα χειρότερα και όχι επειδή εγκρίνουν την πολιτική της.
Τον ΣΥΡΙΖΑ θα τον βγάλουμε από την εξίσωση, γιατί βρίσκεται σε ελεύθερη πτώση. Κανένας δεν μπορεί να πει πόσες από τις αθλιότητες που διέπραξε στην τελευταία προεκλογική περίοδο μέτρησαν. Πόσο μέτρησε, για παράδειγμα, η αθλιότητα της «χαμένης ψήφου» και η εμφάνιση του Τσίπρα ως μεσσία (κάθε ψήφος που πάει σε άλλο αριστερό κόμμα είναι ψήφος στον Μητσοτάκη, έλεγε ο ίδιος ο Τσίπρας και όχι μόνο τα συριζοτρόλ του Διαδίκτυου).
Να γιατί ο Μητσοτάκης βιάζεται να κατοχυρώσει την εικόνα μιας αυταρχικής κυβέρνησης, αποφασισμένης να συνεχίσει στην ίδια ρότα, χωρίς καμιά χαλάρωση της σκληρής δημοσιονομικής πολιτικής, αλλά αντίθετα με σκλήρυνσή της, λόγω της καπιταλιστικής ύφεσης που άρχισε να πλήττει την ΕΕ.
Ο Μητσοτάκης, έχοντας εξασφαλίσει την αυτοδυναμία με το μπόνους των 50 εδρών στο πρώτο κόμμα, θεωρεί το εκλογικό αποτέλεσμα λευκή επιταγή. Φάνηκε καθαρά αυτό από την πρώτη δήλωση που έκανε το βράδυ της Κυριακής των εκλογών. Κι επειδή τα πράγματα τα επόμενα χρόνια θα γίνουν πιο… στριμόκωλα για την εργαζόμενη κοινωνική πλειοψηφία, με σκληρότερη λιτότητα, ο πέλεκυς θα πέσει πιο βαρύς. Η βιαστική νομοθέτηση των μισθολογικών αλλαγών στο δημόσιο τομέα αυτό ακριβώς δείχνει.
H μεγάλη εικόνα, λοιπόν, δεν επιτρέπει πανηγύρια, παρά την αύξηση της αποχής. Η μεγάλη εικόνα εξακολουθεί να δείχνει τη συντηρητική στροφή του εκλογικού σώματος, αποτέλεσμα της διάψευσης των προσδοκιών για αλλαγή μέσω των εκλογών τα προηγούμενα χρόνια, πάνω στο ίδιο φόντο της κοινωνικής άπνοιας.
Η ψήφος δεν άλλαξε τίποτα, για μια ακόμα φορά. Αντίθετα, κατέστησε πιο σαφή, πιο ευδιάκριτη την αχρηστία της. Η αύξηση της αποχής πρόσφερε ένα χαμόγελο αισιοδοξίας, καθώς οχτακόσιες χιλιάδες άνθρωποι δεν παγιδεύτηκαν στα κάθε είδους ψευτοδιλήμματα. Ως εκεί. Ηταν σημαντική η αύξηση της αποχής, όμως αν μείνει απλώς αποχή, δε θα οδηγήσει πουθενά.
Από εδώ και πέρα όλα θα κριθούν «στο δρόμο». Εκεί που οι κοινοβουλευτικοί συσχετισμοί δεν παίζουν κανένα ρόλο. Η εργατική τάξη, η εργαζόμενη κοινωνία γενικότερα, η νεολαία, ή θα αναμετρηθούν με την αστική τάξη, το κράτος της και το πολιτικό της προσωπικό, διεκδικώντας τα δικαιώματά τους, ή θα τα δουν να συρρικνώνονται.
Εξακολουθούμε να βιώνουμε τις συνέπειες της ήττας. Και θα τις βιώσουμε πιο δραματικά, αν δεν αποτινάξουμε την ηττοπάθεια.
Θα το ξαναπούμε, λοιπόν:
Καμιά εμπιστοσύνη στα μεγάλα λόγια, στις αγωνιστικές φανφάρες, στις εκκλήσεις χωρίς πρακτικό αντίκρισμα, στο κάθε είδους πολιτικάντικο νταραβέρι.
Χρειαζόμαστε μια γραμμή πλήρους ρήξης με την κεφαλαιοκρατία και το πολιτικό της σύστημα. Εξω και πέρα από τον άγονο κύκλο του κοινοβουλευτισμού και των εκλογών του. Οχι πια κάτω από ξένες σημαίες, αλλά μόνο κάτω από τις δικές μας. Δεν είμαστε ψηφοφόροι που αναθέτουμε τη διαχείριση των υποθέσεών μας σ’ αυτούς που ψηφίσαμε. Παίρνουμε τις τύχες μας στα δικά μας χέρια.