Με απόντα μόνο τον Πάτση (με δική του πρωτοβουλία, άραγε, ή καθ’ υπόδειξη της ΝΔ, για να μην συναθροιστεί η ψήφος του σ’ αυτές των κυβερνητικών βουλευτών;), οι 156 βουλευτές της ΝΔ καταψήφισαν την πρόταση δυσπιστίας που υπέβαλε ο ΣΥΡΙΖΑ κατά της κυβέρνησης Μητσοτάκη. Την υπερψήφισαν όλοι οι βουλευτές της αντιπολίτευσης, συμπεριλαμβανόμενου του Μπογδάνου.
Αναμενόμενο ήταν το αποτέλεσμα, αν και δεν πρέπει να περάσει απαρατήρητο το γεγονός ότι ο Σαμαράς δεν πάτησε το πόδι του και ψήφισε επιστολικά, επικαλούμενος ίωση, ο Καραμανλής το ίδιο, επικαλούμενος ανειλημμένη υποχρέωση (είχε να περάσει καμιά καινούργια πίστα στο playstation;), ο Δένδιας εμφανίστηκε ως υπερκομματικός ηγέτης, αποφεύγοντας να πει έστω και μια λέξη για τις υποκλοπές (!) και ο Χατζηδάκης κλαψούριζε ότι κάποιοι πράκτορες 000 ή και Κλουζό τον παρακολουθούσαν παράνομα, αλλά ο φίλος του ο πρωθυπουργός δεν ήξερε τίποτα.
Σαμαράς και Καραμανλής, ακόμη και αν αληθεύουν οι δικαιολογίες που προέβαλαν, θα μπορούσαν να συνοδεύσουν την ψήφο τους με μια δήλωση στήριξης των κυβερνητικών χειρισμών. Δεν το έπραξαν, πιστοί στη γραμμή που ακολουθούν εδώ και μήνες, αφήνοντας τον Μητσοτάκη να πιει μόνος του το ποτήρι του εξευτελισμού. Ο Δένδιας έπαιξε τα ρέστα του ως δελφίνος. Αρνήθηκε προκλητικά να προσφέρει ίχνος στήριξης στον Μητσοτάκη, ποντάροντας στην ήττα της ΝΔ στις επερχόμενες εκλογές.
Εχει σημασία, όμως, να σταθούμε στον Χατζηδάκη. «Η υπόθεση αυτή, το έχω υπογραμμίσει, είναι σίγουρα δυσώδης. Με βάση αυτά για τα οποία φέρεται να έχει ενημερωθεί ο Αρχηγός της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης από τον Πρόεδρο της ΑΔΑΕ, σε μένα προσωπικά είναι σαφές ότι ορισμένοι πράκτορες 000, για να θυμηθούμε τη γνωστή ελληνική ταινία ή κάποιοι Κλουζώ, για να θυμηθούμε τον Πίτερ Σέλερς, αποφάσισαν να επιδείξουν το αστυνομικό τους δαιμόνιο και να εξαντλήσουν τη φαντασία τους σε βάρος μου. (…) Και στη συνέχεια όλοι αυτοί οι Κλουζώ άφησαν να διαρρεύσουν τα αποτελέσματα των ανήθικων δραστηριοτήτων τους σε εχθρικά προς την Κυβέρνηση μέσα ενημέρωσης για λόγους που μόνο την Κυβέρνηση πάντως δεν εξυπηρετούν. (…) Πιστέψτε με, δεν είναι καθόλου ευχάριστο να αισθάνεσαι ότι παρακολουθείται κάθε φράση και κάθε επικοινωνία σου και ότι βρίσκεσαι στο στόχαστρο τέτοιων άθλιων μεθοδεύσεων. Γι’ αυτό είμαι και ο πρώτος που θέλω να διαλευκανθεί από τη δικαιοσύνη αυτή η υπόθεση, να διαλευκανθεί το ταχύτερο δυνατό, για να μην μένουν σκιές. Να διαλευκανθεί και να τιμωρηθούν οι υπεύθυνοι όλων αυτών των απαράδεκτων μεθοδεύσεων» (η έμφαση δική μας).
Απαλλάσσοντας τον Μητσοτάκη, ο Χατζηδάκης αυτοεξευτελίστηκε. Ομως, ανεξάρτητα από τον αυτοεξευτελισμό, στον οποίο είναι συνηθισμένος, σημασία έχει η δήλωσή του ότι τον παρακολουθούσαν παρανόμως και το αίτημά του για ποινική τιμωρία αυτών που τον παρακολουθούσαν. Τι είπε ο Μητσοτάκης λίγο προτού πέσει η αυλαία του κοινοβουλευτικού σόου; Πρώτον, ότι δεν ξέρει αν παρακολουθούνταν ο Χατζηδάκης, γιατί ο Ράμμος δεν του έγραψε ονόματα και δεύτερον ότι «οι επισυνδέσεις αυτές ήταν νόμιμες, να το ξεκαθαρίσουμε αυτό το θέμα, γιατί δεν λέει κάτι διαφορετικό ο κ. Ράμμος»!
Μετά το Βατερλό του Γεραπετρίτη την πρώτη μέρα, το επιτελείο του Μαξίμου σχεδίασε το σόου Μητσοτάκη με διαφορετικό τρόπο. Να στριμώξει τον Τσίπρα για τα ονόματα, χωρίς να τον αφήσει να απαντήσει. Παρά τις πρόβες που είχε κάνει, ο Κούλης τα ‘κανε σκατά (με το συμπάθειο). Ρωτούσε τον Τσίπρα αν η επιστολή που πήρε από τον Ράμμο ανέφερε ονόματα. Ο Τσίπρας, που έχει περάσει από αμφιθέατρα και ξέρει από συνδικαλιές, τον διέκοψε και ζήτησε να του απαντήσει άμεσα. Ο Κούλης αιφνιδιάστηκε και άρχισε τα «Θα έχετε την ευκαιρία να απαντήσετε», «Ναι, θα απαντήσετε σε άλλη ευκαιρία. Βεβαίως και θα απαντήσετε, κύριε Τσίπρα». Ενώ ήξερε ότι δεν υπάρχει δευτερολογία. Το ήξερε και ο Τσίπρας, όμως, που επέμεινε και τον ανάγκασε να του επιτρέψει διακοπή. Μόλις ο Τσίπρας άρχισε να μιλάει, ο Κούλης συνειδητοποίησε τη γκάφα του και τον διέκοψε προτού προλάβει να μιλήσει. Κι ενώ ο Τσίπρας συνέχισε και εξήγησε ότι ο Ράμμος απαντούσε σε δική του επιστολή, που περιλάμβανε τα συγκεκριμένα έξι ονόματα, ο Κούλης εξακολουθούσε να ρωτάει σαν παιδάκι που το έπιασε υστερία: «Υπήρχαν ονόματα; Η επιστολή του κ. Ράμμου είχε ονόματα;». «Υπήρχε αναφορά σε συγκεκριμένα ονόματα, τα οποία αφορούσαν την επιστολή που του έστειλα εγώ στις 28 Δεκεμβρίου, κύριε Μητσοτάκη», απάντησε ο Τσίπρας. Και ο Κούλης, στην κοσμάρα του, συνέχισε σύμφωνα με το… αρχικό σενάριο που προέβλεπε δικό του μονόλογο: «Κατά συνέπεια, επιβεβαίωσε ο κ. Τσίπρας ότι στην επιστολή την οποία έλαβε δεν υπήρχαν ονόματα. Ευχαριστούμε πολύ για τη διευκρίνιση, δεν υπήρχαν ονόματα»!
Μετά απ’ αυτό το φιάσκο, ο Μητσοτάκης δεν είχε άλλη επιλογή από το να το γυρίσει στον Καλογρίτσα, τις σακούλες, τον Αρτεμίου, προσπαθώντας να αλλάξει την ατζέντα και να πετύχει συμψηφισμό. Με το που τέλειωσε η συζήτηση στη Βουλή, ο ΣΥΡΙΖΑ έδωσε στη δημοσιότητα την επιστολή Τσίπρα προς ΑΔΑΕ, που ανέφερε τα συγκεκριμένα έξι ονόματα για τα οποία απάντησε ο Ράμμος. Η ΝΔ απάντησε με… άλλα λόγια ν’ αγαπιόμαστε. «Αποδεικνύουν, λοιπόν, με τον πιο επίσημο τρόπο ότι ο κ. Τσίπρας έδωσε ονόματα στον κ. Ράμμο πριν από οποιαδήποτε έρευνα της ΑΔΑΕ κι όχι ο κ. Ράμμος προς τον κ. Τσίπρα. Ο κύριος Τσίπρας παραπλάνησε το Κοινοβούλιο αναφέροντας ονόματα τα οποία δεν περιέχονταν στην επιστολή του κ. Ράμμου. Αλήθεια, πώς έφτασαν τα ονόματα αυτά στον κ. Τσίπρα και τον ΣΥΡΙΖΑ; Πώς ήταν σε γνώση του κ. Τσίπρα οι συγκεκριμένοι τηλεφωνικοί αριθμοί των προσώπων αυτών; Μέσω ποιας ακριβώς διαδρομής; Μήπως από τα ρυπαρά δίκτυα;».
Αγνωστο ήταν ότι ο Τσίπρας έδωσε ονόματα στον Ράμμο και ζήτησε έρευνα της ΑΔΑΕ; Οχι. Αφού ο Τσίπρας ρώτησε την ΑΔΑΕ για συγκεκριμένα ονόματα και ο Ράμμος επιβεβαίωσε την παρακολούθησή τους, πώς παραπλάνησε τη Βουλή ο Τσίπρας; Πώς έφτασαν τα ονόματα στον Τσίπρα; Οπως είχαν φτάσει στον Βαξεβάνη που τα κρεμούσε κάθε Σαββατόβραδο στα μανταλάκια. Πώς ήξερε τους αριθμούς ο Τσίπρας; Από το κυπατζίδικα έγγραφα.
Σε όλα τα ερωτήματα της ΝΔ υπάρχουν απαντήσεις (όπως κι αν τις αξιολογήσει κανείς). Στα βασικά ερωτήματα δεν υπήρξαν απαντήσεις από τον Μητσοτάκη: Τους παρακολουθούσαν ή όχι τους συγκεκριμένους; Για ποιους λόγους «εθνικής ασφάλειας» τους παρακολουθούσαν; Τι «λαβράκια» έβγαζαν οι παρακολουθήσεις και τις ανανέωναν επί οχτάμηνο για τον Χατζηδάκη, επί διετία για τους στραταίους; Ποιος διέταξε τις παρακολουθήσεις, που κατά τον Μητσοτάκη ήταν νόμιμες;
Να μην το βασανίζουμε άλλο, όλος ο κόσμος έχει καταλάβει. Τουλάχιστον οι δύο από τους τρεις ακροδεξιούς της κυβέρνησης (Γεωργιάδης και Βορίδης) και ο πολιτικός… σαλίγκαρος Χάρης Θεοχάρης, βγήκαν και είπαν ευθέως ότι η ΕΥΠ/ΚΥΠ δικαιούται να παρακολουθεί τους πάντες και καλά έκανε και παρακολουθούσε και τους συγκεκριμένους. Ο Μητσοτάκης με τον Γεραπετρίτη και τον Οικονόμου, που προσπαθούσαν να παίξουν την κολοκυθιά, νομίζοντας ότι όλος ο κόσμος βρίσκεται σε επίπεδο νηπιαγωγείου, το μόνο που κατάφεραν ήταν να ενισχύσουν τη βεβαιότητα για την ενοχή τους.
Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει τη φωλιά του λερωμένη. Δεν μιλάμε για τις παρακολουθήσεις επώνυμων (Πιτσιόρλας, Σαγιάς), που πρέπει να είχαν ξεκινήσει προ ΣΥΡΙΖΑ και αφορούσαν υπόθεση οικονομικού εγκλήματος, αλλά για την αποδεδειγμένη παγίδευση του τηλεφωνικού κέντρου στον Περισσό το 2016 και τα επόμενα χρόνια. Τίποτα δεν έκανε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ για να εξιχνιάσει την υπόθεση. Και τώρα, τη μέρα που ήταν να συζητηθεί η συγκεκριμένη υπόθεση στην Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής, οι συριζαίοι σηκώθηκαν και αποχώρησαν, προσπαθώντας με αλαζονικό τρόπο να επισκιάσουν τη συγκεκριμένη υπόθεση. Αυτό δικαίως εξόργισε τον Περισσό, που ανέβασε τους αντι-ΣΥΡΙΖΑ τόνους (και καλά έκανε). Οι καταγγελίες του Κουτσούμπα, της Παπαρήγα, του Παφίλη γνώρισαν μεγάλη δημοσιότητα στα αντι-ΣΥΡΙΖΑ Μέσα, που προσπάθησαν να στηρίξουν το «όλοι ίδιοι είναι». Δεν φταίει, βέβαια, το ΚΚΕ γι’ αυτό, όμως ο ΣΥΡΙΖΑ σίγουρα δεν συγκέντρωσε το «χαρτί» που υπολόγιζε να συγκεντρώσει μετά τη σύλληψη του Μητσοτάκη με τη γίδα στην πλάτη.
Ολες οι κρατικές υπηρεσίες, επί ΣΥΡΙΖΑ και επί ΝΔ, «σήκωσαν τα χέρια» μπροστά στην υπόθεση της παγίδευσης του τηλεφωνικού κέντρου στον Περισσό! Μια χαρά έγινε η συγκάλυψη. Τι μας λέει αυτή η παγίδευση; Οτι δεν είναι μόνο οι «νόμιμες επισυνδέσεις» και τα διάφορα Pegasus και Predator, αλλά ότι οι ασφαλίτικοι και κυπατζίδικοι μηχανισμοί χρησιμοποιούν και άλλα τεχνικά μέσα. Παλιά είχαν τους κοριούς και τις παράλληλες γραμμές, εδώ και χρόνια όμως, με την ψηφιοποίηση της τεχνολογίας των τηλεπικοινωνιών, οι δυνατότητές τους έχουν σημειώσει εκρηκτική άνοδο.
Ο Μητσοτάκης πήγε στην εύκολη λύση. Ελέγχοντας πλήρως τον κυπατζίδικο μηχανισμό, μέσω του Γρηγοριάδη, του Κοντολέοντα και της Βλάχου, βυσμάτωσε και τους δικούς του, μη τυχόν και ξεφύγει καμιά μίζα. Η αυτοκρατορική αλαζονεία που τον διακρίνει και η παιδική χαρά των (παντελώς άσχετων με την άσκηση της αστικής πολιτικής) α(χ)ρίστων που μάζεψε στο Μαξίμου, δεν του επέτρεψε να αυτοπροστατευθεί και τώρα πληρώνει τα επίχειρα.
Δεν είναι τυχαίο ότι το σκάνδαλο των υποκλοπών ξέσπασε τον τελευταίο χρόνο της θητείας της κυβέρνησης Μητσοτάκη, όταν αυτή άρχισε να παίρνει την κάτω βόλτα, λόγω της ανάλγητης οικονομικής και κοινωνικής της πολιτικής, ενώ παράλληλα εξελισσόταν ο πόλεμος ανάμεσα σε ισχυρούς καπιταλιστικούς ομίλους για το μοίρασμα της πίτας του Ταμείου Ανάκαμψης (δεν έχουμε παρά να θυμηθούμε την ανοιχτή κόντρα Μητσοτάκη-Μαρινάκη για το σκάνδαλο των υποκλοπών, που ήταν απλά ένα εργαλείο για τη ρύθμιση άλλων «υποθέσεων»).
Μετά την πρόταση δυσπιστίας, ο Μητσοτάκης ίσως να αισθάνεται ανακουφισμένος, ότι αυτή η ιστορία έκλεισε και θα κάνει ταμείο στις κάλπες σε λίγους μήνες. Δεν ξέρουμε αν υπάρχουν και άλλα καύσιμα στο ρεζερβουάρ του ΣΥΡΙΖΑ και δεν μας ενδιαφέρει στο τέλος της γραφής.
Το δίδαγμα που κρατάμε απ’ αυτήν την ιστορία είναι πως είναι πολιτική αφέλεια να πιστεύει κανείς στην «ασφάλεια των επικοινωνιών», που τάχα θα διασφαλίσουν κάποιες «ανεξάρτητες Αρχές», στο «κράτος δικαίου» και άλλα τέτοια αηδιαστικά και εξοργιστικά.
Το αστικό κράτος είναι ένας πολυπλόκαμος μηχανισμός για την εξασφάλιση της κυριαρχίας της αστικής τάξης, για την άσκηση της δικτατορίας του κεφαλαίου, όπως ευστοχότατα χαρακτήρισε ο Καρλ Μαρξ την αστική δημοκρατία (ακόμη και την πιο δημοκρατική αστική δημοκρατία, όπως τόνιζε). Οι μηχανισμοί χαφιεδισμού είναι βασικό στοιχείο στην άσκηση της κρατικής λειτουργίας. Οσο εξελίσσονται τα μέσα παραγωγής εξελίσσονται και τα εργαλεία που χρησιμοποιούν οι μηχανισμοί χαφιεδισμού, όμως η αποστολή τους παραμένει η ίδια: η συστηματική παρακολούθηση του «εσωτερικού εχθρού» για τη διευκόλυνση της καταστολής του.