Μεταφέρουμε δημοσίευμά μας στις 18 Ιούλη του 2020:
Δολοφόνοι καθ’ έξιν…
Επρεπε να πεθάνει ένας 26χρονος νέος για να πληροφορηθεί το πανελλήνιο ότι ένα μήνα πριν από το θάνατό του αυτός ο νέος είχε κακοποιηθεί ανηλεώς από τα ΜΑΤ στο Βόλο. Για τον Χρυσοχοΐδη, όμως, σημασία έχουν τα ακριβή αίτια του θανάτου αυτού του νέου και όχι το γεγονός της ακραίας κακοποίησής του από ένστολα γουρούνια, το οποίο δε θα άλλαζε, ακόμα κι αν αυτός ο νέος δεν είχε πεθάνει.
Με μια αξιοπρεπέστατη δήλωση, παρά τον πόνο για το χαμό του παιδιού του, ο πατέρας του Βασίλη Μάγγου έδωσε όλη την ουσία της υπόθεσης:
«Δεν λέμε ότι το παιδί μας πέθανε από τα τραύματα. Δεν λέμε πως αυτά ήταν η άμεση αιτία θανάτου του. Ξέρουμε όμως ότι αυτός ο ξυλοδαρμός, που είχαν πέσει δέκα πάνω του και του έσπασαν τα πλευρά, επηρέασε πολύ την ψυχολογία του. Αυτό δεν θα το δείξει καμία ιατροδικαστική έρευνα. Ο γιος μας λοιπόν δεν ήταν ένας Γρηγορόπουλος, δεν διεκδικούμε κάτι τέτοιο. Αλλά αγωνιζόταν ενάντια σε ένα αστυνομικό κράτος καταστολής. Δεν θέλουμε ένα κίνημα για το παιδί μας. Ενα κίνημα για την αστυνομική βία χρειαζόμαστε».
Οταν ο Βασίλης βρέθηκε νεκρός στο Βόλο, όσοι τον γνώριζαν θυμήθηκαν αμέσως το γεγονός της κακοποίησής του από τα ΜΑΤ. Δεν ήταν μικρός ο τραυματισμός του: 6-7 σπασμένα πλευρά, θλάση στο συκώτι και στη χοληδόχο κύστη. Τον χτύπησαν στο δρόμο, συνέχισαν να τον χτυπούν στο αυτοκίνητο και στο κτίριο της Αστυνομικής Διεύθυνσης Μαγνησίας. Οσο φώναζε «δεν μπορώ να αναπνεύσω» (ποιος μπορεί να αναπνεύσει με τόσα σπασμένα πλευρά;) τόσο τον χτυπούσαν. Αφού εκτόνωσαν πάνω του τα δολοφονικά τους ένστικτα, τον άφησαν ελεύθερο, για να μην τον μεταφέρουν οι ίδιοι στο νοσοκομείο και χρεωθούν τα τραύματά του. Νοσηλεύτηκε για τέσσερις μέρες και συνέχισε να παρακολουθείται από γιατρούς, επειδή έφερε ακόμα κακώσεις.
Θα πει κάποιος ότι όσοι έγραψαν στο Διαδίκτυο ότι πέθανε από την κακοποίηση που υπέστη από τους μπάτσους, βιάστηκαν. Ατομικές αναφορές ήταν αυτές, όχι ανακοινώσεις κάποιας συλλογικότητας. Η ανακοίνωση του Χρυσοχοΐδη, όμως, ήταν θεσμική ανακοίνωση. Η οποία, πέρα από το υβρεολόγιο, προσπαθούσε να καλύψει το γεγονός, προτού υπάρξει ιατροδικαστική έκθεση. Την ώρα που κυκλοφορούσαν βίντεο που έδειχναν την άγρια κακοποίηση του Βασίλη στο κέντρο του Βόλου (είχε προηγηθεί κινητοποίηση αλληλεγγύης στους συλληφθέντες σε διαδήλωση κατά της καύσης σκουπιδιών από την LAFARGE/ΑΓΕΤ), ο Χρυσοχοΐδης έγραφε για «προ μηνός καταγγελία του για αστυνομική βία».
Οταν ο πατέρας του νεκρού έβαλε τα πράγματα στη θέση τους, η κυβέρνηση «θυμήθηκε» να διατάξει έρευνα για την κακοποίηση του Βασίλη. Ομως ο πατέρας είχε καταγγείλει την κακοποίηση του γιου του αμέσως μόλις συνέβη. Γιατί δε διατάχθηκε τότε έρευνα; Επρεπε να πεθάνει ο Βασίλης, για να ερευνηθεί μετά θάνατον η προ μηνός κακοποίησή του;
Ξέρουμε, βέβαια, πού καταλήγουν συνήθως αυτές οι έρευνες. Ειδικά με τον Χρυσοχοΐδη έχουμε μια βεβαιότητα παραπάνω. Θυμόμαστε, βλέπετε, και την περίπτωση του σκηνοθέτη Ινδαρέ και των γιων του, που τους κακοποίησαν στην ταράτσα του σπιτιού τους και είπαν ότι ο Ινδαρές (την ταυτότητα του οποίου αγνοούσαν) τους επιτέθηκε και πήγε ν’ αρπάξει το πιστόλι ενός μπάτσου! Ο Ινδαρές είναι «επώνυμος» (και δεξιός μάλιστα!) και την πάτησαν. Θυμόσαστε, μήπως, ποια ήταν μέχρι το τέλος η εξήγηση του Χρυσοχοΐδη; Οτι θα έρθουν στο φως στοιχεία που θα ανατρέπουν πλήρως την εκδοχή του Ινδαρέ και των γιων του. Ακόμα τα περιμένουμε. Οπως περιμένουμε και το πόρισμα του εσωτερικού ελέγχου. Ο χρόνος είναι ο καλύτερος γιατρός, λένε οι μπάτσοι και ο υπουργός τους.
Το ίδιο θα γίνει και με την άγρια κακοποίηση του Βασίλη Μάγγου. Μετά από μερικές μέρες θα φύγουν από πάνω της τα φώτα της δημοσιότητας και οι καθ’ έξιν δολοφόνοι θα συνεχίσουν το… θεάρεστο έργο τους.
Χθες κάθησαν στο εδώλιο του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Βόλου τρεις από τους οχτώ μπάτσους που στις 14 Ιούνη του 2020 είχαν λιντσάρει τον Βασίλη, κατηγορούμενοι απλά για επικίνδυνες σωματικές βλάβες.
Το δικαστήριο δεν δέχτηκε την παράσταση υποστήριξης της κατηγορίας από την οικογένεια Μάγγου, μολονότι υπήρχε νομικό έρεισμα για να γίνει δεκτή, όπως δήλωσε η συνήγορος της οικογένειας Αννυ Παπαρρούσου. Δέχτηκε, όμως, το αίτημα της αναβολής, προκειμένου να έχει στο μεταξύ εκδοθεί η διάταξη του εισαγγελέα Εφετών Λάρισας, που κρίνει επί των μηνύσεων της οικογένειας. Η δίκη αναβλήθηκε για τις 15 Μάρτη του 2023, ενώ οι συνήγοροι υπεράσπισης των κατηγορούμενων ζήτησαν την πρόοδο της δίκης, εκτιμώντας προφανώς ότι αυτό που έχει διαμορφωθεί είναι το ευνοϊκότερο πλαίσιο για τους πελάτες τους.
Επίσης, το δικαστήριο κάλεσε ως μάρτυρες τους αυτόπτες που υπέδειξε η οικογένεια Μάγγου και τον ιατροδικαστή που έκανε τη νεκροψία-νεκτοτομή του Βασίλη. «Η πρόεδρος του δικαστηρίου δέχτηκε μετά από πίεσή μας τη συμμετοχή του ιατροδικαστή κ. Γαλεντέρη, ώστε η μήνυση να εκδικαστεί επί ίσοις όροις, γιατί θα ήταν οξύμωρο η άλλη πλευρά να έχει έναν ιατροδικαστή που δεν είδε και δεν εξέτασε ποτέ το σώμα του παιδιού μας και να λείπει ο ιατροδικαστής που εξέτασε τον Βασίλειο Μάγγο και ξέρει ακριβώς τα τραύματά του και τη βαρύτητά τους», δήλωσε ο Γιάννης Μάγγος.
Η οικογένεια του Βασίλη Μάγγου κατέθεσε δύο μηνύσεις, όμως η εισαγγελία Πρωτοδικών Βόλου τις πέταξε στα σκουπίδια (αρχείο)! Η οικογένεια προσέφυγε στην εισαγγελία Εφετών Λάρισας και αναμένεται η διάταξη. Γι’ αυτό ζητήθηκε η αναβολή και το αίτημα έγινε δεκτό (αν δεν γινόταν θα ήταν πρόκληση ολκής, ιδιαίτερα μετά τα όσα έχουν προηγηθεί.
Ο ίδιος ο Βασίλης Μάγγος, λίγο πριν από το θάνατό του είχε καταγγείλει τον άγριο βασανισμό του. «Μια διμοιρία ΟΠΚΕ και μια ΜΑΤ, στοχευμένα και συγκεκριμένα για μένα, μιας και με γνωρίζουν, ήρθαν τρέχοντας κατά πάνω μου και ξεκίνησαν να με βαράνε αναίτια, δολοφονικά, απάνθρωπα κι αλύπητα. Με χτυπούσαν μέχρι που δεν μπορούσα να πάρω ανάσα, γιατί είχα χτυπηθεί άσχημα στα πλευρά» έγραφε στην καταγγελία του. Και συνέχιζε: «Οταν (σ.σ. μέσα στο Α.Τ.) ζήτησα λίγο νερό, στην αρχή δεν μου δίνανε κι έπειτα με βάλανε να πιω από έναν καταψύκτη που έτρεχε σταγόνα-σταγονα το νερό και μάλιστα από κάτω προς τα πάνω. Εγώ εντωμεταξύ να ‘μαι σακάτης, κατάκοιτος και να μην μπορώ να πάρω τα πόδια μου. Και αφού διασκέδασαν όλοι μαζί πάνω μου, με ρίξανε στο κρατητήριο. Τελικά με βγάλανε, αφού τους άκουσα να λένε πως αν με κρατούσαν θα έπρεπε να με παν και νοσοκομείο».