Ο Ερντογάν μιλάει στο εκλογικό του ακροατήριο σαν ο «παπούλης του έθνους». Πότε δηλώνοντας «δε θέλω να ξαναδώ στα μάτια μου τον Μητσοτάκη» και πότε κραυγάζοντας «θα κάψουμε τους σύγχρονους Βυζαντινούς», με τη μπάντα των… Γενίτσαρων να παιανίζει (στην κιτσάτη εθνικιστική φιέστα για την επέτειο της κατάκτησης της Κωνσταντινούπολης από τον οθωμανό σουλτάνο Μωάμεθ Β’).
Οταν, όμως, απευθύνεται στο διεθνές ακροατήριο, χρησιμοποιεί άλλη γλώσσα. Οπως έκανε σε άρθρο του που δημοσιεύτηκε στον Εconomist, μέσω του οποίου εμφανίστηκε ως φανατικός εταίρος του ΝΑΤΟ. «Ο πόλεμος στην Ουκρανία έθεσε προκλήσεις για τη συμβατική σοφία αναφορικά με την έννομη διεθνή τάξη, τον ανταγωνισμό των μεγάλων δυνάμεων και την ευρωατλαντική ασφάλεια», έγραψε ο Ερντογάν, τονίζοντας ότι «οι πιο πρόσφατες εξελίξεις αναζωογόνησαν επίσης το ΝΑΤΟ, αναμφισβήτητα τη μεγαλύτερη στρατιωτική συμμαχία στην Ιστορία».
Δεν παραλείπει να σημειώσει πως «οι εταίροι μας (…) εσφαλμένα πίστεψαν ότι η μακροπρόθεσμη σταθερότητα μπορούσε να επιτευχθεί χωρίς την Τουρκία» και «αγνόησαν τις γεωπολιτικές πραγματικότητες και τις πιθανές απειλές που μπορεί να εμφανιστούν στην περιοχή», για να καταλήξει ότι «η νέα κατάσταση που αναδύθηκε με τον πόλεμο στην Ουκρανία αποδεικνύει πως οι προσδοκίες και εκκλήσεις της Τουρκίας ήταν ακριβείς» και ότι «ορισμένα κράτη-μέλη ξαφνικά εκτίμησαν τη γεωπολιτική θέση της Τουρκίας»
Για να μη φανούν αυτά ως κομπορρημοσύνη, ο Ερντογάν αραδιάζει τις επενδύσεις δισεκατομμυρίων δολαρίων στην πολεμική βιομηχανία της Τουρκίας, που οδήγησαν στην ανάπτυξη «στρατιωτικών προϊόντων που ξεχωρίζουν σε διάφορους πολέμους, μεταξύ των οποίων και στην Ουκρανία». Και περνάει στο ζουμί: «Η αυξημένη ικανότητα της Τουρκίας συνέβαλε επίσης στην ανθεκτικότητα και τη δύναμη του ΝΑΤΟ. Ενώ οι εταίροι μας εκτιμούσαν πάντα τις τουρκικές συνεισφορές στην αποστολή συλλογικής ασφάλειας του ΝΑΤΟ, τις ξέχασαν γρήγορα όταν δεν υπήρχαν απειλές για την εθνική τους ασφάλεια. Οι εταίροι μας που θυμούνται μόνο τη σημασία της Τουρκίας σε ταραγμένους καιρούς, όπως η κρίση στα Βαλκάνια, θεώρησαν εσφαλμένα ότι η μακροπρόθεσμη σταθερότητα θα μπορούσε να επιτευχθεί χωρίς την Τουρκία. Ετσι, μετά την εξάλειψη της άμεσης απειλής, αγνόησαν τη γεωπολιτική πραγματικότητα και τις πιθανές απειλές που θα μπορούσαν να προκύψουν στην περιοχή. Περιττό να πούμε ότι τέτοιου είδους όνειρα αποδείχτηκαν βραχύβια ως αποτέλεσμα διεθνών κρίσεων».
Αυτό είναι το φόντο πάνω στο οποίο η Τουρκία αναπτύσσει τη διπλωματία της την τρέχουσα περίοδο. Τα ελληνοτουρκικά είναι μόνο ένα τμήμα αυτής της διπλωματίας. Το «βέτο» στην ένταξη της Σουηδίας και της Φινλανδίας στο ΝΑΤΟ είναι ένα άλλο τμήμα. Η τουρκική κυβέρνηση τα βάζει όλα στο τραπέζι, ώστε να κάνει «ταμείο» στο τέλος.
Ο ελληνικός εθνικισμός, από την άλλη, στέκεται μόνο στη ρητορική του Ερντογάν και των κολαούζων του, προσπαθώντας να αποσπάσει δηλώσεις συμπάθειας από τις ιμπεριαλιστικές πρωτεύουσες. Από μια άποψη, αν δεν υπήρχε ο Ερντογάν, θα έπρεπε να τον εφεύρει ο Μητσοτάκης, καθώς η επιθετική ρητορική του τούρκου προέδρου επιτρέπει την ανάπτυξη της γνωστής εθνικοενωτικής προπαγάνδας στην Ελλάδα. Οταν «κινδυνεύει η πατρίς», ξεχνάμε και την ακρίβεια, αντέχουμε και τη φτώχεια…
Ο Μητσοτάκης παίζει το χαρτί «δεν απαντάμε στις προκλήσεις». Από την κυβέρνησή του, όμως, από τον Παναγιωτόπουλο συγκεκριμένα, προήλθε η διαρροή ότι υπάρχει κίνδυνος… υβριδικού πολέμου από την Τουρκία μέσα στο καλοκαίρι! Εσπευσαν και το μάζεψαν, προτού προκληθεί τρόμος και ζημιά στον τουρισμό, όμως αυτή η διαρροή-μπούρδα είναι χαρακτηριστική για τον τρόπο με τον οποίο εργαλειοποιείται η «τουρκική απειλή» στην Ελλάδα. Αρκεί να σκεφτεί κανείς πως οποιοδήποτε «θερμό επεισόδιο» μέσα στο καλοκαίρι δε θα έβλαπτε μόνο τον ελληνικό αλλά και τον τουρκικό τουρισμό. Και ξέρουμε καλά πώς περιμένει τον τουρισμό και το συνάλλαγμά του η κυβέρνηση Ερντογάν, μετά τη νομισματική κρίση που αντιμετώπισε και εξακολουθεί να αντιμετωπίζει.
Εκείνο που δεν κάνει ο ελληνικός εθνικισμός είναι να βάλει προς συζήτηση τις θέσεις που εκθέτει επίσημα η τουρκική διπλωματία. «Αποστρατιωτικοποιήστε τα νησιά, αλλιώς θα εγείρουμε ζήτημα κυριαρχίας σ’ αυτά», δήλωσε ο Τσαβούσογλου σε συνέντευξη στο Anadolu, στοχεύοντας κι αυτός στο εσωτερικό εκλογικό ακροατήριο. Πώς μπορεί να τεθεί ζήτημα κυριαρχίας σε νησιά με 100% ελληνικό πληθυσμό (μια μικρή τουρκική μειονότητα υπάρχει μόνο στην Κω); Μόνο με πόλεμο. Εχει κάτι τέτοιο κατά νου η τουρκική εθνικιστική ηγεσία; Δεν νομίζουμε ότι αυτή η ηγεσία αποτελείται από υποψήφιους αυτόχειρες. Τα περί κυριαρχίας λέγονται για να «μπαζώσουν» όλα τα υπόλποιπα, τα οποία έχουν νομική βάση, έχουν εκτεθεί με νομικό τρόπο (με επιστολές στον ΟΗΕ) εδώ και περίπου ένα χρόνο και πλέον επανέρχονται πιο δυναμικά , καθώς η τουρκική κυβέρνηση εκτιμά ότι η συγκυρία την ευνοεί, διότι ο περιφερειακός ρόλος της Τουρκίας, ως μέλους του ΝΑΤΟ, έχει αναβαθμιστεί. Αυτά δεν τα συζητούν στην Ελλάδα, γιατί άλλα είναι βάσιμα και άλλα συνιστούν διαφορές που μπορούν να επιλυθούν μόνο από διεθνή δικαστήρια.
Ηταν καλοκαίρι του 2020, όταν ο αντιπρόεδρος της τουρκικής κυβέρνησης Φουά Οκτάι, σε συνέντευξή του στη Μιλιέτ, έλεγε πως «αντίθετα με τις συμφωνίες, τα νησιά του Αιγαίου έχουν στρατιωτικοποιηθεί. Αυτό είναι απαράδεκτο για την Τουρκία». Και συνέχιζε: «Ο,τι απαιτείται γι’ αυτό θα γίνει. Αλλωστε αυτή τη στιγμή σε αυτό το πλαίσιο έχουν ξεκινήσει εργασίες νομικών διαδικασιών».
Και «άμ’ έπος άμ’ έργον». Ακολούθησαν δύο επιστολές προς τον ΟΗΕ, μία τον Ιούλη του 2021 κι άλλη μία τον Οκτώβρη του 2021, με τις οποίες η τουρκική κυβέρνηση κατήγγειλε ότι η Ελλάδα παραβιάζει τις διεθνείς συνθήκες που προβλέπουν ότι τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου πρέπει να είναι αποστρατιωτικοποιημένα. Δεν λέει τίποτα το καινούργιο, λοιπόν, η τουρκική πλευρά. Απλά, τώρα το λέει και «ακούγεται».
Η απάντηση της ελληνικής πλευράς επικαλείται τον καταστατικό χάρτη του ΟΗΕ για την άμυνα προς υπεράσπιση της εθνικής κυριαρχίας: Οταν η Τουρκία έχει δημιουργήσει τη Στρατιά του Αιγαίου και η τουρκική Βουλή έχει ψηφίσει το casus belli, είναι νόμιμο δικαίωμά μας να εξοπλίσουμε τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου, είναι η πάγια θέση των ελληνικών κυβερνήσεων. Ολοι γνωρίζουμε, πάντως, ότι παλαιότερα τα νησιά τύποις ήταν αποστρατιωτικοποιμένα, οι στρατιωτικές μονάδες ονομάζονταν «τάγματα εθνοφυλακής» και οι φαντάροι έβγαιναν έξοδο μόνο ντυμένοι με πολιτικά.
Και οι δυο πλευρές προβάλλουν νομικά επιχειρήματα, από την άποψη του διεθνούς δικαίου και του δικαίου των συνθηκών. Αρα; Αρα κάποιος πρέπει να διαιτητεύσει. Κι αυτό είναι μόνο ένα από τα ζητήματα που εγείρει η τουρκική πλευρά. Η διαιτησία πρέπει να επεκταθεί σε όλα (θα τα αναφέρουμε παρακάτω), είτε πρόκειται για διεθνή δικαστική διαιτησία, είτε για διαιτησία κάποιων ιμπεριαλιστικών οργάνων. Αυτή τη διαιτησία, όμως, δεν τη θέλει το ελληνικό κράτος, που κινείται με το δόγμα «έχουμε μόνο μια διαφορά με την Τουρκία, τον καθορισμό υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ».
Αυτή η διελκυστίνδα κρατάει χρόνια, τροφοδοτεί τον εθνικιστικό ανταγωνισμό ανάμεσα στις δυο χώρες και φτάνει μέχρι και επεισόδια όπως αυτό των Ιμίων ή η αντιπαράταξη των πολεμικών στόλων στην Ανατολική Μεσόγειο. Το ελληνικό κράτος θεωρούσε τα τελευταία χρόνια ότι βρίσκεται «καβάλα στ’ άλογο» και προσπαθούσε να απομονώσει την Τουρκία, με την τριμερή Ελλάδα-Κύπρος-Ισραήλ που γινόταν και τετραμερςή με την προσθήκη της Αιγύπτου. Η τουρκική κυβέρνηση έχει ήδη κάνει κινήσεις εξομάλυνσης των σχέσεών της με τις αραβικές χώρες, ακόμα και με τη σιωνιστική οντότητα. Τώρα, όμως, με την αναβάθμιση του περιφερειακού της ρόλου στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ, βρήκε την ευκαιρία να ανοίξει όλη τη διπλωματική ατζέντα της, εκτιμώντας πως μόνο να κερδίσει έχει. Κι όπως γίνεται σε κάθε διπλωματικό παζάρι, βάζει και «μαξιμαλιστικά» αιτήματα, για να έχει το περιθώριο να υποχωρήσει απ’ αυτά.
Γράψαμε προχθές, απ’ αφορμή την ανακοίνωση του τουρκικού ΥΠΕΞ για τις δηλώσεις του αναπληρωτή εκπρόσωπου της γερμανικής καγκελαρίας, ότι ήταν μια ανακοίνωση διαμαρτυρίας, χωρίς να ξεπερνά τα διπλωματικά όρια, στην οποία το τουρκικό ΥΠΕΞ άπλωσε όλο τον… τραχανά που έχει παραγάγει η τουρκική διπλωματία το τελευταίο διάστημα. Ας δούμε τα βασικά σημεία:
- Η Ελλάδα «παρενοχλεί τα αεροσκάφη μας στον εθνικό και διεθνή εναέριο χώρο της χώρας μας, αγνοώντας τους Συμμάχους του ΝΑΤΟ. Η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα στον κόσμο που διεκδικεί μεγαλύτερο εναέριο χώρο από τα χωρικά της ύδατα. Με βάση αυτόν τον παράνομο ισχυρισμό, θα ήταν ανακριβές να χαρακτηριστούν πτήσεις εντός 6-10 μιλίων από τον διεθνή εναέριο χώρο ως “παραβίαση του ελληνικού εναέριου χώρου”».
Δεν υπάρχει ιμπεριαλιστική δύναμη που δε θα δεχτεί αυτόν τον ισχυρισμό της Τουρκίας. Εχουμε μιλήσει πολλές φορές για το «διεθνές παράδοξο», μια χώρα (η Ελλάδα) να έχει χωρικά ύδατα 6 ναυτικών μιλίων και εθνικό εναέριο χώρο 10 ναυτικών μιλίων. Το μόνο που θα πουν οι ιμπεριαλιστές στην Τουρκία είναι πως δεν πρέπει να επιδιώκει επίλυση με τη βία αλλά με διαπραγματεύσεις. Η Τουρκία θα απαντά ότι αυτή θέλει διαπραγματεύσεις, αλλά η Ελλάδα δε σηκώνει κουβέντα.
- «Η Ελλάδα εξοπλίζει τα νησιά που βρίσκονται κοντά στη χώρα μας, σε αντίθεση με τις Συνθήκες Ειρήνης της Λωζάνης το 1923 και του Παρισιού το 1947».
Γράψαμε ήδη ποια είναι η ελληνική απάντηση (καθόλου αβάσιμη), όμως σημασία έχει τι θα πουν οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις: βρείτε τα με συνομιλίες ουσίας.
- «Επιπλέον, [η Ελλάδα] διατηρεί την παράνομη και άδικη στάση της ότι μπορεί μονομερώς να επεκτείνει τα χωρικά ύδατα στο Αιγαίο πέραν των 6 ναυτικών μιλίων ενάντια στα ζωτικά συμφέροντα της χώρας μας και την ελευθερία της ναυσιπλοΐας».
Η επίκληση του Δικαίου της Θάλασσας (σύμβαση UNCLOS), που επιτρέπει την επέκταση των εθνικών χωρικών υδάτων στα 12 μίλια, δεν αρκεί. Γιατί είναι μια τυπική επίκληση του γράμματος του νόμου, που παραβιάζει το πνεύμα του νόμου. Αν η Ελλάδα επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα στα 12 ναυτικά μίλια, το Αιγαίο θα μετατραπεί σε ελληνική λίμνη. Και το πνεύμα του διεθνούς δικαίου και η νομολογία που έχει διαμορφωθεί προσφέρουν πολλά παραδείγματα διαφορετικών ρυθμίσεων. Το ελληνικό κράτος, όμως, αρνείται να προσφύγει στο διεθνές δικαστήριο της Χάγης και γι’ αυτό το ζήτημα. Δεν τολμά μεν να κάνει επέκταση στα 12 μίλια, λόγω του casus belli, όμως δεν αποδέχεται και να το διαπραγματευτεί με την άλλη πλευρά.
- «Η Τουρκία δεν έχει μάτια στη γη κανενός».
Μ’ αυτή την έξυπνη διατύπωση, η τουρκική κυβέρνηση απαντά στα περί αναθεωρητικής πολιτικής που την κατηγορεί η ελληνική πλευρά. Εμφανίζεται σαν… ειρηνοποιός, σαν παράγοντας… περιφερειακής σταθερότητας. Και δεν έχει καμιά σημασία πώς αντιμετωπίζονται αυτές οι δηλώσεις από τον ελληνικό εθνικισμό, αλλά πώς αντιμετωπίζονται από τις ιμπεριαλιστικές χώρες της Δύσης, που μπορεί να κάνουν καμιά… φιλελληνική δήλωση όταν πρόκειται να πουλήσουν καινούργιες παρτίδες πανάκριβων οπλικών συστημάτων, επί της ουσίας όμως τηρούν ίσες αποστάσεις και κάνουν σπονδές στην… αναγκαιότητα του διαλόγου μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας.
Η Τουρκία, χωρίς να διαρρηγνύει τις σχέσεις της με τη Γερμανία (για ποιο λόγο να το κάνει;) βρήκε την ευκαιρία να παρουσιάσει τις θέσεις της, οι οποίες πλέον αποτελούν τμήμα του διεθνούς διαλόγου. Οπως το έγραψε ο Ερντογάν στον Economist, υπήρξαν «μυωπικές και περιστασιακά επικίνδυνες θέσεις ορισμένων κρατών-μελών του ΝΑΤΟ», που πρέπει ν’ αλλάξουν παίρνοντας υπόψη τους τις «απειλές στην ασφάλεια», που αντιμετωπίζει η Τουρκία. Βγήκε παραπονούμενος, γράφοντας πως «όλες οι χώρες του ΝΑΤΟ αναγνωρίζουν τη μεγάλη σημασία της Τουρκίας στη Συμμαχία [αλλά] δεν θέλουν να εκτιμήσουν ορισμένους κινδύνους που αντιμετωπίζουμε» (στους κινδύνους δεν περιέλαβε μόνο τη στάση του ελληνικού κράτους, αλλά και το Κουρδικό).
Ο Τσαβούσογλου ανακοίνωσε στο Anadolu ότι η Τουρκία διακόπτει «επίσημα τη διαδικασία του Ανώτατου Συμβουλίου Συνεργασίας Ελλάδας – Τουρκίας»,αναφερόμενος σε εχθρικές δηλώσεις του Μητσοτάκη και ασυνεπή στάση της Ελλάδας στις προσπάθειες διαλόγου. Η στάση του Μητσοτάκη ήταν εντελώς αμυντική. Μετά την έκτακτη σύνοδο κορυφής της ΕΕ δήλωσε ότι «είναι λυπηρό που η Τουρκία χάνει μια ευκαιρία για να βελτιώσει τις σχέσεις της με την Ελλάδα» και πως το τελευταίο που χρειάζεται η περιοχή στην παρούσα περίοδο είναι άλλη μια «εστία έντασης». Οσο για την τουρκική επιχειρηματολογία, το έριξε στην αερολογία, δηλώνοντας ότι «η Ελλάδα αποκρούει και τα πιο παράλογα επιχειρήματα με αυτοπεποίθηση και ψυχραιμία».
Η διελκυστίνδα θα συνεχιστεί, καθώς η τουρκική πλευρά θεωρεί ότι τώρα είναι η ευκαιρία της, ενώ η ελληνική πλευρά θεωρεί ότι τώρα βρίσκεται σε μειονεκτική θέση έναντι της Τουρκίας. Και οι λαοί σε Ελλάδα και Τουρκία θα ποτίζονται με το εθνικιστικό αφιόνι, την ίδια στιγμή που οι αστικές πολιτικές ηγεσίες συσφίγγουν τις σχέσεις τους με το ΝΑΤΟ και τις ιμπεριαλιστικές κυβερνήσεις της Δύσης, προχωρούν σε υπέρογκα εξοπλιστικά προγράμματα και βυθίζουν τους λαούς στη φτώχεια.