O Μητσοτάκης επέλεξε σήμερα στη Βουλή, μεταξύ των άλλων, να κατηγορήσει τον ΣΥΡΙΖΑ ότι «επώνυμα στελέχη του υπερασπίζονται τον Κουφοντίνα, όχι έναν οποιονδήποτε κρατούμενο, τον αμετανόητο δολοφόνο 11 ανθρώπων που στις άδειές του κάνει βόλτες στους τόπους όπου έχυσε το αίμα τους».
Η ρητορική αυτή δεν προκάλεσε έκπληξη. Εκπληξη, ενδεχομένως, να προκάλεσε σε κάποιους η αφωνία του Τσίπρα! Δεν υπερασπίστηκε τα λιγοστά στελέχη του κόμματός του, όπως έκανε π.χ. στη συνέντευξή του στον Σρόιτερ.
Προφανώς, οι αλληλοκατηγορίες για τον έλεγχο της ΕΡΤ ήταν πιο σημαντικές ακόμα και από την υπεράσπιση της αλήθειας. Ο Τσίπρας ήξερε πολύ καλά ότι κανένας συριζαίος δεν «υπερασπίζεται τον Κουφοντίνα». Οι λιγοστοί που είχαν ως τώρα το θάρρος να μιλήσουν (ανάμεσά τους και ο πρώτος στο ψηφοδέλτιο Επικρατείας του ΣΥΡΙΖΑ, Βασίλης Βασιλικός) υπερασπίστηκαν τα δικαιώματα του Κουφοντίνα ως κρατούμενου, τα οποία παραβιάζονται με ωμό και απροκάλυπτο τρόπο.
Ηξερε ακόμα ο Τσίπρας, ότι ο Μητσοτάκης έκανε μια αισχρή προβοκάτσια σε βάρος του ΣΥΡΙΖΑ, διαστρέφοντας πλήρως το νόημα των δημόσιων παρεμβάσεων μελών και στελεχών του κόμματος. Kαι ότι η προβοκάτσια δε στρεφόταν μόνο ενάντια στον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και σε ανθρώπους από διαφορετικούς χώρους (σήμερα, προστέθηκε σ’ αυτούς και η Πέπη Ρηγοπούλου, η οποία έγραψε στην ΕφΣυν ότι είναι «ζήτημα δημοκρατίας» να σωθεί η ζωή του Δημήτρη Κουφοντίνα). Κι όμως σιώπησε. Φοβήθηκε μην τον… κακοχαρακτηρίσουν οι «νοικοκυραίοι».
Οταν όμως τέτοια ζητήματα μπαίνουν στη ζυγαριά της μικροπολιτικής και του αρχηγικού «ίματζ μέικινγκ» και ένας κόσμος τα αποδέχεται (στο όνομα του πολιτικού «ρεαλισμού»), όταν άλλοι αδιαφορούν με μια λογική του τύπου «δεν μας αφορά», δεν έχουν απλά αρχίσει και συνηθίζουν το πρόσωπο του τέρατος, αλλά έχουν μάθει να συμβιώνουν με το τέρας στο πλαίσιο της «δημοκρατίας».
Τι είναι αυτό που έχει οδηγήσει τον Δημήτρη Κουφοντίνα σε μια σκληρή (μόνο με νερό) απεργία πείνας, η οποία σήμερα συμπληρώνει 35 μέρες; Οχι κάποιο δικό του αίτημα, αλλά η αντίσταση στην παραβίαση της στοιχειώδους νομιμότητας. Ακόμα και της στυγνά κατασταλτικής νομιμότητας που διαμορφώθηκε με τον πρόσφατο νόμο Χρυσοχοΐδη (που οι ίδιοι οι εμπνευστές του τον ονόμασαν «νόμο Κουφοντίνα»). Αυτός ο νόμος προβλέπει επαναμεταγωγή του στη φυλακή από την οποία μετήχθη στις αγροτικές. Δηλαδή στον Κορυδαλλό.
Αυτοί τον έστειλαν στον Δομοκό, χωρίς καμιά νομική αιτιολόγηση. Με τη μεσαιωνική αντίληψη «είσαι στα χέρια μας, σε κάνουμε ό,τι θέλουμε». Ξαναδιαβάστε τη σημερινή τοποθέτηση Μητσοτάκη στη Βουλή, που παραθέσαμε στην αρχή. Αυτό ακριβώς λέει: ο Κουφοντίνας ως κρατούμενος δεν έχει τα δικαιώματα των υπόλοιπων κρατούμενων. Γι’ αυτόν δεν ισχύει κανένας νόμος, παρά μόνο η θέληση κάποιων για εκδίκηση.
Δε θα επικρίνουμε όσους και όσες στέκονται στην (υπαρκτή) ανθρωπιστική πλευρά του ζητήματος, στον κίνδυνο ζωής που αντιμετωπίζει ένας άνθρωπος. Ομως το ανθρωπιστικό ζήτημα προέκυψε λόγω της ωμής και απροκάλυπτης παραβίασης μη αμφισβητούμενου δικαιώματος ενός κρατούμενου. Δεν μπορεί να διαχωριστεί απ’ αυτό. Δεν «τρελάθηκε» ο Κουφοντίνας. Αναγκάστηκε να «πολεμήσει» τον αδίστακτο εχθρό με το μόνο όπλο που διαθέτει: το σώμα του.
Αυτο το γεγονός δεν μπορεί να μπαίνει σε καμιά ζυγαριά. Οποιος/α σχετικοποιεί την υποχρέωσή του/της να ζητήσει ισονομία για τον Κουφοντίνα καθίσταται συνένοχος/η μιας αδίστακτης κυβέρνησης. Δεν ζητάμε τίποτα περισσότερο από την τυπική ισονομία της αστικής δημοκρατίας. Από την ανταπόκριση σ’ αυτό θα κριθούμε όλοι/ες. Ιδιαίτερα όσοι/ες έχουμε δημόσιο λόγο.