Πρόκειται ασφαλώς για κατόρθωμα της αντιπροέδρου της Βουλής και προέδρου της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας Τασίας Χριστοδουλοπούλου. Κατάφερε να συσπειρώσει σε «ενιαίο μέτωπο» όλη την αντιπολίτευση (πλην Λεβέντη και νεοναζί). Πέρα από την πολιτική, έπαθε και διαδικαστική νίλα, καθώς ο Βενιζέλος επικαλέστηκε το άρθρο 41Α του Κανονισμού της Βουλής, που επιβάλλει την κλήση υπουργών και άλλων προσώπων εφόσον το ζητήσουν τα δύο πέμπτα των μελών της Επιτροπής (η μειοψηφία δηλαδή). Στριμωγμένη στα σκοινιά η Χριστοδουλοπούλου δεν είχε άλλη επιλογή από τα να δεχτεί την πρόταση που στήριζε σύσσωμη σχεδόν η αντιπολίτευση.
Ετσι, Παππάς, Κρέτσος, Αλαφούζος, Καλογρίτσας, Μαρινάκης, Κυριακού, δηλαδή υπουργός, γενικός γραμματέας και οι τέσσερις καναλάρχες (έχουν ανακηρυχτεί «οριστικοί υπερθεματιστές»), θα προσέλθουν στην Επιτροπή (εντός μηνός λέει ο Κανονισμός) για ακρόαση. Σύμφωνα με τον Κανονισμό, ερωτήσεις μπορούν να θέσουν η πρόεδρος της Επιτροπής, τρεις βουλευτές από το πρώτο σε δύναμη κόμμα (ΣΥΡΙΖΑ), δύο από το δεύτερο (ΝΔ) και από ένας από όλα τα υπόλοιπα. Ο περιορισμός δεν μπορεί να λειτουργήσει υπέρ της κυβέρνησης, διότι δύο δεξιοί, ένας πασόκος, ένας ποταμικός και ένας του Περισσού φτάνουν και περισσεύουν. Ασε που ο Κανονισμός δίνει τη δυνατότητα αύξησης του αριθμού των ερωτώντων, οπότε αντιλαμβάνεστε τι θα γίνει αν ζητήσουν να ρωτήσουν κι άλλοι βουλευτές της αντιπολίτευσης και η Χριστοδουλοπούλου τους το αρνηθεί (έχει το δικαίωμα).
Πριν δεχτεί αναγκαστικά την πρόταση της αντιπολίτευσης, η Χριστοδουλοπούλου έπαιξε απεγνωσμένη άμυνα, αρνούμενη την πρόταση της αντιπολίτευσης. Ελεγε στους βουλευτές να κάνουν επίκαιρη ερώτηση ή επερώτηση στον αρμόδιο υπουργό, με προφανή στόχο να παραπεμφθεί η σχετική συζήτηση στις ελληνικές καλένδες, αφού ο πρόεδρος της Βουλής μπορεί να αναβάλει τον ορισμό της συζήτησης, ενώ ο υπουργός μπορεί να επικαλεστεί διάφορα προσχήματα και να μην πάει να απαντήσει. Για μήνες μπορούν να καθυστερήσουν τον κοινοβουλευτικό έλεγχο μ' αυτό τον τρόπο. Ασε που σ' αυτή τη διαδικασία δε θα καλούνταν οι τέσσερις καναλάρχες, ούτε ο γενικός γραμματέας, αλλά θα απαντούσε μόνον ο υπουργός, ενώ όλη η διαδικασία θα περιοριζόταν στα ασφυκτικά χρονικά όρια που προβλέπει ο Κανονισμός για τις διαδικασίες της Ολομέλειας. Αντίθετα, στην Επιτροπή θα κληθούν και οι καναλάρχες, ενώ η διαδικασία είναι πιο χαλαρή κι άμα η Χριστοδουλοπούλου προσπαθήσει να τη μαζέψει, θα αντιμετωπίσει και πάλι πυρά από ολόκληρη την αντιπολίτευση.
Περιττεύει να πούμε ότι η απεγνωσμένη άμυνα της Χριστοδουλοπούλου αποκάλυψε τον μεγάλο φόβο της κυβέρνησης, άρα την έμμεση παραδοχή της ότι υπάρχει «βρομοδουλειά». Η κυβέρνηση που καμάρωνε ότι κατάργησε την ανομία, ότι έκανε έναν άψογο διαγωνισμό, ότι πέρασε από αυστηρό έλεγχο τους νέους καναλάρχες και τους βρήκε σε όλα εντάξει, θα έπρεπε κανονικά να επιδιώκει την κοινοβουλευτική διαδικασία, προκειμένου να «ξεβρακώσει» την αντιπολίτευση που υπηρετεί τους παλιούς «νταβατζήδες». Βλέπουμε, όμως, να συμβαίνει το αντίθετο. Να συμπεριφέρεται η αντιπολίτευση σαν αρχάγγελος της νομιμότητας και φανατικός πολέμιος της διαπλοκής και να είναι η κυβέρνηση εκτεθειμένη, καθώς κατηγορείται ότι χτίζει τη νέα διαπλοκή και το μόνο που κάνει είναι να προσπαθεί ν' αποφύγει τη διαδικασία του κοινοβουλευτικού ελέγχου.