Τρεις μέρες πριν τις εκλογές, η εφημερίδα «ΤΑ ΝΕΑ» δημοσίευσε το «νέο σχολικό χάρτη της χώρας», ο οποίος θα προκύψει μετά το δεύτερο εκτεταμένο τσουνάμι συγχωνεύσεων-καταργήσεων, υποβιβασμών και κάποιων ιδρύσεων σχολικών μονάδων. Ακόμη και το timing της δημοσίευσης αυτής της απόφασης, που σημειωτέον δεν διαψεύστηκε από το υπουργείο Παιδείας, φανερώνει το μέγεθος της αναλγησίας των κυβερνώντων, που μπροστά στην εξυπηρέτηση των συμφερόντων του ντόπιου και ξένου κεφαλαίου και της υλοποίησης των δεσμεύσεων που απορρέουν από τις μνημονιακές πολιτικές, δεν διστάζουν μπροστά σε τίποτε και αγνοούν ακόμη και αυτό το πολιτικό κόστος, που κάθε αστικός μηχανισμός στο παρελθόν έπαιρνε υπόψη του. Ταυτόχρονα ήρθαν στο φως από εκπαιδευτικό ιστότοπο οι σχετικές ΚΥΑ για την πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση, που το υπουργείο Παιδείας έχει έτοιμες στα συρτάρια του.
Σύμφωνα με τα δημοσιεύματα για το σχολικό έτος 2014-2015, στη μεν πρωτοβάθμια συγχωνεύονται 128 δημοτικά σχολεία και 74 νηπιαγωγεία, ενώ καταργούνται 15 δημοτικά και 30 νηπιαγωγεία. Αντίστοιχα, στη δευτεροβάθμια συγχωνεύονται 16 γυμνάσια-λύκεια και 12 ΕΠΑΛ και καταργούνται 1 γυμνάσιο και 4 ΕΠΑΛ.
Ταυτόχρονα με τις συγχωνεύσεις-καταργήσεις δεκάδες σχολεία υποβιβάζονται (130 δημοτικά, 20 νηπιαγωγεία).
Ο σαρωτικός αφανισμός σχολείων από τον εκπαιδευτικό χάρτη συνοδεύεται και από έναν ισχνό αριθμό ιδρύσεων (6 δημοτικά, 11 νηπιαγωγεία, 1 γυμνάσιο, 2 γενικά λύκεια, 14 ΕΠΑΛ και 6 λυκειακές τάξεις σε γυμνάσια), που λειτουργεί περισσότερο ως «ξεκάρφωμα», ώστε να παρουσιαστεί το όλο εγχείρημα ως «εξορθολογισμός» και «νοικοκύρεμα».
Το νέο κύμα συγχωνεύσεων-καταργήσεων είναι το δεύτερο σε έκταση μετά το άγριο πετσόκομμα των δημόσιων σχολείων που έγινε επί υπουργίας Διαμαντοπούλου, το 2011. Τότε αφανίστηκαν δια μιας 1.056 σχολεία, ενώ συγχωνεύθηκαν 1.933 σχολεία (1.523 στην πρωτοβάθμια και 410 στη δευτεροβάθμια).
Η τακτική αυτή του υπουργείου Παιδείας έχει ταξικό πρόσημο. Αν παρατηρήσει κανείς το χάρτη με τα σχολεία που συγχωνεύονται ή καταργούνται θα δει ότι η συντριπτική πλειοψηφία αυτών αφορά σχολεία σε υποβαθμισμένες περιοχές των μεγάλων αστικών κέντρων, στην απομεμακρυσμένη επαρχία, σε περιοχές προλεταριακού και αγροτικού πληθυσμού.
Τα ηνία στις λίστες των συγχωνεύσεων κατέχουν τα σχολεία της Α΄ Αθήνας, στις περιοχές που βρίσκονται γύρω από το κέντρο, όπου η εγκατάλειψη είναι εμφανέστατη και όπου κατοικούν πλέον πλήθος μεταναστών, με κάποιες «πινελιές» από τον Βύρωνα, το Γαλάτσι και του Ζωγράφου και ακολουθούν η Β΄ Αθήνας (Ηράκλειο, Μελίσσια, Χολαργός, Αγ. Παρασκευή) και η Γ΄ Αθήνας (Περιστέρι, Αιγάλεω, Πετρούπολη). Θραύση γίνεται και στις εργατικές συνοικίες του Πειραιά (Νίκαια, Κερατσίνι, Κορυδαλλός). Τον μακρύ κατάλογο συμπληρώνουν τα σχολεία σε Καρδίτσα, Λάρισα, Βέροια, Δυτική Θεσσαλονίκη, Λασίθι, Αργολίδα Βοιωτία, Φωκίδα, κ.λπ., ενώ στα νηπιαγωγεία την πρωτιά έχει η Ανατολική Θεσσαλονίκη.
Στις καταργήσεις των σχολικών μονάδων -δημοτικών και νηπιαγωγείων- πρωτοστατούν τα χωριά των Τρικάλων, της Αχαΐας, της Καβάλας, της Πέλλας, της Ηπείρου, της Εύβοιας, κ.α.
Η πολιτική αυτή του υπουργείου Παιδείας, που όπως δείχνουν τα πράγματα δεν έχει τέλος, θα έχει βαριές επιπτώσεις σε μαθητές και εκπαιδευτικούς:
– Γιατί είναι αναπόφευκτο να δημιουργηθούν πολυπληθή τμήματα, ειδικά στα μεγάλα αστικά κέντρα, γεγονός που προκαλεί ισχυρό πλήγμα στην εκπαιδευτική διαδικασία.
– Γιατί οι μαθητές των χωριών καταδικάζονται ευθύς εξαρχής στην ανέχεια, στις κακουχίες και την αμορφωσιά, καθώς το κράτος δεν καλύπτει ή καλύπτει υποτυπωδώς τη μεταφορά τους από και προς το σχολείο τους.
– Γιατί αφανίζεται το σχολείο της γειτονιάς (που σ’ ένα βαθμό αποτελούσε και πηγή ζωής της και συνεκτικό κρίκο ανάμεσα στις οικογένειες των εργαζόμενων) και δημιουργούνται υδροκέφαλα σχολεία, παρόμοια με καπιταλιστικά κάτεργα, όπου ο διευθυντής θα διοικεί ως μάνατζερ, αναζητώντας τον οικονομικότερο και προσφορότερο απ’ όλες τις απόψεις για το αστικό κράτος τρόπο διαχείρισης. Γιατί μέσα σ’ αυτά τα σχολεία-μεγαθήρια θα εφαρμόζονται τα «νέα», υποτίθεται, προγράμματα, που εκπαιδεύουν τη νεολαία στην αποκλειστική κατάκτηση των απαραίτητων δεξιοτήτων που απαιτεί η αγορά τον 21ο αιώνα σε βάρος των όποιων στοιχείων γενικής μόρφωσης (σχολεία Ενιαίου Αναμορφωμένου Εκπαιδευτικού Προγράμματος, ΕΑΕΠ), θα συνθλίβονται οι μαθητές στο μύλο του καθημερινού 7ωρου (ακόμη και τα πρωτάκια και δευτεράκια θα σχολούν κάθε μέρα στις 2 μ.μ.), θα ανθούν οι προϋποθέσεις και οι ευκαιρίες για την εμπέδωση της «ανταποδοτικής» λειτουργίας, με τη συμμετοχή χορηγών και των γονιών και θα εργάζονται εκπαιδευτικοί με πολυδιασπασμένες εργασιακές σχέσεις, εκπαιδευτικοί ειδικοτήτων με εξευτελιστικές αμοιβές ΕΣΠΑ. Σε τούτα τα απρόσωπα σχολεία, χάνεται κάθε έννοια συλλογικότητας σε όλα τα επίπεδα και ενδυναμώνει ο ατομισμός.
– Γιατί χιλιάδες εκπαιδευτικοί θα μείνουν «ξεκρέμαστοι», θα χάσουν την οργανική τους θέση και θα μπουν στην περιπέτεια της «υπεραριθμίας», εξαναγκαζόμενοι να μετακινηθούν μακριά από τον τόπο κατοικίας τους. Και γιατί έτσι ανοίγει ο δρόμος και των μελλοντικών τους απολύσεων, με τη βοήθεια και της «αξιολόγησης», που προωθείται με το βούρδουλα και τις απειλές.
Ολα τούτα πραγματοποιούνται μέσα στο ασφυκτικό πλαίσιο της δραματικής συρρίκνωσης των δαπανών για την Παιδεία, που έχει εξαϋλώσει τις λειτουργικές δαπάνες για τα δημόσια σχολεία και έχει μηδενίσει τους μόνιμους διορισμούς. Η αξιολόγηση, που πάει παράλληλα με αυτή τη διαδικασία διαρκούς συρρίκνωσης της δημόσιας εκπαίδευσης, έντασης των ταξικών φραγμών και απαξίωσης της μόρφωσης, θα βάλει την ταφόπλακα στο δημόσιο σχολείο.