Οταν ο αντίπαλος ζητά διαπραγμάτευση, σημαίνει ότι βρίσκεται σε δύσκολη θέση. Τότε δεν του απλώνεις το χέρι για να τον σώσεις, αλλά τον «πατάς». Κι όταν, τελικά, πας στη διαπραγμάτευση, αυτή γίνεται με τους δικούς σου όρους και όχι με τους όρους του αντίπαλου. Αυτή την αλφαβήτα του ταξικού πολέμου κάποιοι κάνουν πως την ξεχνάνε και προσπαθούν να σύρουν τους απεργούς διοικητικούς υπάλληλους του ΕΚΠΑ και του ΕΜΠ σε μια διαπραγμάτευση με τους όρους του Αρβανιτόπουλου, που θα στέψει με ήττα έναν σπουδαίο αγώνα, που θα συνεχιστεί για 13η βδομάδα, καθώς η βάση των απεργών έβαλε πάγο στην ανοιχτή υπονόμευση που πήγαινε για ξεπούλημα.
Τα πράγματα είναι κρίσιμα, όμως, γιατί ο στριμωγμένος Αρβανιτόπουλος βρήκε συμμάχους στην καθηγητική κάστα και κυρίως στον Πελεγρίνη και τους άλλους του ΕΚΠΑ. Αντίθετα, στο ΕΜΠ, το ΑΠΘ και τη σύνοδο των πρυτάνεων είναι πιο προσεχτικοί, καθώς δε θέλουν να γίνουν εντελώς ρόμπες.
Και τούτη η βδομάδα κύλησε με απεργία. Αυτό αποφάσισαν οι γενικές συνελεύσεις των διοικητικών υπάλληλων του ΕΚΠΑ και του ΕΜΠ, πετώντας στα σκουπίδια τις «προτάσεις» του υπουργού Παιδείας, ακυρώνοντας την τρικλοποδιά που πήγε να τους βάλει, αγνοώντας για μια ακόμη φορά τις αποφάσεις της σε διατεταγμένη υπηρεσία Δικαιοσύνης. Βεβαίως, η τρικλοποδιά ήταν πολύ χοντροκομμένη για να γίνει πιστευτή, αφού ο «διάλογος», στον οποίο καλού-σε το περασμένο Σαββατοκύριακο πρυτάνεις και διοικητικούς υπάλληλους ο Αρβανιτόπουλος αφορούσε μόνο τη συνέχιση της «διαδικασίας της διοικητικής αναδιάρθρωσης», δηλαδή είχε ως προαπαιτούμενο τη διαθεσιμότητα των εργαζόμενων. Οι διοικητικοί υπάλληλοι δεν έχαψαν ούτε το παραμύθι της «επανατοποθέτησης των περισσοτέρων σε φορείς του Δημοσίου», εν αντιθέσει με το πανεπιστημιακό κατεστημένο, που έσπευσε συνειδητά, επιβεβαιώνοντας το ρόλο του, ως θεσμού του αστικού συστήματος, να το χάψει αμάσητο και να διαμηνύσει ότι οι προτάσεις του υπουργού κρίνονται «θετικές».
Σε ένα επαίσχυντο κείμενο η Σύγκλητος του ΕΚΠΑ, σβήνοντας με μιας από τη μνήμη της τα όσα υποστήριζε ως τώρα, ότι στο Πανεπιστήμιο δεν υπάρχουν πλεονάζοντες διοικητικοί υπάλληλοι και ότι το δημόσιο Πανεπιστήμιο θα γονατίσει αν αποψιλωθεί και από αυτούς που διαθέτει, φροντίζει να εμφανιστεί ότι είναι ταυτόχρονα «και με τον αστυφύλαξ και με τον χωροφύλαξ». Από τη μια ζητά την «Επιστροφή του διοικητικού προσωπικού στις θέσεις του προκειμένου να λειτουργήσει το Πανεπιστήμιο σε όλο του το εύρος» και την «Ανάκληση της παραπομπής στο αρμόδιο πειθαρχικό συμβούλιο των μη απογραφέντων διοικητικών υπαλλήλων του ΕΚΠΑ» και από την άλλη αποδέχεται, στην ουσία, να υπάρξει διαδικασία διαθεσιμότητας με «αναμοριοδότηση από το αρμόδιο Ειδικό Τριμελές Υπηρεσιακό Συμβούλιο των απογραφέντων διοικητικών υπαλλήλων ύστερα από ταυτοποίηση των στοιχείων τους από την αρμόδια Διεύθυνση Διοικητικού του Πανεπιστημίου». Για «τυρί» στη φάκα των διαθεσιμοτήτων προτείνει τη «διευθέτηση του ζητήματος των διοικητικών υπαλλήλων που κατέχουν τα σχετικά προσόντα να ενταχθούν σε θέσεις ΕΔΙΠ» και τη «δημιουργία οργανικών θέσεων στο πλαίσιο του υπό κατάρτιση Οργανισμού του ΕΚΠΑ, προκειμένου να καλυ- φθούν από διοικητικούς υπαλλήλους οι οποίοι έχουν τεθεί σε καθεστώς διαθεσιμότητας». Ως την τελική διευθέτηση του θέματος, δε, προτείνει να υπάρξει «μέριμνα της Συγκλήτου, ώστε να καλυφθούν οι λειτουργικές ανάγκες του ΕΚΠΑ μέσω του ΕΛΚΕ, από κονδύλια τα οποία θα διεκδικήσει το Πανεπιστήμιο από το Υπουργείο Παιδείας»!
Πιο προσεκτική η Σύγκλητος του ΕΜΠ, σε έκτακτη ανοιχτή συνεδρίασή της, κάτω από την ασφυκτική πίεση που ασκούσε η παρουσία πλήθους μελών ΔΕΠ και διοικητικών υπάλληλων, επιβεβαίωσε τις θέσεις της ότι «το Πολυτεχνείο αδυνατεί να λειτουργήσει» «με την εφαρμογή των πράξεων διαθεσιμότητας 399 διοικητικών υπαλλήλων του Ιδρύματος» και «η ίδια η Σύγκλητος αδυνατεί να ανατάξει τις διοικητικές λειτουργίες του Ιδρύματος υπό αυτές τις συνθήκες», προσθέτοντας ότι «ζητάει την αναστολή της ΚΥΑ και όλων των συνεπειών της, μέχρι να ολοκληρωθεί αξιόπιστος διάλογος».
Tην ίδια μεσοβέζικη, αλλά και φανερά υπονομευτική του αγώνα των εργαζόμενων, στάση με τη Σύγκλητο του ΕΚΠΑ τηρεί και το Προεδρείο της Συνόδου των Πρυτάνεων, που συναντήθηκε το απόγευμα της Τρίτης (ενώ είχαν προηγηθεί οι συνελεύσεις των διοικητικών υπάλληλων, που αποφάσισαν συνέχιση της απεργίας), με τον υπουργό Παιδείας. Οι Πρυτάνεις, ενώ δηλώνουν ότι «το μέτρο της διαθεσιμότητας είναι ένα μέτρο με ολέθριες συνέπειες για τα πανεπιστήμια και για το λόγο αυτό η Σύνοδος των Πρυτάνεων έχει ζητήσει την ακύρωση της σχετικής ΚΥΑ», στη συνέχεια ζητούν «να τροποποιηθούν οι διαπιστωτικές πράξεις που έθεσαν διοικητικούς υπαλλήλους σε διαθεσιμότητα, με τον επανέλεγχο των στοιχείων και την εξέταση των ενστάσεων των διοικητικών υπαλλήλων» και «να συσταθεί τριμερής επιτροπή αποτελού-μενη από εκπρόσωπους του Υπουργείου, της Συνόδου των Πρυτάνεων και των διοικητικών υπαλλήλων προκειμένου να εξετάσει τα τεχνικά ζητήματα που προκύπτουν». Κοντολογίς, οι Πρυτάνεις, παρά τις τσιριτζάτζουλες αντίστασης και μη αποδοχής της ΚΥΑ, αποδέχονται την έναρξη της διαδικασίας των διαθεσιμοτήτων, στην οποία ανακαλύπτουν τώρα μόνο «τεχνικά προβλήματα».
Αυτή η υπονομευτική δράση τμήματος του καθηγητικού κατεστημένου και ιδιαίτερα της συγκλήτου του ΕΚΠΑ προκάλεσε το πρώτο ρήγμα, καθώς η συνέλευση των απεργών του Ιδρύματος πήρε μεν απόφαση για συνέχιση της απεργίας, ταυτόχρονα όμως, μια οριακή πλειοψηφία υποχώρησε και δέχτηκε να πάει μαζί με τον Πελεγρίνη στο «διάλογο» του Αρβανιτόπουλου. Για τη μεθόδευση που επιχειρήθηκε δε θα μιλήσουμε εμείς, αλλά θα δώσουμε το λόγο στην Απεργιακή Επιτροπή, η οποία εξέδωσε την εξής ανακοίνωση καταγγελίας την Τετάρτη:
«Η απόφαση της ΓΣ του Συλλόγου Διοικητικού Προσωπικού της Τρίτης, 26/11, προέβλεπε τη δημιουργία κλιμακίου του ΔΣ του Συλλόγου το οποίο θα συναντούσε την Τετάρτη 27/11 τον υπουργό Παιδείας προκειμένου να αποσαφηνιστούν τα σημεία της πρότασης Αρβανιτόπουλου.
Καταγγέλλουμε τους όρους αυτής της διαπραγμάτευσης, όπως αυτή τελικά πραγματοποιήθηκε γιατί:
Δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ συνεδρίαση του ΔΣ του Συλλόγου προκειμένου να συγκροτηθεί το κλιμάκιο.
Αποκλείστηκε από το κλιμάκιο αυτό οποιοδήποτε μέλος του ΔΣ δεν ταυτιζόταν με την άποψη της πλειοψηφούσας σ’ αυτό παράταξης.
Σήμερα, Τετάρτη, 27/11, πραγματοποιήθηκε συνάντηση μελών της Απεργιακής Επιτροπής και μελών του ΔΣ με τον Πρύτανη, στην οποία δηλώθηκε σαφώς ότι ΚΑΜΙΑ διαπραγμάτευση δεν μπορεί να έχει νομιμοποίηση μ’ αυτούς τους όρους.
Παρ’ όλα αυτά, η συνάντηση πραγματοποιήθηκε παρουσία του Πρύτανη, του νομικού συμβούλου του ΕΚΠΑ, του καθηγητή κ. Πανταζάκου και δύο μελών της πλειοψηφούσας παράταξης του ΔΣ.
Μέλος του ΔΣ, και ταυτόχρονα της Απεργιακής Επιτροπής, που μετέβη στο υπουργείο για να παρακολουθήσει τη συζήτηση, ενώ του επετράπη η είσοδος και έφτασε μέχρι το γραφείο του υπουργού, αποκλείστηκε από τη συνάντηση. Προφανώς, έπρεπε να γίνει αυτή μόνο με όσους ήταν έτοιμοι να συμφωνήσουν με την πρόταση του υπουργού.
Η “διαπραγμάτευση” με τον υπουργό, όπως αναφέρθηκε στα ΜΜΕ, κατέληξε στα εξής:
– 650 από το σύνολο των διαθεσίμων από τα 8 ΑΕΙ θα μπουν σε κινητικότητα. Αυτό το γνωρίζαμε ήδη.
– Ο υπουργός εύχεται να βρεθούν θέσεις και για τους υπόλοιπους. Δε δεσμεύεται.
– Οι μη απογραφέντες που διώκονται για το φρόνημά τους, τιμωρούνται όχι πλέον με πειθαρχική δίωξη, την οποία θα μπορούσαν να αντιπαλέψουν στο πειθαρχικό, αλλά με ΔΙΑΘΕΣΙΜΟΤΗΤΑ-ΑΠΟΛΥΣΗ. Αυτό είναι το μόνο νέο από τη συνάντηση με τον υπουργό, κατά δημοσιογραφικές πηγές πάντα.
Ο στόχος της διαπραγμάτευσης ήταν να υπάρξουν γραπτές δεσμεύσεις και νομοθετική πρόβλεψη γι’ αυτές. ΚΑΜΙΑ εξέλιξη δεν υπάρχει ως προς αυτό.
Ο στόχος της διαπραγμάτευσης ήταν να μην υπάρξει ΚΑΜΙΑ δίωξη εναντίον των μη απογραφέντων. Η μόνη εξέλιξη ως προς αυτό είναι η επιδείνωση των όρων δίωξής τους.
Για όλους τους παραπάνω λόγους καταγγέλλουμε το Προεδρείο του ΔΣ που έσπευσε να ανακοινώσει στα ΜΜΕ την αποδοχή των προτάσεων Αρβανιτόπουλου χαρακτηρίζοντάς τες ως “θετικές”».
Την απάντηση την έδωσαν οι ίδιοι οι απεργοί την επομένη (Πέμπτη), αποφασίζοντας:
«Γνωρίζοντας ότι ο απεργιακός μας αγώνας είναι αυτός που έφερε το υπουργείο Παιδείας στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, η Γενική Συνέλευση του Συλλόγου Διοικητικού Προσωπικού, σήμερα, 28/11, αποφάσισε τη συνέχιση του απεργιακού μας αγώνα με τρεις 24ωρες απεργίες την Παρασκευή, 29/11, τη Δευτέρα, 2/12 και Τρίτη, 3/12.
Αίτημά μας παραμένει η αναστολή της ΚΥΑ.
Δεν αποδεχόμαστε καμιά διαπραγμάτευση με δεδομένη την απόλυση συναδέλφων μας.
Σε διάλογο πάμε μόνο με εκπροσώπους από όλες τις πληττόμενες κατηγορίες, διαθέσιμους λόγω κατάργησης κλάδου και κατόπιν μοριοδότησης, μη απογραφέντες, αλλά και όλους τους άλλους συναδέλφους μας που υφίστανται την πολιτική των απολύσεων και της διάλυσης του δημόσιου πανεπιστημίου του υπουργείου».
Συνέχιση της απεργίας αποφάσισε και η γενική συνέλευση των απεργών του ΕΜΠ. Οι δύο πρόεδροι των σωματείων των διοικητικών πήγαν σε συνάντηση με τον Αρβανιτόπουλο , μαζί με τον πρύτανη και εκπροσώπους του ΔΕΠ, αφού προηγουμένως πήραν την άδεια της Απεργιακής Επιτροπής και με τη δέσμευση ότι θα μεταφέρουν τα αιτήματα της απεργίας, θ’ ακούσουν τον υπουργό και δε θα δεσμευτούν σε καμία πρότασή του. Στη γενική συνέλευση της Πέμπτης, πολλοί απεργοί άσκησαν κριτική στην απόφαση της Απεργιακής Επιτροπής, υποστηρίζοντας πως δεν έπρεπε να δώσει την άδεια για συνάντηση με τον υπουργό, εφόσον δεν είχε αποφασιστεί κάτι σχετικό από τη γενική συνέλευση.
Είναι γεγονός ότι ο αγώνας των διοικητικών υπάλληλων βρίσκεται στην πιο κρίσιμη φάση του. Η απόρριψη από τη μεριά τους όλων των έως τώρα τρομοκρατικών τελεσίγραφων του υπουργείου Παιδείας έφερε τον Αρβανιτόπουλο να είναι με την πλάτη κολλημένη στον τοίχο. Από αυτή τη δεινή θέση έσπευσε να τον βγάλει η Σύγκλητος του ΕΚΠΑ, μπήγοντας πισώπλατα το μαχαίρι στους εργαζόμενους του Πανεπιστήμιου. Οι επόμενες μέρες θα είναι αποφασιστικές για τη συνέχιση και την προοπτική του αγώνα. Οχι μόνο γιατί αυτός υπέστη ένα πλήγμα από «τα μέσα», αλλά και γιατί θα μπούμε στην 13η εβδομάδα. Είναι φανερό ότι το υπουργείο Παιδείας προσφέρει σ’ αυτή τη φάση καρότο («διάλογο») εναλλακτικά με το μαστίγιο, ποντάροντας στις πλάτες του πανεπιστημιακού κατεστημένου και στην πιθανή κούραση των απεργών.
Είναι, λοιπόν, πολύ σημαντικό, τώρα που ο ταξικός αντίπαλος δείχνει φανερά σημάδια αδυναμίας, αφού δεν μπορεί να επιβάλλει την πολιτική του, οι εργαζόμενοι να επιτεθούν με μεγαλύτερη αποφασιστικότητα και ένταση. Ακόμη κι αν αποφάσισαν στις γενικές τους συνελεύσεις να πάνε στο «διάλογο», είναι σημαντικό να αποδείξουν ακόμη μια φορά ότι αυτός δεν είναι παρά ένα τέχνασμα του Αρβανιτόπουλου, με το οποίο ευελπιστεί να πάρει ανάσα ζωής.
Το γεγονός ότι η προσπάθεια για ξεπούλημα δεν καρποφόρησε και ότι η απεργία συνεχίζεται δείχνει ότι ανάμεσα στους εργαζόμενους εξακολουθεί να υπάρχει πνεύμα αντίστασης και διεκδίκησης. Το πνεύμα αυτό ξεπηδάει και μέσα από την ανακοίνωση της Απεργιακής Επιτροπής των Εργαζόμενων του ΕΚΠΑ, η οποία έκανε σκόνη τις «προτάσεις» του Αρβανιτόπουλου και ξεμπρόστιασε τη στάση της Συγκλήτου. Αυτή η ανακοίνωση κατέληγε ως εξής:
«Μας κοροϊδεύει ο υπουργός;
Μας λέει να ξεχάσουμε ότι 500 από μας θα φύγουν και να γυρίσουμε πίσω μπας και διαπραγματευτούμε ποιοι θα φύγουν;
Δεν είναι η πρώτη φορά που ο Υπουργός επιχειρεί, στρέφοντας τον ένα ενάντια στον άλλο, να μας "σπάσει". Είναι προσφιλής του τακτική κατά τη διάρκεια αυτών των 11 εβδομάδων απεργίας που διεξάγουμε όλοι μαζί λέγοντας ΟΧΙ στις απολύσεις. Αρχικά διαχωρίζοντάς μας σε εξαιρούμενους και μη, μετά σε "διαθέσιμους" και "καταργούμενους", στη συνέχεια σε απογραφέντες και μη, τώρα σε μετακινούμενους και απολυόμενους, αύριο σε δήθεν εξελισσόμενους σε ΕΤΕΠ και ΕΕΔΙΠ και "χαμένους", κ.α.
Ε, μάλλον πρέπει να (ξανα-)πάρει την απάντησή μας. Απεργία διαρκείας μέχρι να αποσυρθεί η ΚΥΑ, η εφαρμογή της οποίας συνεπάγεται πλήρη κατάρρευση των λειτουργιών του ιδρύματος».
Για να αντέξουν, όμως, οι διοικητικοί υπάλληλοι, σ’ αυτή την κρίσιμη στιγμή δεν αρκεί να έχουν μόνο αλληλέγγυους και συμπαραστάτες. Πρέπει να έχουν συνοδοιπόρους, συναγωνιστές όλη την εργαζόμενη κοινωνία και τη νεολαία της. Γιατί ο αγώνας τους δεν υπερασπίζεται μόνο το ιερό δικαίωμα στη δουλειά, αλλά είναι αγώνας για το αγαθό της δημόσιας Παιδείας.
Μέχρι αυτή την ώρα τελούν υπό κατάληψη οι περισσότερες σχολές του ΕΜΠ (6 από τις 9, ενώ σε μια από τις υπόλοιπες 3 εκκρεμεί η απόφαση) και του ΕΚΠΑ. Τούτο, όμως, δεν αρκεί εδώ που έχουν φθάσει τα πράγματα. Η αντίσταση, ο αγώνας όλων οφείλει να γίνει πραγματικό τσουνάμι και να πνίξει τις βρόμικες, αντιεκπαιδευτικές και αντεργατικές πολιτικές των ντόπιων και ξένων αφεντικών.