Με την τρομοκρατία προσπαθεί ο υπουργός Παιδείας να κάμψει τον αγώνα των εργαζόμενων στα Πανεπιστήμια, οι οποίοι για τέταρτη εβδομάδα συνέχισαν τις κινητοποιήσεις τους.
Την προηγούμενη Παρασκευή, ο Αρβανιτόπουλος, κατέθεσε «έγγραφο αίτημα» στον Αρειο Πάγο (για ευνόητους λόγους, έτσι ονομάστηκε από τον υπουργό η μηνυτήρια αναφορά), ζητώντας να διερευνηθεί εάν τελούνται αξιόποινες πράξεις από τη μη λειτουργία των Πανεπιστημίων -εξαιτίας των κινητοποιήσεων του διοικητικού προσωπικού- που εμποδίζει την άσκηση των διοικητικών, εκπαιδευτικών και ερευνητικών καθηκόντων τους.
Η «τυφλή δικαιοσύνη» ενήργησε τάχιστα. Ο Αρειος Πάγος διαβίβασε το αίτημα στην προϊσταμένη της Εισαγγελίας Πρωτοδικών, η οποία και διέταξε άμεσα τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης. Την έρευνα θα διενεργήσει η Ασφάλεια Αττικής υπό την εποπτεία εισαγγελέα.
Παράλληλα, ο υπουργός Παιδείας, επειδή τον πήρε ο πόνος για την «ταλαιπωρία» των πρωτοετών που δεν κατέστη δυνατόν να ολοκληρώσουν την εγγραφή τους στα Πανεπιστήμια, απέστειλε έγγραφο στα ιδρύματα ζητώντας να «μεριμνήσουν άμεσα» γι’ αυτό «στο πλαίσιο της αρμοδιότητάς σας και της εξ αυτής ευθύνης».
«Αυτοί που μας χρώσταγαν, μας πήραν και το βόδι», λέει μια λαϊκή παροιμία. Ο υπουργός Παιδείας προσπαθεί να βγει και από πάνω και να φορτώσει την ευθύνη στα ΑΕΙ, την ίδια στιγμή που αυτός, η προκάτοχός του misses Anna Diamantopoulos και οι κυβερνήσεις τους έκαναν και κάνουν τα πάντα για να διαλύσουν το δημόσιο Πανεπιστήμιο.
Σε τέτοια απόγνωση έχουν φθάσει τα ιδρύματα, που ακόμα και οι πρυτάνεις αναστέλλουν τη λειτουργία των Πανεπιστημίων, διαμαρτυρόμενοι για την κατάσταση που έχει φθάσει στο μη περαιτέρω και η οποία τώρα επιδεινώνεται με την απόφαση της κυβέρνησης να θέσει σε διαθεσιμότητα 1349 διοικητικούς υπάλληλους από τα οκτώ μεγαλύτερα Πανεπιστήμια. Παράλληλα, τα οκτώ πανεπιστημιακά ιδρύματα που υφίστανται το πετσόκομμα των διοικητικών υπάλληλων, καταφεύγουν στο ΣτΕ, καταθέτοντας «αίτηση ακυρώσεως και αίτηση αναστολής της ΚΥΑ περί διαθεσιμότητας».
Βέβαια, οι πρυτάνεις, ως θεσμός του αστικού συστήματος εξουσίας, υιοθετούν μια στάση μεσοβέζικη «διαλλακτική» και υπονομευτική στην ουσία, του αγώνα των εργαζόμενων στα ΑΕΙ.
Την ίδια στιγμή που διαμηνύουν ότι στα Πανεπιστήμια όχι μόνο δεν υπάρχει «πλεονάζον» διοικητικό προσωπικό, αλλά υπάρχουν τεράστιες ελλείψεις, κάνουν προτάσεις συνδιαλλαγής στην κυβέρνηση, αποδεχόμενοι την «αξιολόγηση των δομών» των ιδρυμάτων, ως προαπαιτούμενο για κάθε περαιτέρω ενέργεια («διαθεσιμότητα», κοντολογίς απόλυση).
Ιδού χαρακτηριστικό απόσπασμα από τον προεδρεύοντα της Συνόδου των πρυτάνεων καθηγητή και πρύτανη του ΑΠΘ Μυλόπουλο:
«Η Παιδεία απαιτεί συμφωνίες, διάλογο και συνεργασίες. Για το λόγο αυτό προτείνουμε στο Υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων να αναθεωρήσει τη στάση του. Να αναστείλει την εφαρμογή της ΚΥΑ για τη διαθεσιμότητα. Να συζητήσει με τα Πανεπιστήμια τα προβλήματα που υπάρχουν και να συμφωνηθεί από κοινού μία διαδικασία αξιολόγησης των διοικητικών δομών τους, που να στηρίζεται σε επιστημονικές μεθόδους, να είναι τεκμηριωμένη και γι’ αυτό κοινά αποδεκτή.
Τα Πανεπιστήμια δεσμεύονται να αποδεχθούν όποιο αποτέλεσμα προκύψει από τη συμφωνημένη αυτή διαδικασία. Είναι ο μόνος τρόπος να αρθεί το αδιέξοδο. Σε κάθε άλλη περίπτωση ο χειμώνας προοιωνίζεται βαρύς για την Παιδεία».
Στο πλευρό της κυβέρνησης έσπευσαν πέντε «πρόθυμοι» πρώην πρυτάνεις του Πανεπιστήμιου Αθηνών, γνωστοί για την ανιδιοτελή βοήθεια που προσφέρουν πάντα στο σύστημα (Μιχάλης Σταθόπουλος, Πέτρος Γέμτος, Κωνσταντίνος Δημόπουλος, Γεώργιος Μπαμπινιώτης, Χρίστος Κίττας και Δημοσθένης Ασημακόπουλος), που δήλωσαν: «Διαφωνούμε ριζικά με το κλείσιμο του Πανεπιστημίου όσο κι αν σεβόμαστε το δικαίωμα της απεργίας και όσο μεγάλο κι αν είναι το πλήγμα που έχει υποστεί το ΕΚΠΑ. Το Πανεπιστήμιο πρέπει να ανοίξει αμέσως και να λειτουργήσει κανονικά (εξετάσεις, εγγραφές, διδασκαλία, έρευνα, ορκωμοσίες κ.λπ.).
Εχοντας συνείδηση των δημοσιονομικών αναγκών που επιβάλλουν μείωση του προσωπικού που υπηρετεί στο δημόσιο δεν ζητούμε εξαίρεση για το Πανεπιστήμιο Αθηνών. Θεωρούμε ορθό να συνεργαστεί και να συμβάλει προς τον σκοπό αυτό και το Πανεπιστήμιό μας, στο μέτρο βεβαίως που του αναλογεί δίκαια και αντικειμενικά…».
Οσο κι αν κρώζουν, όμως, κυβέρνηση και παρατρεχάμενοι, οι εργαζόμενοι που κινδυνεύουν να χάσουν τη δουλειά τους φαίνονται αποφασισμένοι να συνεχίσουν τον αγώνα τους. Είναι λυπηρό, όμως, ότι προς το παρόν, είναι μόνοι τους. Η «υπόθεσή» τους (η απόλυσή τους δηλαδή) φαίνεται να παραμένει μια εσωτερική υπόθεση των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων και μάλιστα μόνο αυτών των εργαζόμενων και των διοικήσεων. Οι φοιτητές δεν έχουν σπεύ-σει στο πλευρό τους, ούτε βεβαίως, η εργαζόμενη κοινωνία.
Σε κείμενό της, η απεργιακή επιτροπή των εργαζόμενων του ΕΚΠΑ τονίζει:
«Η Απεργιακή Επιτροπή των εργαζομένων του ΕΚΠΑ εκφράζει την απόλυτη αντίθεσή της απέναντι σε οποιαδήποτε προσπάθεια καλλιέργειας διαχωρισμών στο εσωτερικό των εργαζόμενων που αναπαράγει τη στρατηγική του ‘’διαίρει και βασίλευε’’, την οποία χρησιμοποιεί η κυβέρνηση προκειμένου να επιβάλλει την πολιτική απαξίωσης της εργασίας και της ζωής μας.
Στα πλαίσια της πολιτικής της διαθεσιμότητας, όπως αυτή εφαρμόζεται στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, η στρατηγική της διαίρεσης των εργαζομένων ξεκινάει από το επίπεδο των ιδρυμάτων, προχωράει στο επίπεδο των κλάδων και φτάνει μέχρι τον κάθε εργαζόμενο ατομικά μέσω της διαδικασίας της μοριοδότησης. Ο κοινωνικός αυτοματισμός, δηλαδή το να στρέφεται ο ένας κλάδος ενάντια στον άλλον, το ένα ίδρυμα ενάντια στο άλλο ή ο ένας εργαζόμενος ενάντια στον άλλον αποτελεί βασικό όπλο στα χέρια των κρατού-ντων για τη διάσπαση του μετώπου των εργαζομένων και τη συντριβή κάθε κλάδου και κάθε κατηγορίας ξεχωριστά και διαδοχικά.
Η καλλιέργεια αυτής της στρατηγικής βρίσκει εύφορο έδαφος στη συντεχνιακή λογική, την τακτική της επιμέρους διαπραγμάτευσης και την απατηλή ρητορική περί ‘’εξαίρεσης’’ που κυριαρχεί εντός του γραφειοκρατικού συνδικαλισμού. Βρίσκει, επίσης, εύφορο έδαφος στην άκριτη αποδοχή των κάθε λογής ποσοτικών κριτηρίων που ισοπεδώνουν τις ανάγκες μας εντός μιας διαδικασίας αξιολόγησης, της οποίας μόνος στόχος είναι το να οδηγηθούν χιλιάδες εργαζόμενοι στη διαθεσιμότητα και μετά από 8 μήνες στην ανεργία.
Η πολιτική συρρίκνωσης και αποδόμησης της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στα πλαίσια της ιδιωτικοποίησής της είναι μια μακρά διαδικασία που ξεκίνησε με τους νόμους Διαμαντοπούλου-Αρβανιτόπουλου, τις εφεδρείες και την πρώτη φάση της διαθεσιμότητας, προχώρησε με το Σχέδιο Αθηνά, πήγε ακόμα παραπέρα με την πρόσφατη Κ.Υ.Α., η οποία οδηγεί 1.349 συναδέλφους μας στη διαθεσιμότητα και θα συνεχιστεί με τη διαδικασία «αξιολόγησης των δομών» και τη δεύτερη φάση του Σχεδίου Αθηνά μέσα στους επόμενους μήνες. Αν δεν καταφέρουμε μαζί με τους συναδέλφους μας από όλα τα Πανεπιστήμια –αλλά και ευρύτερα από τον δημόσιο και ιδιωτικό τομέα– να ανατρέψουμε την πολιτική της απαξίωσης, ο αριθμός αυτός θα μεγαλώσει ακόμα περισσότερο ενώ τμήματα, υπηρεσίες και ολόκληρα ιδρύματα πρόκειται να καταργη- θούν ή να συγχωνευθούν.
Σε αυτή τη φάση, η κυβέρνηση ξεκίνησε με τα πιο μεγάλα και ιστορικά ιδρύματα θέλοντας με αυτόν τον τρόπο, από τη μια μεριά να στείλει ένα μήνυμα εμπέδωσης της πολιτικής της και από την άλλη μεριά να διασπάσει το μέτωπο των εργαζομένων μέσα από τη δημιουργία κλίματος ανταγωνισμού και κανιβαλισμού. Αν δεν αγωνιστούμε όλοι μαζί, δεν πρόκειται να κερδίσουμε τίποτα και κανείς μας δεν θα εξαιρεθεί.
Θεωρούμε οποιοδήποτε κείμενο και κάθε ενέργεια που προσπαθεί να στρέψει συναδέλφους ενάντια σε συναδέλφους εντελώς άστοχα, αναντίστοιχα με τις συνθήκες και εν τέλει απαράδεκτα, καθώς παίζουν το παιχνίδι του ‘’διαίρει και βασίλευε’’ και βλάπτουν τον αγώνα μας.
Σε αυτόν τον απεργιακό αγώνα διαρκείας που δίνουμε, οι συνάδελφοι του Πανεπιστημίου και του ΤΕΙ Πειραιά αποτελούν τους φυσικούς και ταξικούς μας συμμάχους. Απέναντι στη διάλυση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης μπορούμε να απαντήσουμε μόνο όλοι μαζί.
Καλούμε τους συναδέλφους σε όλα τα Ιδρύματα να ξεπεράσουν με τη σειρά τους τον εφησυχασμό της υποτιθέμενης εξαίρεσης τους, να συνειδητοποιήσουν ότι ο αγώνας είναι κρίσιμος και κοινός και να συμμετάσχουν μαζικά στις απεργιακές κινητοποιήσεις που καλεί το δευτεροβάθμιο συνδικαλιστικό μας όργανο.
Η συλλογική μας δύναμη βρίσκεται στην ενότητά μας».