Σαν προσωπική γκάφα καταγράφηκε από τα παπαγαλάκια του Μαξίμου η τοποθέτηση του πρωθυπουργικού μυστικοσύμβουλου Χρύσανθου Λαζαρίδη, ο οποίος λίγες ώρες μετά τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα από τους νεοναζί εμφανίστηκε σε τηλεοπτικό σταθμό για να υποστηρίξει μαχητικά τη θεωρία των «δύο άκρων», καταλογίζοντας -ούτε λίγο ούτε πολύ- ευθύνες στην αντιπολίτευση και ειδικά στον ΣΥΡΙΖΑ για τη δολοφονική δράση των νεοναζί και υποστηρίζοντας ότι και ο ΣΥΡΙΖΑ είναι «εκτός συνταγματικού τόξου».
Το τι επακολούθησε αυτής της προκλητικής τοποθέτησης είναι γνωστό. Αντέδρασαν ακόμα και στελέχη της ΝΔ («επικίνδυνα ανιστόρητο και πολιτικά ανόητο» χαρακτήρισε τον Λαζαρίδη ο Αντώναρος και όλοι κατάλαβαν ότι δι’ αυτού μιλούσε ο Καραμανλής), ενώ ούτε τα «μνημονιακά» ΜΜΕ τόλμησαν να υποστηρίξουν τον εξ απορρήτων του πρωθυπουργού. Ετσι, αναγκάστηκε να εμφανιστεί ο ίδιος ο Σαμαράς, μια μέρα μετά το σύμβουλό του, για να διορθώσει τη γκάφα και να «μαζέψει» τις συνεχιζόμενες αντιδράσεις και από το εσωτερικό της ΝΔ, με τη γνωστή τηλεοπτική του δήλωση, στην οποία είπε με νόημα ότι «δεν είναι ώρα για εσωτερικές διαμάχες. Ούτε για ένταση».
Η γκάφα είναι δεδομένη και αυτό φάνηκε εκ του αποτελέσματος. Ομως δεν ήταν γκάφα του Λαζαρίδη, αλλά του ίδιου του Σαμαρά. Ο Λαζαρίδης απλώς λειτούργησε, ως συνήθως, ως «πορτ παρόλ» του Σαμαρά και στη συνέχεια σαν αλεξικέραυνό του, μαζεύοντας αυτός το γενικό ανάθεμα. Γι' αυτό και ο πρωθυπουργός τον κάλυψε πλήρως, διατάζοντας μάλιστα το «σύστημα Μαξίμου» να μην κάνει την παραμικρή διαρροή σε βάρος του συμβούλου του. Μια χούφτα άνθρωποι αποτελούν αυτό το περιβόητο «σύστημα Μαξίμου», με προσωπική αναφορά και πολύχρονους δεσμούς με τον Σαμαρά, από την εποχή της «Πολιτικής Ανοιξης» ακόμη. Γι' αυτό και μπορούν να ελέγχουν την κατάσταση στο εσωτερικό αυτής της ομάδας.
Δεν χρειάζεται ν’ ανατρέξουμε σ’ αυτά που έγραψε το «Βήμα» (χωρίς ποτέ να διαψευστεί), ως επώνυμο ρεπορτάζ από την Ουάσινγκτον, στις 11 Αυγούστου, ότι ο Σαμαράς είπε σε αμερικάνους επενδυτές πως ΣΥΡΙΖΑ και Χρυσή Αυγή «είναι το ίδιο πράγμα: ακραίες δυνάμεις από αριστερά και δεξιά». Μας αρκεί η πρόσφατη ομιλία του Σαμαρά στη ΔΕΘ. Από τη μια οι του ΣΥΡΙΖΑ «κι απέναντί τους οι νεοναζί», αυτός ήταν ο καμβάς πάνω στον οποίο ο Σαμαράς ύφανε ένα μεγάλο μέρος της ομιλίας του. «Και τα δύο άκρα επαγγέλλονται την καταστροφή της χώρας … Και τα δύο άκρα καταψηφίζουν κάθε μεταρρύθμιση που ανοίγει την πόρτα στο αύριο … Και τα δύο άκρα κηρύσσουν το μίσος μέσα στην Ελλάδα, διχάζουν τον ελληνικό λαό και κάνουν ό,τι μπορούν για να απομονώσουν τη χώρα στο εξωτερικό … Και τα δύο άκρα περιφρονούν τη δημοκρατία, περιφρονούν το νόμο και καλλιεργούν την αυθαιρεσία … Το μόνο που θέλουν είναι να συγκρου- στούν μεταξύ τους πάνω στα ερείπια της χώρας». Αυτά έλεγε ο Σαμαράς στη Θεσσαλονίκη, μόλις στις 7 Σεπτέμβρη.
Δεν είπε τίποτα το διαφορετικό ο μυστικοσύμβουλός του. Απλά, το είπε σε λάθος χρόνο, σε μια στιγμή που αυτή η θεωρία δε θα μπορούσε να πιάσει. Και σ’ αυτό συνίσταται η γκάφα. Δεν είναι σε θέση να εκτιμήσουν σωστά τις συνέπειες κάποιων ενεργειών τους. Μήπως το ίδιο δεν έπαθαν και με την περίπτωση της ΕΡΤ, όταν και πάλι νόμιζαν ότι θα κάνουν μια επίδειξη κρατικού τσαμπουκά και παραλίγο να δουν την κυβέρνησή τους να πέφτει;
Αυτό που έχει σημασία, όμως, δεν είναι οι γκάφες του Σαμαρά και του στενού πυρήνα των συνεργατών του, αλλά η ουσία της πολιτικής τους. Οι αντιδράσεις τους αμέσως μετά τη δολοφονία του Π. Φύσσα έδειξαν πως, πέραν όλων των άλλων, η πολιτική τους χρειάζεται τους νεοναζί και για να μπορούν να προβοκάρουν τον ΣΥΡΙΖΑ, που απειλεί να τους πάρει τη μπουκιά από το στόμα. Ολόκληρο το σύστημα χρειάζεται τους νεοναζί, γιατί είναι η ατμομηχανή που τραβά την ακροδεξιά ατζέντα, σε θέματα όπως η μετανάστευση, η εγκληματικότητα, η αποθέωση της κρατικής καταστολής, ο εθνικισμός. Οι κρατικοί κατασταλτικοί μηχανισμοί χρειάζονται τους νεοναζί ως «πολιτικό σκέλος» στις επιχειρήσεις τους ενάντια σε αγωνιζόμενα κομμάτια της κοινωνίας. Κι ο Σαμαράς χρειάζεται τους νεοναζί για την ανάπτυξη της θεωρίας των «δύο άκρων». Μπορεί να του παίρνουν ψήφους, όμως αυτό μπορεί να το ελέγξει περισσότερο σε σχέση με τη διαρροή ψήφων προς τ’ αριστερά. Δεν πρέπει να ξεχνά κανείς και τη δική του ακροδεξιά πολιτική κουλτούρα, παρά τη μεγαλοαστική καταγωγή του. Την ίδια την καριέρα του την έχτισε πάνω στα πιο σκληρά εθνικιστικά δόγματα, γεγονός που τον κατέστησε απόβλητο του αστικού πολιτικού συστήματος, μέχρι που του έδωσε το φιλί της ζωής ο Καραμανλής.
Τίποτα δεν είναι τυχαίο, λοιπόν, και θα δούμε ακόμη πολλά επεισόδια του ίδιου έργου.