Η φωτογραφία είναι ιστορική πλέον. Ο πρώτος νεκρός του Μάη του ’36 στη Θεσσαλονίκη, ο κομμουνιστής Τάσος Τούσης, κείτεται νεκρός πάνω σε μια πόρτα που ξήλωσαν οι σύντροφοί του για να τον μεταφέρουν. Κι η μάνα του θρηνεί το χαμό του παλικαριού καταμεσής του δρόμου. Δημοσιεύτηκε πρωτοσέλιδη στο «Ριζοσπάστη» της επόμενης μέρας. Συγκλονισμένος από τη θέα της μάνας, ο Γιάννης Ρίτσος έγραψε τον «Επιτάφιο» μέσα σε τρεις μέρες, παραδίδοντας στην εργατική τάξη και το λαό της Ελλάδας ένα αθάνατο ποιητικό μνημείο.
Ανάλογες φωτογραφίες έχουν δημοσιευτεί πολλές, σε επαναστατικά και αστικά έντυπα όλου του κόσμου. Τι να πρωτοθυμηθεί κανείς; Τη φωτογραφία του Γρηγόρη Λαμπράκη να χαροπαλεύει πεσμένος στο πεζοδρόμιο, που δημοσίευσε η «Αυγή» το Μάη του 1963; Τη φωτογραφία του δολοφονημένου Μιχάλη Καλτεζά, με το κεφάλι ν’ ακουμπά σε μια λίμνη αίματος, που δημοσίευσαν μια σειρά εφημερίδες το Νοέμβρη του 1985; Τη φωτογραφία του καταματωμένου Κάρλο Τζουλιάνι, να κείτεται νεκρός στο οδόστρωμα της Γένοβα, περικυκλωμένος από τα ιταλικά ΜΑΤ, τον Ιούλη του 2001;
Το πρόβλημα, λοιπόν, δεν είναι η δημοσίευση της φωτογραφίας του Παύλου Φύσσα να ψυχορραγεί στην αγκαλιά της συντρόφου του. Το πρόβλημα είναι η φυλλάδα στην οποία δημοσιεύτηκε. Μια φυλλάδα η οποία τα τελευταία χρόνια έχει αναλάβει εργολαβικά το «προμοτάρισμα» των νεοναζί, μέσα από τους κώδικες του lifestyle, με μοναδικό σκοπό να τους κάνει αρε- στούς σ’ ένα κομμάτι της νεολαίας, που έχει εγκλωβιστεί απ’ αυτούς τους κώδικες.
Προφανώς αυτό ενόχλησε. Και δικαίως ενόχλησε. Μετά, όμως, άρχισαν οι γενικεύσεις και δημιουργήθηκε ένα politically correct υπόστρωμα, σύμφωνα με το οποίο απαγορεύεται η δημοσίευση φωτογραφιών νεκρών. Τέτοιες φωτογραφίες, όμως, γίνονται σύμβολα, αποκτούν ιστορική διάσταση. Στο πάνθεον των ιστορικών στιγμιοτύπων θα μπει και η φωτογραφία του δολοφονημένου Παύλου Φύσσα. Τον Παύλο να πεθαίνει χτυπημένος από το μαχαίρι του νεοναζί δολοφόνου θα θυμόμαστε, θα θυμούνται οι επόμενες γενιές, και όχι τη βρομοφυλλάδα που έκανε εμπόριο μ’ αυτή τη φωτογραφία.
ΥΓ: Οσο για την ΕΣΗΕΑ,που έσπευσε να εκδώσει ανακοίνωση σ’ αυτό το κλίμα, αν το ΔΣ της είχε το απαιτούμενο σθένος, θα στιγμάτιζε τη φυλλάδα, μιλώντας για το ποιόν της, και δε θα μιλούσε για τη δεοντολογία του επαγγέλματος και των πανανθρώπινων αξιών, σβήνοντας έτσι μια ιστορία δεκαετιών.