13 Σεπτέμβρη 1993. Για πρώτη φορά στην ιστορία της Παλαιστίνης, οι ηγέτες των αντιμαχόμενων μερών (Αραφάτ και Ράμπιν) δίνουν τα χέρια και υπογράφουν την πρώτη συμφωνία του Οσλο, υπό το πατρικό βλέμμα του τότε «πλανητάρχη», Μπιλ Κλίντον. Τα επόμενα χρόνια η συμφωνία αυτή, μαζί με τις άλλες που ακολούθησαν, έμελε να καθορίσει τις εξελίξεις στην περιοχή, μέχρι που κατέρρευσε πανηγυρικά με το ξεκίνημα της δεύτερης Ιντιφάντα, το Σεπτέμβρη του 2000. Μπορεί σήμερα, είκοσι χρόνια μετά, η συμφωνία του Οσλο να ακούγεται σαν κακόγουστο αστείο, καλό είναι όμως να θυμηθούμε ορισμένα πράγματα για τη συμφωνία που οι υπέρμαχοι της «ειρήνης» είχαν αναγορεύσει σε ευαγγέλιό τους για πολλά χρόνια και τη μνημονεύουν ακόμη και σήμερα.
Προάγγελος των συμφωνιών του Οσλο ήταν η διάσκεψη της Μαδρίτης για το Μεσανατολικό. Η διάσκεψη έγινε στις 30 Οκτώβρη 1991, μετά από έντονες αμερικάνικες πιέσεις και εκβιασμούς, με τη συμμετοχή των ΗΠΑ, της τότε Σοβιετικής Ενωσης, της τότε ΕΟΚ, των αραβικών καθεστώτων και του Ισραήλ. Η πολυπόθητη «διεθνής διάσκεψη» για την οποία εκλιπαρούσε ο Αραφάτ πραγματοποιείται, με τον ίδιο όμως να μετέχει σ’ αυτή εντελώς απογυμνωμένος, αφού αναγκάστηκε να κάνει πρωτοφανείς υποχωρήσεις. Η Οργάνωση για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης (ΟΑΠ) αποκλείεται από τη διάσκεψη. Το ίδιο ισχύει και για τους Παλαιστίνιους από τον ανατολικό τομέα της Ιερουσαλήμ. Η παλαιστινιακή αντιπροσώπευση γίνεται μέσω κοινής ιορδανο-παλαιστινιακής αντιπροσωπείας, με εκπροσώπους που επίσημα δεν ανήκουν στην ΟΑΠ.
Η διάσκεψη της Μαδρίτης μπορεί να μην έλυσε τίποτα, απετέλεσε όμως πραγματικό επίτευγμα για τα αμερικάνικα συμφέροντα στην περιοχή, καθιερώνοντας τον επιδιαιτητικό ρόλο των Αμερικάνων, γι’ αυτό και πολύ εύστοχα χαρακτηρίστηκε από τον ευρωπαϊκό Τύπο ως «αμερικάνικη». Εστρωσε το δρόμο σε μια νέα συνάντηση, δυο χρόνια μετά, στο Οσλο.
Οι συμφωνίες που υπογράφτηκαν στο Οσλο, στις 13 Σεπτέμβρη 1993 μεταξύ Γιτζάκ Ράμπιν και Γιάσερ Αραφάτ απετέλεσαν για πολλά χρόνια τη βάση για την «επίλυση» του Παλαιστινιακού. Τι προέβλεπαν αυτές οι συμφωνίες; 1. Πρώτα απ’ όλα, αμοιβαία αναγνώριση ΟΑΠ-Ισραήλ. 2. Αποχώρηση του ισραηλινού στρατού και πέρασμα του 27% των εδαφών της Δυτικής Οχθης σε πλήρη ή μερικό παλαιστινιακό έλεγχο (υπό την έννοια της «αυτονομίας» και όχι του ανεξάρτητου κράτους) και του 24% των εδαφών (όπου κατοικούν τα 2/3 του πληθυσμού της περιοχής) σε κοινή διοίκηση από Παλαιστινιακή Αρχή και Σιωνιστές. 3. Ελεγχος από τους Σιωνιστές όλων των σημείων εισόδου-εξόδου από τις αυτόνομες περιοχές, καθώς και των εβραϊκών οικισμών οι οποίοι παραμένουν ως έχουν. 4. Διαπραγματεύσεις για θέματα αγκάθια, όπως ο έλεγχος της Ιερουσαλήμ, οι πρόσφυγες κ.ά. με σκοπό την τελική συμφωνία μέσα σε πέντε χρόνια.
Τη συμφωνία αυτή ήρθαν να συμπληρώσουν άλλες δύο. Μία στις 4 Μάη 1994 στο Κάιρο, επονομαζόμενη «Οσλο 2», και μία στις 24 Σεπτέμβρη 1995, ξανά στο Κάιρο, μεταξύ Σιμόν Πέρες και Αραφάτ. Σύμφωνα μ’ αυτές τις συμφωνίες, τα ισραηλινά στρατεύματα θα αποχωρούσαν από έξι παλαιστινιακές πόλεις (Νάμπλους, Καλκίλια, Βηθλεέμ, Τζενίν, Τουλκαρέμ και Ραμάλα), καθώς και από τα 400 γύρω χωριά. Στις περιοχές αυτές θα αναπτυσσόταν η Παλαιστινιακή Αστυνομία, με στόχο την «επιτήρηση του νόμου και της τάξης», χωρίς όμως το δικαίωμα να συλλαμβάνει κανένα ισραηλινό πολίτη! Τον τελευταίο λόγο για τους νόμους των «αυτόνομων» περιοχών εξακολουθεί να έχει το Ισραήλ που μπορεί να ασκεί βέτο, ενώ η Παλαιστινιακή Αρχή δεν δικαιούται να έχει λόγο σε θέματα εξωτερικής πολιτικής, ασφάλειας και για τους εβραίους εποίκους. Για τέτοια «αυτονομία» μιλάμε δηλαδή!
Αν η διάσκεψη της Μαδρίτης καθιέρωσε τους Αμερικάνους ως υπέρτατους κριτές, οι συμφωνίες του Οσλο και του Καΐρου απετέλεσαν τον ενταφιασμό κάθε απόπειρας για τη δημιουργία ανεξάρτητου παλαιστινιακού κράτους. Παρολαυτά, ο Αραφάτ και η παρέα του πανηγύριζαν κι είχαν κάθε λόγο να κάνουν κάτι τέτοιο, μιας και για πρώτη φορά τους δόθηκε η δυνατότητα να γλείψουν το κοκαλάκι της εξουσίας, έστω και κάτω από ισραηλινή κατοχή και αμερικάνικο έλεγχο.
Οπως ήταν φυσικό, οι συμφωνίες του Οσλο βρήκαν αντίθετη την πλειοψηφία του παλαιστινιακού λαού και όλες τις ριζοσπαστικές παλαιστινιακές οργανώσεις που την απέρριψαν εξαρχής. Η μετάβαση ενός μέρους της παλαιστινιακής γης στην Παλαιστινιακή Αρχή (ΠΑ) είχε όμως και μια βασική προϋπόθεση. Το τσάκισμα της Ιντιφάντα και κάθε μορφής αντίστασης στα σχέδια των Αμερικάνων και των Σιωνιστών. Αυτό το ρόλο ανέλαβε να παίξει η ΠΑ στις «αυτόνομες» περιοχές. Στις συμφωνίες αυτό αναφέρεται ξεκάθαρα: «Οι Παλαιστίνιοι αναλαμβάνουν την εσωτερική ασφάλεια των περιοχών απ’ όπου αποχωρούν οι Ισραηλινοί και αναλαμβάνουν την υποχρέωση να προστατεύουν τους Ισραηλινούς της Δυτικής Οχθης και της Γάζας».
Λίγες μέρες μετά τη συμφωνία, οι Σιωνιστές βομβαρδίζουν παλαιστινιακά στρατόπεδα στο Νότιο Λίβανο. Τη σκυτάλη παίρνει η αστυνομία του Αραφάτ. Ετσι, στις 18 Νοέμβρη 1994, 200 μαντρόσκυλα του Αραφάτ περικυκλώνουν περίπου χίλιους προσκυνητές που είναι συγκεντρωμένοι έξω από το τέμενος της Γάζας. Οι μπάτσοι προσπαθούν να αφαιρέσουν τα μεγάφωνα από το φορτηγό που θα συνόδευε τη διαδήλωση που είχαν οργανώσει οι ισλαμικές οργανώσεις. Οι διαδηλωτές αντιδρούν πετώντας πέτρες και μπουκάλια. Οι μπάτσοι πυροβολούν στο ψαχνό, αφήνοντας 15 νεκρούς και 200 τραυματίες. Απ’ αυτή τη στιγμή και έπειτα, οι μπάτσοι του Αραφάτ κατέχουν επάξια τη σκυτάλη που τους έδωσε ο σιωνιστικός στρατός κατοχής. Στις βαναυσότητές τους, έρχεται να προστεθεί η αποκάλυψη ότι στελέχη των δυνάμεων ασφαλείας της ΠΑ εκπαιδεύονται στις ΗΠΑ, από τα μέσα του 1996, εν γνώσει μάλιστα του Ισραήλ που συνεργάζεται σε πρόγραμμα συνεργασίας ανάμεσα στη CIA, τις παλαιστινιακές αρχές ασφαλείας και τη Σιν Μπετ, την υπηρεσία εσωτερικής ασφάλειας των Σιωνιστών, με συντονιστή το σταθμάρχη της CIA στο Ισραήλ! Γι’ αυτό και οι απανωτές συναντήσεις του αρχηγού της CIA Τζορτζ Τένετ με τον Αραφάτ (τέσσερις τον αριθμό την τριετία 1996-1998) και η συμμετοχή του Τένετ στις συνομιλίες στο Ουάι Πλαντέισον το 1998.
Ας επανέλθουμε όμως στα «χρυσά χρόνια της ειρήνης». Μια περίοδο που σφραγίστηκε με τις συμφωνίες του Οσλο το 1993 και κατέρρευσε με το ξέσπασμα της νέας Ιντιφάντα το Σεπτέμβρη του 2000. Περίοδος που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί από πολλούς ως η «χρυσή εποχή» τόσο για το Ισραήλ, όσο και για την Παλαιστινιακή Αρχή. Οι Σιωνιστές κατόρθωσαν να φρενάρουν το κίνημα της Ιντιφάντα που ξέσπασε το 1987 και η Παλαιστινιακή Αρχή να γλείψει το κοκαλάκι της εξουσίας μαζί με την αστική τάξη της Παλαιστίνης, που έβγαλε μπόλικο παραδάκι στα χρόνια της «ειρήνης».
Η Παλαιστίνη «εκσυγχρονίστηκε». Δημιουργήθηκαν μεγάλες πόλεις μέσα στις οποίες ξεφύτρωσαν επαύλεις πλούσιων Παλαιστίνιων που προκαλούσαν με τον πλούτο τους τη συντριπτική πλειοψηφία του παλαιστινιακού λαού που αγωνιζόταν για ένα άθλιο μεροκάματο, αν κατόρθωνε να το βρει κι αυτό. Μέχρι και αεροδρόμιο φτιάχτηκε στη Γάζα για τις ανάγκες των παλαιστινιακών περιοχών. Ομως, μαζί με τον «εκσυγχρονισμό» αναπτύχθηκε και η διαφθορά, πρώτα απ’ όλα μέσα στην ίδια την Παλαιστινιακή Αρχή. Μπορεί σήμερα που ο Αραφάτ έχει πεθάνει μετά από πολύχρονη φυλάκιση στο μισογκρεμισμένο αρχηγείο του να φαντάζει λαϊκός ήρωας, όμως τα πράγματα δεν ήταν καθόλου έτσι στα χρόνια της «ειρήνης των γενναίων». Τότε δυνάμωναν μέσα στην παλαιστινιακή κοινωνία οι φωνές ενάντια στη διαφθορά της Παλαιστινιακής Αρχής, την ίδια στιγμή που για το προλεταριάτο και την αγροτική φτωχολογιά της Παλαιστίνης η ειρήνη δεν ήταν παρά ένας αργός θάνατος.
Ακόμη και μέλη του Παλαιστινιακού Εθνικού Συμβουλίου αναγκάστηκαν να υπογράψουν το Νοέμβρη του 1999 μανιφέστο καταγγελίας κατά της παλαιστινιακής ηγεσίας και του ίδιου του Αραφάτ, μαζί με άλλες έντεκα προσωπικότητες της κοινωνικής και πολιτικής ζωής του υπό διαμόρφωση «παλαιστινιακού κράτους». Ηταν η εποχή που τα γκάλοπ έπεφταν σαν καταπέλτης στη διεφθαρμένη αστική ηγεσία του Αραφάτ, με το 71% των Παλαιστίνιων στα παλαιστινιακά εδάφη να πιστεύουν ότι η ΠΑ είναι διεφθαρμένη και μόνο το 27% να δηλώνει ότι ζει σε συνθήκες «ελευθερίας» κάτω από τη διοίκηση της ΠΑ.
Το προς ίδρυση «παλαιστινιακό κράτος» δεν έπαψε ποτέ να είναι υποχείριο των Σιωνιστών και να εξαρτάται σε τεράστιο βαθμό απ’ αυτούς. Εκθεση της Παγκόσμιας Τράπεζας για την οικονομική κατάσταση της Παλαιστίνης μέχρι το 1995 δίνει μια εικόνα των «αυτόνομων» παλαιστινιακών περιοχών: «Το εμπόριο και οι υπηρεσίες που αντιπροσωπεύουν γύρω στο 40% του ΑΕΠ, κυριαρχούνται από μικρά καταστήματα λιανικού εμπορίου και κυβερνητικές υπηρεσίες καθώς και υπηρεσίες του ΟΗΕ. Η αγροτική παραγωγή αντιπροσωπεύει γύρω στο ένα τρίτο του ΑΕΠ. Οι κατασκευές υπολογίζονται στο 15% του ΑΕΠ. Η βιομηχανία (γύρω στο 8% του ΑΕΠ) παρέμεινε υπανάπτυκτη λόγω των περιορισμών: υπάρχουν μόνο γύρω στις 10.000 βιομηχανικές εγκαταστάσεις, το 90% των οποίων απασχολούν λιγότερους από 10 εργάτες (σ.σ. βιοτεχνίες). Περισσότερο από το 85% του εξωτερικού εμπορίου των περιοχών γίνεται με το Ισραήλ. Το έλλειμμα του ισοζυγίου αγαθών και το πλεόνασμα του ισοζυγίου των υπηρεσιών, που αποτελείται κυρίως από μισθούς που αποκτήθηκαν στο Ισραήλ, συνοψίζει την εξάρτηση της περιοχής της Δυτικής Οχθης και της Λωρίδας της Γάζας από το Ισραήλ» (Ανάπτυξη της εμπορικής πολιτικής στη Δυτική Οχθη και τη Λωρίδα της Γάζας», Παγκόσμια Τράπεζα).
Η εξάρτηση από το Ισραήλ αγγίζει το σύνολο της παλαιστινιακής οικονομίας αλλά και την καθημερινή ζωή του πληθυσμού. Αρκεί να θυμίσουμε ότι οι υδάτινοι πόροι και η γη ελέγχονται απόλυτα από το Ισραήλ και τους εβραίους εποίκους. Για να γίνει πιο κατανοητό αυτό, αναφέρουμε μόνο μερικά παραδείγματα. Μετά τη συμφωνία του Οσλο, το Ισραήλ καταπάτησε πάνω από 160.000 στρέμματα παλαιστινιακών εδαφών με τρόπο που να προκαταλαμβάνουν κάθε μετέπειτα «ειρηνευτική» συμφωνία. Στη Χεβρώνα, για τους 400 εβραίους εποίκους που εγκαταστάθηκαν για να αναβιώσουν την εβραϊκή κοινότητα της πόλης διατηρήθηκε υπό ισραηλινή κατοχή το 20% της πόλης, ενώ οι Παλαιστίνιοι ξεπερνούν τις 100.000! Στηριζόμενοι με τεράστια οικονομικά ποσά, οι έποικοι γεύονται τα προνόμια που απλόχερα τους δίνει το σιωνιστικό κράτος. Γενναίες επιχορηγήσεις, φτηνά σπίτια και δάνεια ήταν το μέλι που προσέλκυσε πάνω από 170.000 εβραίους εποίκους στα κατεχόμενα. Μερικές χιλιάδες μόλις έποικοι στη Λωρίδα της Γάζας, καταναλώνουν το μισό νερό και κατέχουν το ένα τέταρτο της γης, έναντι άνω του ενός εκατομμυρίου Παλαιστίνιων που μόλις εξασφαλίζουν ένα πιάτο φαγητό.
Την ίδια στιγμή που οι εβραϊκοί εποικισμοί εξαπλώνονται σαν τα μανιτάρια μετά τη βροχή, ακόμα και στο εσωτερικό των «αυτόνομων» παλαιστινιακών περιοχών, ο Παλαιστίνιος για να χτίσει το σπίτι του πρέπει να πάρει άδεια από το ισραηλινό κράτος. Κι επειδή τις περισσότερες φορές το ισραηλινό κράτος βρίσκει χιλιάδες προφάσεις για να μην του τη δώσει, το χτίζει παράνομα, για να έρθουν οι μπουλντόζες των Σιωνιστών να το γκρεμίσουν, αφήνοντας άστεγες χιλιάδες οικογένειες.
Η «ειρήνη των γενναίων», όπως την ονόμασε ο Αραφάτ, θέλοντας να δώσει ηρωικό τόνο στην προδοσία του, δεν έφερε τα αποτελέσματα που περίμενε ο παλαιστινιακός λαός. Οι Σιωνιστές κατόρθωσαν να στοιβάξουν τους Παλαιστίνιους σε δύο κομμάτια γης, αποκομμένα μάλιστα μεταξύ τους (Δυτική Οχθη και Λωρίδα της Γάζας). Ταυτόχρονα, το Ισραήλ εισήγαγε για πρώτη φορά αυστηρούς περιορισμούς στις μετακινήσεις των παλαιστίνιων εργατών από τις «αυτόνομες» παλαιστινιακές περιοχές στο εσωτερικό του κράτους του Ισραήλ. Αυτό είχε σα συνέπεια τη δραματική μείωση των παλαιστίνιων εργατών που εργάζονταν στο Ισραήλ και την κατακόρυφη αύξηση της ανεργίας. Ποιος ισραηλινός καπιταλιστής θα προσλάμβανε πλέον έναν εργάτη που τις μισές μέρες δε θα μπορούσε να φτάσει στη δουλειά του λόγω των αποκλεισμών και τις άλλες μισές θα έφτανε κατάκοπος λόγω των πολύωρων μπλόκων που επιβάλλονταν στα σύνορα με τις «αυτόνομες» παλαιστινιακές περιοχές;
Ανεπίσημη έκθεση της Παγκόσμιας Τράπεζας περιγράφει αυτό το επίτευγμα της «ειρήνης των γενναίων», που εγκαινιάστηκε με τις συμφωνίες του Οσλο: «Μέχρι το τέλος της δεκαετίας του ‘80, Παλαιστίνιοι και Ισραηλινοί μπορούσαν να μετακινούνται ελεύθερα μεταξύ των περιοχών τους. Το Ισραήλ εισήγαγε τις απαιτήσεις για άδειες μετακίνησης το 1991, για να ελέγξει τις μετακινήσεις των παλαιστίνιων εργατών, και οι συμφωνίες του Οσλο το 1993 σημείωσαν μια ριζική στροφή στην ισραηλινή πολιτική για την εργασία, εφόσον οι έλεγχοι αδειών (σ.σ. των παλαιστίνιων εργατών που περνούσαν από τις «αυτόνομες» περιοχές στο εσωτερικό του Ισραήλ) και άλλοι περιορισμοί στις μετακινήσεις (π.χ. προσωρινοί αποκλεισμοί των συνόρων) ενισχύθηκαν αυστηρά. Αυτό αποθάρρυνε αποφασιστικά τη ζήτηση παλαιστίνιων εργατών από το Ισραήλ, οι οποίοι σταδιακά αντικαταστάθηκαν από ξένους εργάτες» (Ελίζαμπεθ Ράπερτ Μπάλμερ, «Ο αντίκτυπος των μελλοντικών πολιτικών επιλογών για την εργασία στην παλαιστινιακή αγορά εργασίας», ανεπίσημο έγγραφο της Παγκόσμιας Τράπεζας, Ιούνης 2001).
Οι θέσεις εργασίας που δημιουργήθηκαν από τον «εκσυγχρονισμό» της Παλαιστίνης (χτίσιμο πολυκατοικιών, ανάπτυξη εσωτερικού εμπορίου κτλ.) δεν ήταν τόσες ώστε να αντισταθμίσουν την απώλεια χιλιάδων θέσεων εργασίας λόγω των αποκλεισμών. Η Παγκόσμια Τράπεζα αναφέρει: «Η δημιουργία νέων θέσεων εργασίας στις (σ.σ. «αυτόνομες» παλαιστινιακές) περιοχές δεν αντιστάθμισε τη μείωση της απασχόλησης των Παλαιστινίων στο Ισραήλ, που έπεσε από 150.000 εργάτες το 1992 στους 50.000 το 1995. Ανάλογα με την δυνατότητα πρόσβασης στις δουλειές μέσα στο Ισραήλ, η ανεργία κυμαινόταν μεταξύ 17% και 33% στη Γάζα και 11% και 30% στη Δυτική Οχθη το 1995. Τα στοιχεία για το 1996, εμφανίζουν μια εκτίναξη της ανεργίας στο 29% συνολικά, δηλαδή γύρω στο 25% στη Δυτική Οχθη και περίπου 40% στη Λωρίδα της Γάζας». Αυτό είχε ως αποτέλεσμα τα μέσα εισοδήματα να καταρρεύσουν «σε επίπεδα πριν την Ιντιφάντα (1987), εφόσον οι ετήσιες απολαβές των παλαιστίνιων εργατών στο Ισραήλ καταποντίστηκαν από 930 εκατ. δολάρια το 1992 σε 252 εκατ. δολάρια το 1995». Μιλάμε δηλαδή για απώλειες της τάξης του 70%! Η σχετική μείωση της ανεργίας και η αύξηση του μεροκάματου τα χρόνια μετά το 1996, λόγω της χαλάρωσης των αποκλεισμών και της δημιουργίας «ασφαλούς» περάσματος από τη Δυτική Οχθη στη Γάζα το ’99, δεν οδήγησαν ποτέ τα μεροκάματα στα επίπεδα του 1994.
Αυτή ήταν η «ειρήνη των γενναίων». Μια ειρήνη που το μόνο της αποτέλεσμα ήταν ο βαθύτερος ταξικός διαχωρισμός της παλαιστινιακής κοινωνίας και η οριστική και αμετάκλητη σήψη της παλαιστινιακής ηγεσίας. Γι’ αυτό και κατέρρευσε επτά χρόνια μετά, με το ξέσπασμα της δεύτερης Ιντιφάντα και τα όσα επακολούθησαν. Γι’ αυτό και οι Σιωνιστές δεν έχουν καμία εμπιστοσύνη ότι η οποιαδήποτε ειρήνη θα μπορέσει να γίνει εύκολα αποδεκτή από τον παλαιστινιακό λαό κι έχουν πάρει πάνω τους το έργο της καταστολής στα παλαιστινιακά εδάφη που κατέχουν. Την περασμένη Τρίτη, μάλιστα, δολοφόνησαν έναν 22χρονο αγωνιστή της Τζιχάντ, που καταδίωκαν στη μαρτυρική Τζενίν της Δυτικής Οχθης.
Κώστας Βάρλας