Πόσες φορές δεν έχουμε ακούσει κυβερνητικούς παράγοντες, όταν απευθύνονται στο λαϊκό κοινό, να διαβεβαιώνουν ότι δεν πρόκειται να υπάρξουν άλλες μειώσεις μισθών, ότι οι αμοιβές των εργαζόμενων (ιδίως το κατώτερο μεροκάματο και ο κατώτερος μισθός) είναι διασφαλισμένες, ότι το πρόβλημα ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας δεν οφείλεται στο «κόστος εργασίας» αλλά σε άλλους παράγοντες; Πόσες φορές δεν τους έχουμε ακούσει να λένε πως η Ελλάδα δεν μπορεί να ανταγωνιστεί τις χώρες χαμηλού «κόστους εργασίας», όπως η Κίνα, η Ινδία, η Βραζιλία, οι γειτονικές βαλκανικές χώρες;
Βέβαια, από το δεύτερο Μνημόνιο έχει διακηρυχθεί ρητά ο στόχος της κινεζοποίησης και της προσαρμογής των μισθών και των μεροκάματων στα επίπεδα των γειτονικών βαλκανικών χωρών. Γι’ αυτό και όταν οι ίδιοι κυβερνητικοί παράγοντες μιλούν σε αστικά ακροατήρια, αφήνουν στην άκρη τις ψεύτικες διαβεβαιώσεις που δίνουν στον ελληνικό λαό και μιλούν κυνικά με τη γλώσσα της αλήθειας, αποκαλύπτοντας τους πραγματικούς σκοπούς τους.
Για παράδειγμα, μιλώντας σε γεύμα εργασίας του Ελληνοαμερικανικού Εμπορικού Επιμελητηρίου, στις 24 Ιούλη, ο Στουρνάρας αφιέρωσε ένα κεφάλαιο στη «βελτίωση της ανταγωνιστικότητας», δηλώνοντας στην πρώτη κιόλας παράγραφο της τοποθέτησής του: «Σε συνέχεια των αλλαγών στην αγορά εργασίας, σε επίπεδο μοναδιαίου κόστους εργασίας, έχουμε αποκαταστήσει τη χαμένη ανταγωνιστικότητά μας από την είσοδο της χώρας μας στην Ευρωζώνη».
Επομένως, η περιβόητη ανταγωνιστικότητα συνδέεται αποκλειστικά με το λεγόμενο «μοναδιαίο κόστος εργασίας». Οπως σημείωσε ο Στουρνάρας, με τις ανατροπές που επήλθαν στην εργατική νομοθεσία, αποκαταστάθηκε η χαμένη «ανταγωνιστικότητα» από την είσοδο στην Ευρωζώνη. Αυτό, όμως, δεν φτάνει. Πρέπει να υπάρξει βελτίωση της «ανταγωνιστικότητας» κι αυτό, φυσικά, θα γίνει με νέες αντεργατικές ανατροπές, αφού η «ανταγωνιστικότητα» συνδέεται αποκλειστικά με το «μοναδιαίο κόστος εργασίας». Δηλαδή, με τους μισθούς και τα μεροκάματα, τις ασφαλιστικές εισφορές, τη δυνατότητα απόλυσης και το ύψος της αποζημίωσης λόγω απόλυσης και γενικά με τις εργασιακές σχέσεις. Πρέπει να σημειώσουμε, επίσης, ότι στις 25 του περασμένου Φλεβάρη, σε συνέντευξή του στον Πρετεντέρη, ο Στουρνάρας έλεγε πως «όσον αφορά την ανταγωνιστικότητα έχουμε καλύψει το 75% της απόστασης που μας χωρίζει από τον τελικό στόχο». Επειδή από τότε δεν έχουν περάσει ούτε έξι μήνες, μπορούμε να καταλάβουμε ότι η κινεζοποίηση έχει δρόμο ακόμη να διανύσει.
Είναι σκόπιμο να θυμηθούμε και την περιβόητη δήλωση Μέργου(γενικός γραμματέας του υπουργείου Οικονομικών) το Φλεβάρη του 2013. Τι είχε πει ο Μέργος; «Μπορεί στην Ελλάδα να έχει μειωθεί το μοναδιαίο κόστος εργασίας, αλλά ακόμα ο κατώτατος μισθός είναι υψηλός. Αυτό είναι κάτι που πρέπει να δούμε σχετικά με την ανάπτυξη». Για να στηρίξει, μάλιστα την άποψή του παρέθεσε πίνακες με παραδείγματα κατώτερων μισθών από τις χώρες του ΟΟΣΑ (όχι της Ευρωζώνης, μόνο) και κατέληξε στο συμπέρασμα: «Υπάρχει φως στο τούνελ, ωστόσο ο δρόμος για την ανάπτυξη είναι ακόμα μακρύς». Μ’ άλλα λόγια, ο δρόμος για την ανάπτυξη περνάει μέσα από την παραπέρα μείωση των μισθών, συμπεριλαμβανόμενου και του κατώτερου μισθού.
ΥΓ1: Το Μνημόνιο-2 αναφέρει: «Η κυβέρνηση θα λάβει μέτρα για την ενθάρρυνση της ταχείας προσαρμογής του κόστους εργασίας […] Η στρατηγική αυτή πρέπει να στοχεύει στη μείωση του ονομαστικού μοναδιαίου κόστους εργασίας κατά 15% στο διάστημα 2012-14 […] Θα δώσουμε μεγαλύτερη έμφαση στην εξασφάλιση μειώσεων στο ανά μονάδα κόστος εργασίας και στην βελτίωση της ανταγωνιστικότητας, μέσω ενός συνδυασμού περικοπών των ονομαστικών μισθών και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων στην αγορά εργασίας […] Θα λάβουμε και προκαταρκτικά μέτρα για να επιτρέψουμε μια μείωση στους ονομαστικούς μισθούς για να κλείσει γρήγορα το κενό μας στην ανταγωνιστικότητα και να τεθεί μια πρώιμη βάση για την βιώσιμη ανάπτυξη […] Τα μέτρα αυτά θα δώσουν τη δυνατότητα μείωσης της απόκλισης του κατώτατου μισθού σε σχέση με τους ανταγωνιστές μας (Πορτογαλία, Κεντρική και Νοτιοανατολική Ευρώπη) […] Αυτό θα ευθυγραμμίσει το πλαίσιο του κατώτατου μισθού της Ελλάδας με αυτό συγκρίσιμων κρατών».
ΥΓ2: Ο όρος «κόστος εργασίας» είναι ένας αντιεπιστημονικός όρος της αστικής πολιτικής οικονομίας, ο οποίος έχει ως σκοπό να συσκοτίσει την πραγματικότητα ή μάλλον να την τοποθετήσει με το κεφάλι κάτω και τα πόδια πάνω. Σύμφωνα με την αστική πολιτική οικονομία, μοναδικός παραγωγός αξιών είναι ο καπιταλιστής που διαθέτει το κεφάλαιο, ενώ ο εργάτης δεν είναι παρά ένα στοιχείο κόστους, δίπλα σε όλα τα υπόλοιπα (πρώτες ύλες, ενέργεια, κτίρια, μηχανήματα κτλ.). Επομένως, όταν πληρώνεται ο εργάτης εισπράττει στο ακέραιο αυτό που προσέφερε. Στο μνημειώδες έργο του «Το Κεφάλαιο», ο Καρλ Μαρξ απέδειξε ότι μοναδικός παραγωγός νέων αξιών είναι η ανθρώπινη εργασία. Ο εργάτης δεν πληρώνεται στο ακέραιο την αξία της εργασίας που προσέφερε, αλλά αφήνει (παρά τη θέλησή του) στον καπιταλιστή ένα μέρος της εργασίας. Αυτή ο Μαρξ την ονόμασε υπερεργασία και το προϊόν της υπεραξία, από την οποία προέρχεται το καπιταλιστικό κέρδος σε όλες τις μορφές του. Αέναη είναι η πάλη ανάμεσα στους καπιταλιστές και τους εργάτες για τον καθορισμό αυτών των δυο μεριδίων της εργασίας. Αυτού που πληρώνεται ο εργάτης με το μισθό και αυτού που καρπώνεται ο καπιταλιστής.
Υπό το πρίσμα της επιστημονικής ανάλυσης του Μαρξ μπορούμε να καταλάβουμε καλύτερα γιατί η «ανταγωνιστικότητα» του ελληνικού (και όχι μόνο) καπιταλισμού συνδέεται ευθέως με το «κόστος εργασίας», δηλαδή με τους εργατικούς μισθούς. Μπορούμε ν’ αντιληφθούμε ότι η κινεζοποίηση δεν είναι παρά μια διαδικασία, μέσω της οποίας οι εργατικοί μισθοί στην Ελλάδα σπρώχνονται προς τα κατώτερα όρια που παρατηρούνται διεθνώς. Μπορεί να μη φτάσουν ποτέ στα επίπεδα της Κίνας, όμως η τάση είναι να ωθούνται προς αυτά.