Η τελευταία ταινία της τριλογίας του χιλιανού σκηνοθέτη για την κατάσταση στη χώρα επί Πινοσέτ (οι δύο προηγούμενες ήταν οι «Τόνι Μανέρο» και «Post Mortem»). Το 1988 γίνεται δημοψήφισμα στη Χιλή με διακύβευμα την προεδρία του Πινοσέτ. Το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος ήταν 44% υπέρ του Πινοσέτ και 56% κατά.
Ο σκηνοθέτης έχει υιοθετήσει στην κινηματογράφησή του ένα τρόπο, ο οποίος μας παραπέμπει στην αισθητική της εποχής, πράγμα εξαιρετικά ενδιαφέρον. Αρκετά επίσης πετυχημένη είναι η μεταφορά του θεατή στο κλίμα του πραγματικού φόβου και της καταπίεσης που υφίστατο ο λαός της Χιλής. Πρωταγωνιστής είναι ένας νεαρός ειδήμων σε θέματα διαφήμισης και μάρκετιγκ, ο οποίος ανέλαβε από την αντιπολίτευση τη «διαφημιστική της καμπάνια», στηρίζοντάς τη στους νόμους της διαφήμισης. Το αποτέλεσμα θύμιζε πιο πολύ διαφήμιση προϊόντος αμερικάνικης πολυεθνικής εταιρίας, παρά πολιτική καμπάνια, προπαγάνδα μιας αντιπολίτευσης και μάλιστα αριστερής.
Η ματιά του σκηνοθέτη δικαιώνει αυτήν την τολμηρή (;) επιλογή, μιας και τελικά η καμπάνια «Νο» (όχι στον Πινοσέτ) κέρδισε, παρά τις αρχικές εκτιμήσεις. Δυστυχώς, όμως, δε μας δίνονται αρκετές πληροφορίες για τις πολιτικές συνθήκες την περίοδο εκείνη στη Χιλή, κυρίως σχετικά με το κίνημα, τη σύνθεσή του και τη σχέση του με την υπόλοιπη κοινωνία. Υπάρχει, βέβαια, άφθονο υλικό που μας δίνει εικόνα για το μέγεθος της καταστολής από πλευράς Πινοσέτ, όμως αυτό δεν είναι αρκετό για ν’ αποκτήσουμε εικόνα γα τις διεργασίες που γίνονταν στο λαό της Χιλής. Πιο απλά, δύσκολα γίνεται αποδεκτό ότι ο λαός της Χιλής έδιωξε τον Πινοσέτ, εξαιτίας μιας γενικόλογης, συναισθηματικής, σχεδόν «απολιτίκ» διαφημιστικής καμπάνιας, με επίκεντρό της λέξεις όπως ευτυχία, ελπίδα και κεντρικό στοιχείο το ουράνιο τόξο, η αρμονία των χρωμάτων του οποίου συμβολίζει και την αρμονική συνύπαρξη των διαφορετικών τάσεων και στη μετά-Πινοσέτ εποχή, ειδικά αν σκεφτούμε πόσο είχε κυριολεκτικά ματώσει ο συγκεκριμένος λαός.
Ελένη Π.