Στο προηγούμενο φύλλο αναφερθήκαμε στις «προτεραιότητες» που κατά τον ΟΟΣΑ απαιτούνται να εφαρμοστούν για να επιστρέψει η περιβόητη «ανάπτυξη». O OOΣΑ δε δίστασε να δώσει τα εύσημα στις κυβερνήσεις των Μνημονίων για την εφαρμογή σκληρών αντιλαϊκών μέτρων, πολλά από τα οποία ταυτίζονταν με τις δικές του προτάσεις. Αναφερθήκαμε, επίσης, στο «καρότο» που ακούει στο όνομα «κοινοτική αλληλεγγύη» και πάει πακέτο με την τρομοκρατία των αριθμών και τις απειλές για «καταστροφική χρεοκοπία» των χωρών που δε θα ευθυγραμμιστούν απόλυτα με τις απαιτήσεις των πιστωτών. Αυτή η «αλληλεγγύη» υποτίθεται ότι θα εκφραστεί μέσω χρηματοδότησης των «αδύναμων» κρατών, μέσω της έκδοσης ευρωομολόγων, είτε μέσω της χρηματοδότησης των καπιταλιστών με ομόλογα έργου. Μ’ αυτό τον τρόπο, κατά τους υποστηρικτές αυτής της «αλληλεγγύης», θα επιστρέψει η «ανάπτυξη».
Το ερώτημα που προκύπτει αβίαστα και το θέσαμε στο προηγούμενο φύλλο είναι το παρακάτω: Μπορούν τα οποιαδήποτε ομόλογα να εξασφαλίσουν το ξεπέρασμα της κρίσης στην Ευρώπη έστω και σε βάρος των εργαζόμενων; Συμπληρώνοντας θα προσθέταμε ένα ακόμα ερώτημα. Είναι δυνατόν να επιστρέψει μια σταθερή και μακρόχρονη ανάπτυξη στην ΕΕ, μια ανάπτυξη δηλαδή με παράλληλη οικονομική σταθερότητα για το κεφάλαιο για πολύ καιρό; Σ’ αυτά τα ερωτήματα θα προσπαθήσουμε ν’ απαντήσουμε παρακάτω.
Η αστική απάντηση
Πρώτα απ’ όλα, ας δούμε τι λένε στελέχη της ευρωπαϊκής κεφαλαιοκρατίας, όπως ο Αντρέας Ντόμπρετ, από την εκτελεστική επιτροπή της γερμανικής Bundesbank. Σε πρόσφατη ομιλία του στη διεθνή λέσχη των τραπεζιτών στο Λουξεμβούργο[1], ο Ντόμπρετ έκανε μια ανάλυση για τα αίτια και το ξεπέρασμα της κρίσης, που αξίζει να τη διαβάσει κανείς:
«Οπως είπα προηγουμένως, τα χρήματα δεν αγοράζουν εμπιστοσύνη. Ακόμα και τα μεγαλύτερα πακέτα διάσωσης δεν μπορούν παρά να φέρουν μια πρόσκαιρη ανάπαυλα. Ο χρόνος, είναι αλήθεια, είναι το μόνο πράγμα που μπορείς ν’ αγοράσεις. Αλλά αυτός ο αγορασμένος χρόνος θα πρέπει πραγματικά να χρησιμοποιηθεί για να εξαφανιστούν οι αιτίες που προκαλούν την κρίση. Κι αυτό μας οδηγεί σε τρία βήματα που η Bundesbank πιστεύει ότι πρέπει να γίνουν. Πρώτον, οι κυβερνητικοί προϋπολογισμοί θα πρέπει να ξαναμπούν σε τάξη. Αυτό ισχύει για όλες τις χώρες της ζώνης του ευρώ, αλλά ειδικά για εκείνες τις χώρες που επανειλημμένα έχουν αναβάλει τις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις… Δεύτερον, οι χώρες που επηρεάστηκαν από την κρίση χρειάζεται επομένως να διεξάγουν δομικές μεταρρυθμίσεις με σκοπό να γίνουν πιο ανταγωνιστικές και να προωθήσουν την οικονομική ανάπτυξη. Ορισμένες μεταρρυθμίσεις είναι, φυσικά, δύσκολες και επίπονες. Η Ιρλανδία έχει δείξει ωστόσο ότι είναι δυνατές και η γερμανική εμπειρία έχει αποδείξει ότι μακροχρόνια αποδίδουν. Και τρίτον, χρειαζόμαστε μια σταθερή αρχιτεκτονική για την νομισματική μας ένωση».
Η νέα αυτή «αρχιτεκτονική», σύμφωνα με το στέλεχος της Bundesbank, εμπεριέχει… ευγενή μέτρα, όπως αυστηρό οικονομικό έλεγχο ως προϋπόθεση για τη «βοήθεια» στις αδύναμες χώρες και επιβολή προστίμων σε περίπτωση παρεκκλίσεων από τα όρια του ελλείμματος και του χρέους. Ο Ντόμπρετ παραθέτει ξεκάθαρα την αστική απάντηση στην κρίση, χωρίς συναισθηματισμούς και γελοίες υπεκφυγές όσων ποτίζουν τους λαούς με το δηλητήριο της αυταπάτης. Μπορεί ο Ντόμπρετ να μην θέλει να καταλάβει ότι το αίτιο της κρίσης είναι ο ίδιος ο καπιταλισμός που την αναπαράγει περιοδικά όλο και πιο οδυνηρή, σε ένα πράγμα όμως θα συμφωνήσουμε μαζί του. Οτι για το κεφάλαιο το ξεπέρασμα της κρίσης θα γίνει με τον «κλασικό» τρόπο που ακολουθεί ο καπιταλισμός. Μέσα από την αύξηση της εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης σε βαθμό που να αντισταθμίζεται η πτώση των πωλήσεων, αδιαφορώντας για το γεγονός ότι έτσι καταστρέφεται η σημαντικότερη παραγωγική δύναμη της κοινωνίας: ο εργαζόμενος άνθρωπος.
Και σ’ αυτό έχει εν μέρει δίκιο. Η αύξηση της εκμετάλλευσης των εργατών ακόμα και μέσα στις ιμπεριαλιστικές μητροπόλεις, σε συνδυασμό με την «κινεζοποίηση» των εργατών στις εξαρτημένες χώρες τύπου Ελλάδας, θα δώσει μια ανάσα στο κεφάλαιο για να ξεπεράσει την κρίση. Θ’ αποτελέσει αυτό όμως επιστροφή στην προηγούμενη κατάσταση και θα μπορέσει να διατηρηθεί σε βάθος χρόνου; Για ν’ απαντήσουμε στα παραπάνω χρειάζεται να δούμε τα οικονομικά δεδομένα. Θα το κάνουμε αυτό παρακολουθώντας την κατάσταση που διαμορφώνεται στον τραπεζικό τομέα, ο οποίος στη σημερινή εποχή κατέχει καίρια θέση στον παγκόσμιο καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής.
Συγκρατημένη αισιοδοξία
Το ξέσπασμα της κρίσης, που όπως ήταν φυσικό εκδηλώθηκε πρώτα απ’ όλα στον τραπεζικό τομέα (αφού όταν περιορίζεται η ανάπτυξη μειώνεται και ο δανεισμός), φαινόταν να ξεπεράστηκε το πρώτο τρίμηνο του 2010. Η έκθεση της Τράπεζας Διεθνών Διακανονισμών (Bank for International Settlements – BIS) το Σεπτέμβρη του ίδιου χρόνου ανέφερε με ικανοποίηση: «Η συρρίκνωση των διεθνών ισοζυγίων των τραπεζών που δίνουν αναφορά στη BIS, που ξεκίνησε το τέταρτο τρίμηνο του 2008, έφτασε στο τέλος της κατά τη διάρκεια των τριών πρώτων μηνών του 2010»[2].
Η αύξηση της παροχής δανείων στο εξωτερικό, τόσο στις ξένες τράπεζες όσο και στις επιχειρήσεις μπορεί να μην ήταν εντυπωσιακή (1.8% για τις πρώτες, 2.5% για τις δεύτερες), ήταν όμως ένα ενθαρρυντικό μήνυμα για το κεφάλαιο, ότι θα μπορέσει να ξανακάνει τις μπίζνες του όπως παλιά. Η πορεία αυτή συνεχίστηκε μέχρι και το πρώτο τρίμηνο του 2011. Από το δεύ-τερο και μετά ξεκινάει μια σταδιακή κάθοδος, εξαιτίας της μείωσης του δανεισμού στις ανεπτυγμένες οικονομικά χώρες. Αντίθετα, οι «αναπτυσσόμενες» χώρες δείχνουν να ζητούν χρήμα, καθώς ο δανεισμός σε κατοίκους αυτών των χωρών αυξάνεται για ένατο συνεχές τρίμηνο, μέχρι και το δεύτερο τρίμηνο του 2011.
Ελπίδες που εξατμίζονται
Ομως, η συγκρατημένη αισιοδοξία δεν κρατά για πολύ. Η στασιμότητα επιστρέφει, όπως σημειώνει η BIS: «Οι συνολικές αξιώσεις (σ.σ. δανεισμός) εκτός συνόρων από τις τράπεζες που αναφέρονται στην BIS αυξήθηκαν ελάχιστα στο τρίτο τρίμηνο του 2011. Η συνολική αύξηση οφειλόταν αποκλειστικά στην αύξηση των διατραπεζικών αξιώσεων. Αντίθετα, οι αξιώσεις σε οντότητες εκτός τραπεζών σημείωσαν τη μεγαλύτερη μείωση από το τέταρτο τρίμηνο του 2009. Παρά τη συνολική αύξηση των διασυνοριακών αξιώσεων κατά τη διάρκεια της περιόδου, υπήρξαν αρκετά αξιοσημείωτα σημάδια επιβράδυνσης της διεθνούς τραπεζικής δραστηριότητας»(σελ.13)[3].
Η επιβράδυνση αγγίζει και τις «αναπτυσσόμενες» χώρες, καθώς «μετά από εννέα συνεχόμενα τρίμηνα σταθερής αύξησης, ο διασυνοριακός δανεισμός στις αναδυόμενες οικονομίες (σ.σ.τόσο στις τράπεζες όσο και στις εταιρίες) συρρικνώθηκε το τρίτο τρίμηνο του 2011» (σελ. 18)[3]. Η Ασία συνέχισε να κρατάει ακόμα, αν και οι ρυθμοί δανεισμού μειώθηκαν κι εκεί. Την ίδια περίοδο, οι διεθνείς τράπεζες σπεύδουν να ξεφορτωθούν χαρτιά χρέους των χωρών των GIIPS (Ελλάδα, Ιταλία, Ιρλανδία, Πορτογαλία, Ισπανία), κυρίως στον τομέα του δημόσιου χρέους, οι αξιώσεις έναντι του οποίου σημείωσαν τη μεγαλύτερη μείωση (κατά 63 δισ. δολάρια ή -13%)[3].
Τι ήταν όμως αυτό που οδήγησε στην αύξηση του διασυνοριακού διατραπεζικού δανεισμού εκείνη την περίοδο; Οπως επισημαίνει η ίδια έκθεση, η αύξηση του δανεισμού αυτού οφειλόταν στη μεγάλη αύξηση της κατηγορίας που αποκαλείται «άλλοι πόροι» και περιλαμβάνει διάφορα κεφάλαια, μεταξύ των οποίων παράγωγα και κεφάλαια που μεταφέρονται από τα κεντρικά γραφεία των τραπεζών στα υποκαταστήματά τους στο εξωτερικό. Αν και η κατηγορία «άλλοι πόροι» δεν αναλύεται περαιτέρω, η έκθεση επισημαίνει ότι υπάρχουν ενδείξεις ότι μεγάλο μέρος της αύξησης της κατηγορίας αυτής αφορά αυξήσεις της αγοραστικής αξίας διάφορων παραγώγων. Η έκθεση καταλήγει στο συμπέρασμα ότι «η ανάπτυξη των διατραπεζικών συναλλαγών προέρχεται από τράπεζες που έκοψαν την πίστωση στην πραγματική οικονομία και «πάρκαραν» τα χρήματά τους στα θυγατρικά τους γραφεία ανά τον κόσμο» (σελ.15)[3], όμως η έλλειψη περισσότερων στοιχείων στα στατιστικά δεδομένα που επεξεργάστηκε η BIS δεν επιτρέπει πιο εμπεριστατωμένες αναλύσεις για τον ακριβή λόγο της αύξησης του διατραπεζικού δανεισμού, όπως επισημαίνει η ίδια έκθεση.
Ωστόσο, τα παραπάνω δείχνουν ανάγλυφα πόσο «καίγεται» για την «ανάπτυξη» το χρηματιστικό κεφάλαιο. Αν δεν έχει εξασφαλισμένο το ανώτατο κέρδος, «παρκάρει» τα χρήματά του μέχρι να ξεκαθαρίσει η κατάσταση. Η στασιμότητα του διε- θνούς τραπεζικού συστήματος το τρίτο τρίμηνο του 2011 μετατράπηκε σε ελαφριά… κατρακύλα το τέταρτο. Ετσι, στην τελευταία έκθεση της BIS[4] επισημαίνεται: «Κατά τη διάρκεια του τέταρτου τριμήνου του 2011, οι τράπεζες που δίνουν αναφορά στη BIS σημείωσαν τη μεγαλύτερη μείωση των συνολικών αξιώσεων έξω από τα σύνορά τους, μετά την πτώση του τέταρτου τριμήνου του 2008, που οδήγησε στην κατάρρευση της Λίμαν Μπράδερς. Η τελευταία μείωση ήταν παγκόσμια, αλλά προερχόταν κυρίως από τις τράπεζες με έδρα τη ζώνη του ευρώ… Συνολικά, ο διασυνοριακός δανεισμός σε μη-τράπεζες μειώθηκε, αλλά η μείωση στις τράπεζες ήταν δριμύτερη και η μεγαλύτερη εδώ και τρία περίπου χρόνια».
Από τη μείωση δεν γλίτωσαν ούτε οι «αναδυόμενες» οικονομίες ούτε καν η Ασία, όπως θα δούμε παρακάτω. Η κατάσταση είναι τόσο άσχημη, που στην έκθεση του Ιούνη υπάρχει ξεχωριστό κεφάλαιο με τίτλο «Η αισιοδοξία εξατμίζεται», στο οποίο επισημαίνονται τα εξής: «Αλλά από τα μέσα του Μάη, οι αμφιβολίες (σ.σ. για την ανάκαμψη) επέστρεψαν: αμφιβολίες για την ανάπτυξη στη ζώνη του ευρώ, αμφιβολίες για την οικονομική υγεία των χωρών της Ευρωζώνης, αμφιβολίες για τις τράπεζες, αμφιβολίες για το αντίκτυπο της δημοσιονομικής πειθαρχίας στην ανάπτυξη και, τελικά, αμφιβολίες για την πολιτική σταθερότητα μέσα στην Ευρωζώνη. Ολα αυτά, σε συνδυασμό με πρώτα σημάδια μιας πιο εύθραυστης ανάπτυξης σε ΗΠΑ και Κίνα, έκαναν τους επενδυτές πιο επιφυλακτικούς και οδήγησαν σε αύξηση της αστάθειας στην παγκόσμια χρηματοπιστωτική αγορά»[4].
Ευρωπαϊκή υποχώρηση
Μέσα σ’ αυτό το ζοφερό τοπίο, οι χώρες του ευρώ εμφανίζουν τη μεγαλύτερη υποχώρηση, παρά το χρήμα που έχει πέσει άφθονο για τη στήριξη των τραπεζών (πάνω από 1 τρισ. ευρώ). Αυτό προκύπτει ξεκάθαρα από τα στοιχεία που παρουσιάζει η τελευταία έκθεση της BIS, στην οποία αναφέρεται:
«Οι τράπεζες με έδρα τις ανεπτυγμένες ευρωπαϊκές οικονομίες μείωσαν τα περιουσιακά τους στοιχεία στο εξωτερικό κατά 466 δισ. δολάρια (2.3%), η δεύτερη μεγαλύτερη μείωση τόσο σε απόλυτους όσο και σε σχετικούς όρους από το τέταρτο τρίμηνο του 2008. Αυτή η μείωση ήταν πιο αξιοπρόσεκτη στις τράπεζες της ζώνης του ευρώ, κατά 584 δισ. δολάρια (4.7%). Οι τράπεζες με έδρα τη Γαλλία μείωσαν τα περιουσιακά τους στοιχεία στο εξωτερικό κατά 197 δισ. δολάρια (5.3%), κυρίως μειώνοντας τις θέσεις τους σε ευρώ – ήταν η δεύτερη μεγαλύτερη μείωση των τελευταίων 12 χρόνων τουλάχιστον για τις γαλλικές τράπεζες, μετά από τη μείωση κατά 7.1% το προηγούμενο τρίμηνο. Ο διασυνοριακός δανεισμός των τραπεζών σε ορισμένες άλλες σημαντικές ευρωπαϊκές οικονομίες μειώθηκε επίσης σημαντικά: κατατάσσοντάς την ανάλογα με την ποσοστιαία μεταβολή (σ.σ. από τη μεγαλύτερη στη μικρότερη ποσοστιαία μείωση) η πτώση ήταν 35 δισ. δολάρια (5.3%) για την Ισπανία, 181 δισ. δολάρια (4.7%) για τη Γερμανία και 32 δισ. δολάρια (3.5%) για την Ιταλία. Αντίθετα, ο διατραπεζικός δανεισμός από τις βρετανικές τράπεζες αυξήθηκε ελαφρά (7 δισ. ή 0.2%)» (σελ. 14, 15)[4].
Ανάλογη είναι και η κατάσταση της χρηματοδότησης των τραπεζών, δηλαδή των χρημάτων που οι ίδιες δανείζονται για να δανείσουν. Σύμφωνα με την παραπάνω έκθεση, οι ισπανικές και οι ιταλικές τράπεζες δυσκο- λεύτηκαν περισσότερο να βρουν χρήμα. Ετσι, ο δανεισμός των ιταλικών τραπεζών από το εξωτερικό έπεσε στο χαμηλότερο σημείο των τελευταίων 9 ετών, ενώ των ισπανικών έπεσε στο χαμηλότερο σημείο των τελευταίων 17 ετών! Μειώσεις (αν και μικρότερες) σημειώθηκαν στο δανεισμό των γερμανικών και γαλλικών τραπεζών (γύρω στο 6% για κάθε μία). Αντίθετα, οι βρετανικές και ακόμα περισσότερο οι γιαπωνέζικες τράπεζες δανείστηκαν πιο εύκολα χρήματα.
Τι σημαίνουν όλ’ αυτά; Οτι η «νομισματική ένωση» αποκαλύπτεται μια τραγική αποτυχία. Οτι το παραμύθι του «υπερκράτους», με το οποίο μας ανακάτευαν τα μυαλά εδώ και δυο δεκαετίες, καταρρέει, αφού οι καπιταλιστές έξω από τα σύνορα της Ευρωζώνης εμπιστεύονται περισσότερο τα αυτοτελή εθνικά κράτη παρά ένα μόρφωμα που εμπεριέχει τον ανταγωνισμό μεταξύ των πυλώνων της Ευρωζώνης (Γαλλία, Ιταλία, Γερμανία) και όχι των… κουτσουλιών (σε οικονομικό επίπεδο πάντα) όπως η Ελλάδα!
Οι «αναδυόμενες» αγορές
Το πιο ανησυχητικό για την παγκόσμια κεφαλαιοκρατία είναι το γεγονός ότι από την κατρακύλα δεν γλίτωσαν ούτε οι «αναδυόμενες αγορές». Σύμφωνα με την τελευταία έκθεση της BIS[4], ο διασυνοριακός δανεισμός από τις τράπεζες σε κατοίκους των χωρών αυτών μειώθηκε κατά 75 δισ. δολάρια (2.4%) για δεύτερη συνεχή φορά (το προηγούμενο τρίμηνο είχε μειωθεί πέντε φορές λιγότερο, δηλαδή κατά 17 δισ. δολάρια ή 0.5%). Ξέρετε από πού προέρχεται αυτή η μείωση; Από τη μείωση του δανεισμού στις κινέζικες τράπεζες, που συμβαίνει για πρώτη φορά μετά το πρώτο τρίμηνο του 2009. Αν μειωθεί και ο δανεισμός στον ιδιωτικό τομέα (εκτός τραπεζών), ο οποίος εξακολουθεί να αντέχει, τότε αυτό θα είναι δείγμα έξαρσης της κρίσης, γιατί αυτή εκδηλώνεται πρώτα στον τομέα αυτό (αν και οι αιτίες της κρίσης δεν πρέπει ν’ αναζητηθούν στον πιστωτικό τομέα, αλλά στις ίδιες τις αντιφάσεις του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής).
Ανισομετρία και… αναρχία
Από τα οικονομικά δεδομένα προκύπτει ότι η κρίση οξύνεται στην Ευρώπη κι αυτό όχι φυσικά εξαιτίας του… κινδύνου να κάνει κυβέρνηση ο ΣΥΡΙΖΑ. Επομένως, όσοι πιστεύουν ότι από την κρίση θα ξεμπλέξουμε έτσι απλά κάνουν εγκληματικό λάθος. Κι αυτό γιατί η αδιαφορία για τα οικονομικά δεδομένα και η εναπόθεση των ελπίδων σε αερολογίες πολιτικών μορφωμάτων τύπου ΣΥΡΙΖΑ δημιουργούν αυταπάτες τις οποίες θα πληρώσει ακριβά η εργατική τάξη, αν δεν αποφασίσει να δράσει, όχι για να φέρει μια «δίκαιη ανάπτυξη» (πράγμα ακατόρθωτο στον καπιταλισμό), αλλά για να αποτρέψει σε πρώτη φάση τη δική της εξαθλίωση και ν’ αγωνιστεί για την κατάργηση του συστήματος της μισθωτής σκλαβιάς.
Το μόνο θετικό της σημερινής εποχής είναι ότι ξεσκίζονται ταχύτατα και με βιαιότητα οι αυταπάτες της «παγκοσμιοποίησης» και της «υπερεθνικής ολοκλήρωσης», που υποτίθεται ότι θα έφερναν τους λαούς πιο κοντά, σ’ ένα κόσμο με λιγότερες διαφορές και περισσότερη οργάνωση. Αντίθετα, αυτό που αποκαλύπτεται ακόμα και μέσα από τα επίσημα στοιχεία κεφαλαιοκρατικών οργανισμών (όπως η BIS) δεν είναι παρά η ανισομετρία στην ανάπτυξη και η αναρχία στην παραγωγή. Γι’ αυτά, όμως, θα μιλήσουμε στο επόμενο φύλλο.
Κώστας Βάρλας
Παραπομπές
[1] «Νέος χρόνος, παλιά προβλήματα – Η κρίση χρέους της Ευρώπης» Λόγος του Αντρέας Ντόμπρετ, μέλους της εκτελεστικής επιτροπής της γερμανικής Bundesbank, στη διεθνή λέσχη τραπεζιτών στο Λουξεμβούργο – 6/2/2012.
[2] «Εξελίξεις στη διεθνή τραπεζική και χρηματοοικονομική αγορά» – τριμηνιαία έκθεση Τράπεζας Διεθνών Διακανονισμών (BIS) – Σεπτέμβρης 2011 (https://www.bis.org/publ/qtrpdf/r_qt1009.pdf).
[3] Τριμηνιαία έκθεση BIS – Μάρτης 2012 (https://www.bis.org/publ/qtrpdf/r_qt1203b.pdf).
[4] Τριμηνιαία έκθεση BIS – Ιούνης 2012 (https://www.bis.org/publ/qtrpdf/r_qt1206a.pdf και στο r_qt1206b.pdf ).