Παρομοιάζοντας τις ΗΠΑ είτε με «λύκο που αδιαφορεί για τα ανθρώπινα δικαιώματα όταν γίνεται λόγος για την υλοποίηση των δικών του συμφερόντων» (πριν από ενάμιση μήνα, στην επέτειο της αντιφασιστικής νίκης) είτε με «ελέφαντα σε κατάστημα με πορσελάνες» (μιλώντας για την αμερικάνικη πολιτική στην Κεντρική Ασία, την προηγούμενη βδομάδα μία μέρα μετά τη σύνοδο κορυφής της Οργάνωσης Συνεργασίας της Σαγκάης), ο ρώσος πρόεδρος Βλαδιμίρ Πούτιν έχει καθιερώσει πλέον και ανοιχτά έναν πιο σκληρό αντιαμερικάνικο πολιτικό λόγο. Αυτός ο πολιτικός λόγος δεν έχει να κάνει ούτε με το καπρίτσιο ούτε με τις αδιαμφισβήτητες ικανότητες του στυγνού ρώσου προέδρου. Γιατί ο Πούτιν απλά διαχειρίζεται προς το συμφέρον της δικής του κεφαλαιοκρατίας τις πολιτικές σχέσεις του κράτους του, οι οποίες όμως βασίζονται – όπως πάντα – σε ένα οικονομικό υπόβαθρο.
Οι θεωρητικοί του μαρξισμού έλεγαν ότι η πολιτική αποτελεί συμπύκνωση της οικονομίας. Μια ματιά στην παγκόσμια ιστορία αρκεί για να διαπιστώσει κανείς αυτή τη μεγάλη αλήθεια. Οι «ισχυροί της Γης» δεν θα κατείχαν ποτέ αυτή τη θέση, αν δεν ήταν ισχυροί οικονομικά. Ούτε θα μπορούσαν να έχουν αυτή τη στρατιωτική δύναμη, αν δεν είχαν ισχυρά οικονομικά θεμέλια. Ακόμα κι αν οι οικονομίες τους βρίσκονταν κατά καιρούς σε κρίση, αυτό δεν αναιρούσε τον υψηλό βαθμό συσσώρευσης κεφαλαίου που τους ξεχώριζε (και τους ξεχωρίζει) από τις υπόλοιπες χώρες, ακόμα κι αν οι τελευταίες αναπτύσσονταν με μεγαλύτερους ρυθμούς ανάπτυξης ορισμένες φορές.
Αν θέλουμε λοιπόν να κατανοήσουμε την πολιτική κατάσταση που διαμορφώνεται μεταξύ των ισχυρών ιμπεριαλιστικών κρατών (ιμπεριαλιστικών όχι από την άποψη της αναμφίβολης δίψας τους για επεκτατισμό, αλλά πρωτίστως από την άποψη της υψηλής συσσώρευσης κεφαλαίου και της απόλυτης επικράτησης των μονοπωλίων στην οικονομική τους ζωή), θα πρέπει να κοιτάξουμε κάτω από την επιφάνεια των προσωπικών ικανοτήτων ή αδυναμιών των ηγετών τους και να αναζητήσουμε τις οικονομικές τους σχέσεις και την εξέλιξή τους. Αυτό ακριβώς θα επιχειρήσουμε να κάνουμε σ’ αυτό το σημείωμα, που δεν διεκδικεί τις δάφνες μίας σε βάθος οικονομικής ανάλυσης, αλλά περιορίζεται στην παρουσίαση των τάσεων της οικονομικής κίνησης, που είναι αυτές που μας ενδιαφέρουν τελικά.
Δεκαετία του ’90: η πτώση
Η διάλυση της πάλαι ποτέ κραταιάς «Σοβιετικής Ενωσης», που εμφανιζόταν για δεκαετίες σαν το «κέντρο του παγκόσμιου σοσιαλισμού», ενώ είχε παλινορθωθεί ο καπιταλισμός πολύ νωρίτερα, σήμανε για πολλούς το τέλος αυτής της ισχυρής χώρας και την υποδούλωσή της στο δυτικό κεφάλαιο. Η Ρωσία έχασε πολλές αγορές παγκόσμια, ο πολιτικός της ρόλος στην παγκόσμια σκηνή καταποντίστηκε. Οι «σοσιαλιστικές δημοκρατίες» της Ανατολικής Ευρώπης αναζήτησαν αλλού «προστασία» και στο εσωτερικό ένα κύμα υψηλού πληθωρισμού ταλάνισε για πολλά χρόνια τη ρωσική οικονομία. Να πως περιγράφει αυτό το κύμα το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο:
«Απ’ τις αρχές της δεκαετίας του ’90, το ξένο συνάλλαγμα, κυρίως το αμερικάνικο δολάριο, έχει γενικά εξυπηρετήσει τις χρηματικές λειτουργίες στη Ρωσία (δηλαδή το ξένο συνάλλαγμα έχει χρησιμοποιηθεί στη Ρωσία ως μέσο λογαριασμών, αποθήκευσης αξιών και μέσο πληρωμών. Ενώ το ξένο συνάλλαγμα δεν είναι ένας δόκιμος όρος στη Ρωσία, το αμερικάνικο δολάριο και όλο και περισσότερο το ευρώ έχουν γίνει ντε φάκτο αποδεκτά μέσα πληρωμών, ιδιαίτερα για μεγάλες συναλλαγές όπως η ακίνητη περιουσία και τα αυτοκίνητα)… Ακολουθώντας μια περίοδο γρήγορης υποτίμησης του ρουβλιού και υπερπληθωρισμού στις αρχές του ’90, η σφιχτή νομισματική και δημοσιονομική πολιτική που τέθηκε σε εφαρμογή το 1995 βοήθησε στο να μειωθεί ο ετήσιος πληθωρισμός από άνω του 200% στο τέλος του 1994 σε περίπου 20% στο τέλος του 1996… Ο πληθωρισμός αυξήθηκε δραματικά ξανά, μετά την οικονομική κρίση του Αυγούστου 1998… Το Σεπτέμβριο του 1998 το νόμισμα υποτιμήθηκε περισσότερο από 100%, με αποτέλεσμα μία έκρηξη στο μηνιαίο πληθωρισμό από 3.7% τον Αύγουστο σε 38% το Σεπτέμβριο του 1998 και μία αύξηση του ετήσιου πληθωρισμού από 5.6% τον Ιούλιο του 1998 σε 126% τον Ιούλιο του 1999. Η επίδραση της υποτίμησης του νομίσματος ήταν ιδιαίτερα σκληρή δεδομένου ότι πολλές τιμές ήταν σε δολάρια. Από το 1999, οι αρχές έχουν επιδιώξει να ακολουθήσουν έναν αναμφίβολα αποπληθωριστικό δρόμο. Το ευνοϊκό εξωτερικό περιβάλλον, ιδιαίτερα η ανάκτηση των τιμών του πετρελαίου και των μετάλλων, που οδήγησαν σε πλεονάσματα των τρεχουσών συναλλαγών, καθώς και η επανέναρξη των κεφαλαιουχικών εισροών από το 2001 επέτρεψαν στην Κεντρική Τράπεζα της Ρωσίας να συσσωρεύσει αποθέματα» (Money Demand and Inflation in Dollarized Economies: The Case of Russia, Ιούλης 2005, Διεθνές Νομισματικό Ταμείο).
Η έκρηξη του πληθωρισμού συνοδεύτηκε από μία έκρηξη του εξωτερικού χρέους που στα τέλη της δεκαετίας ήταν το ίδιο με το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν της χώρας. Μέχρι που η κρίση έκανε την εμφάνισή της με τα δραματικά γεγονότα του 1998, τον πενταπλασιασμό των τιμών των προϊόντων πλατιάς κατανάλωσης μέσα σε λίγους μήνες και την κατρακύλα του ΑΕΠ κάτω από το 60% του επιπέδου που βρισκόταν το 1990.
Η αντεπίθεση και η σημερινή θέση της Ρωσίας
Η κατάσταση άρχισε να αλλάζει απ’ τις αρχές της νέας χιλιετίας. Αυτό φαίνεται ρίχνοντας μια ματιά στον πίνακα 1, που προέκυψε από διάφορα στοιχεία που πήραμε απ’ το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, τη Ρωσική Κεντρική Τράπεζα και την Παγκόσμια Τράπεζα. Μέσα στην πρώτη τετραετία της νέας χιλιετίας, το ΑΕΠ αρχίζει να αυξάνεται σε υψηλά επίπεδα, το ποσοστό του εξωτερικού χρέους να πέφτει, ενώ το εμπορικό ισοζύγιο να είναι θετικό (με τις εξαγωγές να υπερκαλύπτουν τις εισαγωγές) με αυξητική τάση. Σ’ αυτό συνέλαβε αδιαμφισβήτητα η εκρηκτική άνοδος των τιμών του πετρελαίου, που έδωσε στη Ρωσία μία μεγάλη ανάσα, λαμβάνοντας υπόψη ότι η πετρελαϊκή παραγωγή της χώρας αυξήθηκε κατά 35%, απ’ τα 7 εκ.βαρέλια την ημέρα το 2001 σε 9.5 εκ. βαρέλια την ημέρα το 2005.
Μαζί με την αύξηση του ΑΕΠ και τη μείωση του ποσοστού του εξωτερικού χρέους, ήρθε και η αύξηση των επενδύσεων στο εξωτερικό. Η επενδυτική θέση της Ρωσίας στο εξωτερικό (σημαντικός παράγοντας για μια ιμπεριαλιστική χώρα που η εξαγωγή κεφαλαίων παίζει καθοριστικό ρόλο) καλυτέρεψε σαφέστατα, όπως προκύπτει απ’ τον Πίνακα 2. Παρολαυτά, όμως, τα ρωσικά κεφάλαια στο εξωτερικό δεν φτάνουν ούτε στο 5% των αντίστοιχων αμερικάνικων. Η αύξηση των εξωτερικών επενδύσεων δεν κατευθύνθηκε στις πρώην «σοσιαλιστικές» δημοκρατίες, όπως θα περίμενε κανείς. Σημειώνει ο ΟΟΣΑ:
«Οι σημαντικότεροι αποδέκτες των ρωσικών εξωτερικών άμεσων επενδύσεων ήταν η Μεγάλη Βρετανία (31% του συνόλου), ακολουθούμενη από την Ολλανδία (13%) και το Ιράν (10%). Ενώ ο ρόλος της Ρωσίας ως επενδυτή στο εξωτερικό αυξάνεται, μερικοί πολιτικοί και οικονομικοί σχολιαστές απογοητεύονται για την περιορισμένη ακόμα επενδυτική παρουσία της χώρας στο εξωτερικό, ειδικά στην περιοχή της πρώην Σοβιετικής Ενωσης. Η Ουκρανία (με μόνο 58 εκατομμύρια δολάρια σε άμεσες εξωτερικές επενδύσεις) (σ.σ. για το έτος 2004) είναι η μόνη χώρα από την Κοινοπολιτεία Ανεξάρτητων Κρατών που τον προηγούμενο χρόνο εμφανίστηκε σαν ένας από τους κυριότερους προορισμούς των εξωτερικών άμεσων επενδύσεων, αλλά πιο κάτω από περιοχές όπως το Γιβραλτάρ και η Κύπρος» (Διεθνείς Επενδυτικές Προοπτικές 2005, Κεφ.1: Τάσεις και πρόσφατες εξελίξεις στις Ξένες Αμεσες Επενδύσεις, σελ.34, ΟΟΣΑ).
Λυσσαλέος ανταγωνισμός
Η «ρωσική αρκούδα» δεν είναι διατεθειμένη πλέον να κοιμάται και να δέχεται τα χτυπήματα των αντιπάλων της με… στωικότητα. Περνάει στην αντεπίθεση διεκδικώντας το ρόλο που της ανήκει. Αυτό φάνηκε και με την ιρανική κρίση, που έκανε τους Αμερικάνους να κάνουν πίσω, και με την απειλή της για τη δημιουργία πετρελαϊκού χρηματιστηρίου με βάση το ρούβλι. Μια απειλή που διατυπώθηκε δια στόματος του ίδιου του Βλαδιμίρ Πούτιν τον περασμένο Μάη. Τι θα σηματοδοτήσει αν γίνει κάτι τέτοιο; Μα φυσικά το χτύπημα του δολαρίου, που σήμερα είναι το αποκλειστικό νόμισμα που χρησιμοποιείται στις πετρελαϊκές συναλλαγές. Σε περίπτωση που το ρούβλι παίξει το ρόλο που παίζει σήμερα το δολάριο, θα πέσει και η παγκόσμια ζήτηση του δολαρίου στις χρηματαγορές, με αποτέλεσμα το τελευταίο να υποτιμηθεί. Πράγμα που θα κάνει τον ανταγωνισμό ακόμα πιο «θερμό» απ’ όσο τον ξέραμε ως τώρα.
Απ’ αυτό τον ανταγωνισμό δε μπορούν να περιμένουν τίποτα καλό οι λαοί και οι εργαζόμενες τάξεις των χωρών του πλανήτη. Γιατί ο ανταγωνισμός δεν αφορά στην προστασία των ανθρώπινων δικαιωμάτων, ούτε του περιβάλλοντος, ούτε των εργατικών κατακτήσεων. Τα «ανθρώπινα δικαιώματα» ήταν και είναι πάντοτε, ως γνωστόν, το καρότο για να χρησιμοποιήσουν το μαστίγιο. Ο ανταγωνισμός των «μεγάλων δυνάμεων», όπως συνηθίζεται να αποκαλούνται (των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων στην πραγματικότητα) αφορά μόνο στο ποιος θα έχει την παγκόσμια κυριαρχία, ποιος θα εκμεταλλεύεται περισσότερο τις διάφορες χώρες και θα ληστεύει περισσότερο τις πλουτοπαραγωγικές τους πηγές, ποιος θα γίνει τελικά «πλανητάρχης» στη θέση του «πλανητάρχη». Ακόμα κι αν σήμερα εμφανίζεται αντίθετος στην ηγεμονία και την προκλητικότητα αυτών που έχουν το πάνω χέρι στην παγκόσμια σκακιέρα.
Κώστας Βάρλας