Ενα από τα «ατού» του νομοσχέδιου για το νόμο- πλαίσιο, σύμφωνα με την υπουργό Παιδείας είναι η υποχρέωση των Πανεπιστημίων για «κοινωνική λογοδοσία». Αυτή πραγματοποιείται μέσα από τους μηχανισμούς της αξιολόγησης και των τετραετών ακαδημαϊκών αναπτυξιακών προγραμμάτων.
Πολύ ωραία! Θα συμπεράνει ο αποχαυνωμένος τηλεθεατής, που έχει συνηθίσει να διαμορφώνει «πολιτική κρίση» από τον καναπέ του με το τηλεκοντρόλ στο χέρι, αποκομμένος απ’ τους κοινωνικούς και πολιτικούς αγώνες.
Βεβαίως, ως τώρα η υπουργός Παιδείας αποφεύγει να μπει σε λεπτομέρειες και να διασαφηνίσει τα κριτήρια αυτής της αξιολόγησης. Κι’ ούτε οι τηλεαστέρες έχουν κάνει αντικείμενο συζήτησης τούτη την παράμετρο, που η κυβέρνηση αρέσκεται να την ντύνει με λαϊκίστικους μανδύες περί «σεβασμού των χρημάτων του έλληνα φορολογούμενου», «αξιοκρατίας», «αναβάθμισης και διασφάλισης της ποιότητας της ανώτατης εκπαίδευσης» και άλλα τέτοια ηχηρά.
Ετσι όλοι τους ψαρεύουν κοινωνική συναίνεση. Πέρα όμως απ’ τα παιχνίδια εντυπώσεων υπάρχει και η ουσία.
Βέβαια επισήμως δεν έχουν ακόμα δημοσιοποιηθεί τα κριτήρια της αξιολόγησης των Ιδρυμάτων, η οποία θα είναι καθοριστικός παράγοντας ώστε να γίνουν αποδεκτά από το υπουργείο Παιδείας τα τετραετή αναπτυξιακά προγράμματα, που αυτά θα υποβάλλουν.
Σύμφωνα με το νόμο για τη «Διασφάλιση της ποιότητας στην ανώτατη εκπαίδευση» τα κριτήρια και οι δείκτες της αξιολόγησης τυποποιούνται, συμπληρώνονται και εξειδικεύονται από την Αρχή Διασφάλισης της Ποιότητας (Α.ΔΙ.Π.), της οποίας όμως το έργο ακόμα γίνεται εν κρυπτώ.
Πλην όμως, από το περίγραμμα που δίνει αυτός ο νόμος (άρθρο 3), όσο και από τη διεθνή εμπειρία, από τα Ιδρύματα των χωρών του εξωτερικού, στα οποία ισχύει η αξιολόγηση και τις οποίες έχει φωτεινούς φάρους η κυβέρνηση, μπορούμε να προσδιορίσουμε την κατεύθυνση και τα κριτήρια που θα την υλοποιούν.
Η κατεύθυνση είναι η επίτευξη «των στόχων του εθνικού συστήματος ανώτατης παιδείας» και η σύγκριση με τις «διεθνείς προδιαγραφές, εμπειρίες και πρακτικές». Οταν η «εθνική πολιτική» στα ζητήματα Παιδείας είναι η πλήρης εμπορευματοποίηση της γνώσης, η λειτουργία της εκπαίδευσης με αυστηρά ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια, η σταθερή υποχρηματοδότηση, η προσπάθεια να απεμπλακεί σταδιακά το κράτος από την υποχρέωσή του να παρέχει δημόσια δωρεάν Παιδεία σε όλους και μέτρο σύγκρισης με τις «διεθνείς προδιαγραφές» ο βαθμός προσαρμογής στις κατευθύνσεις της Μπολόνια και του Κοινού Ευρωπαϊκού Χώρου Ανώτατης Εκπαίδευσης (με τις γνωστές τριετείς προπτυχιακές σπουδές μιας χρήσης, τους φοιτητές- πελάτες, την κατάργηση του ενιαίου πτυχίου και την παροχή των πτυχίων- σούπα ως αθροίσματα πιστωτικών μονάδων), αντιλαμβάνεται κανείς την κατεύθυνση προς την οποία θα στρέφεται η αξιολόγηση των Πανεπιστημίων.
Σύμφωνα πάλι με το νόμο για την αξιολόγηση («Διασφάλιση της Ποιότητας») τα «γενικώς αναγνωρισμένα και αντικειμενικά κριτήρια» και οι δείκτες αξιολόγησης είναι α) ως προς την ποιότητα του διδακτικού έργου β) ως προς την ποιότητα του ερευνητικού έργου γ) ως προς την ποιότητα των προγραμμάτων σπουδών και δ) ως προς την ποιότητα των λοιπών υπηρεσιών.
Η διεθνής εμπειρία και πρακτική στις χώρες που ισχύει η αξιολόγηση, μας λέει ότι τούτα εξειδικευμένα είναι : ο αριθμός των φοιτητών που επιλέγουν ένα Ιδρυμα ή Τμήμα, η γνώμη των φοιτητών για τα μαθήματα, η αναλογία φοιτητών- διδασκόντων, ο αριθμός αποφοίτων, ο μέσος χρόνος αποφοίτησης, ο αριθμός μεταπτυχιακών τίτλων που απονέμονται, η επάρκεια υλικοτεχνικής υποδομής, ο απαιτούμενος χρόνος διεκπεραίωσης υποθέσεων εντός του Ιδρύματος (διοικητικές υπηρεσίες), ο αριθμός επιστημονικών δημοσιεύσεων των καθηγητών, ο αριθμός των ερευνητικών προγραμμάτων που εκπονούνται και οι ιδιωτικές χρηματοδοτήσεις, που προσελκύουν τα Ιδρύματα.
Το Νομοσχέδιο της Γιαννάκου για το νόμο πλαίσιο αναφέρει ότι ο τετραετής ακαδημαϊκός αναπτυξιακός προγραμματισμός αναφέρεται και στον προγραμματισμό της χρηματοδότησης του Ιδρύματος «από άλλες πηγές εκτός του κρατικού προϋπολογισμού».
Η στροφή των Πανεπιστημίων σε «άλλες πηγές» χρηματοδότησης, στη χρηματοδότηση δηλαδή από επιχειρήσεις, ιδιώτες, λογής- λογής «χορηγούς», βλέπουμε ότι πρέπει- σύμφωνα με την κυβέρνηση και τις διεθνείς προδιαγραφές- να αποτελεί βασικό συστατικό της λειτουργίας του. Ο βαθμός απορρόφησης τέτοιων κονδυλίων, η προσέλκυση ιδιωτικών κεφαλαίων είναι δείκτης αξιολόγησης της «ποιότητας» του Ιδρύματος. Εδώ, θα κριθεί κατά τη Γιαννάκου και την κυβέρνηση και η περίφημη «αυτονομία» και «αυτοτέλεια» των Ιδρυμάτων. Είναι ο μόνος τομέας όπου το Πανεπιστήμιο έχει ελεύθερο όλο το πεδίο να δράσει. Ολα τ’ άλλα τελούν υπό αυστηρό έλεγχο.
Αλλά βεβαίως, κανείς κεφαλαιοκράτης, κανένας επιχειρηματίας, κανένας «ευγενικός χορηγός» δεν προσφέρει τα όβολα αν δεν έχει κέρδος από αυτή την υπόθεση. Σε αντάλλαγμα, το Πανεπιστήμιο, θα διεξάγει έρευνα, που καμία σχέση δεν θα έχει με την πραγματική έρευνα, της οποίας τα ευεργετικά αποτελέσματα καρπώνεται (;) το σύνολο του λαού και τα συμπεράσματά της ενσωματώνονται στην συνέχεια στην επιστήμη των σπουδών, αλλά θα είναι έρευνα για την αύξηση της κερδοφορίας της συγκεκριμένης επιχείρησης, που θα προσφέρει τη χρηματοδότηση, ενώ το Πανεπιστήμιο θα λειτουργεί και ως χώρος διαφήμισης του ονόματος των επιχειρήσεων και μέσο για τις φοροαπαλλαγές τους.
Μια τέτοια διαδικασία είναι φυσικό να ευνοεί τις Σχολές των Θετικών και Εφαρμοσμένων Επιστημών, ενώ αφήνει απ’ έξω εκείνες των θεωρητικών, με συνέπεια να ανοίγει διάπλατα ο δρόμος της κατηγοριοποίησης των σχολών, των Ιδρυμάτων, με διαφοροποιήσεις ακόμα και μέσα στα Τμήματα.
Ολα τα επόμενα ποσοτικά κριτήρια, όπως ο αριθμός των επιστημονικών δημοσιεύσεων, ο αριθμός των μεταπτυχιακών τίτλων που απονέμονται, είναι συμπαρομαρτούντα αυτής της αντίληψης για την έρευνα. Καταρτίζονται αυτά τα ερευνητικά προγράμματα, παράγονται αυτές οι μελέτες, δημιουργούνται αυτές οι κατευθύνσεις στενής εξειδίκευσης, που έχουν άμεση σχέση με τις περιστασιακές ανάγκες της αγοράς.
Σ’ αυτές είναι προσαρμοσμένη και η «ποιότητα των προγραμμάτων σπουδών».
Η επόμενη ενότητα κριτηρίων, όπως ο αριθμός αποφοίτων και ο μέσος χρόνος αποφοίτησης είναι άμεσα συνδεδεμένη με τα παραπάνω, με την αντίληψη του Επιχειρηματικού Πανεπιστήμιου, που είναι το νέο όραμα του 21ου αιώνα της γενικευμένης επίθεσης του κεφαλαίου και της σάρωσης των εργατικών δικαιωμάτων.
Το κεφάλαιο έχει ανάγκη από ένα μικρό αριθμό στελεχών και μια μεγάλη μάζα μισομορφωμένων- μισοκαταρτισμένων εργαζόμενων, φθηνών και υποταγμένων. Οι προπτυχιακές σπουδές τριετούς διάρκειας της Μπολόνια, αυτό το στόχο υπηρετούν. Σ’ αυτές, που η γνώση έχει ημερομηνία λήξης (για τα περαιτέρω, για τον υπόλοιπο εργασιακό βίο του απασχολήσιμου προσφέρονται τα Ινστιτούτα Δια Βίου Μάθησης μέσα στα Πανεπιστήμια) δεν έχει νόημα να παραμένει κανείς πέραν του επιτρεπτού ορίου. Αλλωστε, το κράτος δεν έχει λεφτά να ξοδεύει για τούτη τη μάζα των μελλοντικών απασχολήσιμων. Γι’ αυτό και βάζει κριτήριο αξιολόγησης τον μέσο χρόνο αποφοίτησης. Τούτο το σκοπό εξυπηρετεί και η ρύθμιση για τους «αιώνιους φοιτητές» του νόμου- πλαισίου.
Καμιά σκασίλα δεν έχει το αστικό κράτος για ν’ αποφοιτήσουν όλοι οι φοιτητές ενός Ιδρύματος. Αν ήταν έτσι θα φρόντιζε να εξασφαλίσει σ’ όλα τα παιδιά όλα τα μέσα ώστε να σπουδάζουν απρόσκοπτα, χωρίς παράλληλα αυτά που προέρχονται από φτωχά λαϊκά στρώματα να χρειάζεται να εργάζονται.
Οσο για το κριτήριο του αριθμού των φοιτητών που επιλέγουν ένα Ιδρυμα ή Τμήμα, αυτό στηρίζεται σε κατασκευασμένα και σαθρά στοιχεία. Γιατί η επιλογή από τους νέους γίνεται κυρίως με γνώμονα την επαγγελματική αποκατάσταση, που είναι συνυφασμένη με τις περιστασιακές ανάγκες της αγοράς και κοινωνικά status, ενώ επηρρεάζεται και από την κατευθυνόμενη προπαγάνδα (π.χ. η τελευταίας εσοδείας ανάγκη για δασκάλους) και τη διαφήμιση.
Ας μη μιλήσουμε, βεβαίως για την αναλογία φοιτητών- διδασκόντων, την ταχεία διεκπεραίωση υποθέσεων μέσα στο Πανεπιστήμιο (διοικητικές λειτουργίες), την άρτια και επαρκή υλικοτεχνική υποδομή, κριτήρια που θα έπρεπε να πληροί εκ προοιμίου κάθε Πανεπιστήμιο.
Ολα τούτα απαιτούν γενναία χρηματοδότηση, ενίσχυση των Πανεπιστημίων με όλο το απαραίτητο επιστημονικό και διοικητικό προσωπικό. Ομως αυτά τα αυτονόητα που είναι υποχρέωση του κράτους, αποτελούν διεκδικήσεις δεκαετιών και σήμερα θεωρούνται «συντηρητισμός», μιας και η κατεύθυνση είναι οι φοιτητές- πελάτες που θ’ αγοράζουν μόνοι τους αδρά τη μόρφωση και η ώθηση των Πανεπιστημίων στην αγκαλιά των επιχειρήσεων, προκειμένου να εξασφαλίζουν τα προς το ζην.
Για ποια, λοιπόν, «αυτονομία» και «αυτοτέλεια» γίνεται τόσος λόγος ; Οταν μάλιστα από πάνω κρέμεται ο πέλεκυς της αναστολής της κρατικής χρηματοδότησης σε περίπτωση που δεν καταστεί δυνατό να υλοποιηθούν οι στόχοι των τετραετών αναπτυξιακών προγραμμάτων, που μπαίνουν πάντα σε συνδυασμό με τους δείκτες της αξιολόγησης που πρέπει να πιάσει κάθε Ιδρυμα ;
Συμπέρασμα ; Η αξιολόγηση είναι ένας σημαντικός μηχανισμός ελέγχου και τιμωρίας των Πανεπιστημίων, αδιάρρηκτα δεμένος με το νέο τοπίο που διαμορφώνει στα Πανεπιστήμια ο νέος νόμος πλαίσιο. Το τοπίο ενός Πανεπιστήμιου- Επιχείρησης και σιγής νεκροταφείου.
Γιούλα Γκεσούλη








