Συμπληρώθηκαν δυο βδομάδες από τότε που στο έκτακτο τρομοδικείο του Κορυδαλλού άρχισαν να καταθέτουν οι μάρτυρες υπεράσπισης των κατηγορούμενων. Στη διάρκεια αυτών των δύο εβδομάδων συντελέστηκαν τα αποκαλυπτήρια και επιβεβαιώθηκε αυτό που σε διάφορα σημεία της δίκης είχε καταγγελθεί: ότι διεξάγεται μια δίκη διεκπεραίωσης, εξέλιξη που διευκολύνεται από το ότι τα φώτα της δημοσιότητας έχουν αποτραβηχτεί από τη δίκη και ελάχιστοι άνθρωποι στην Ελλάδα μαθαίνουν τα διαδραματιζόμενα σ’ αυτή. (Αυτό το τελευταίο καταδεικνύει και την ευθύνη του κινήματος αλληλεγγύης, που έχει τα δικά του χάλια, αλλά αυτό δεν θα μας απασχολήσει εδώ).
Οι πρώτοι μάρτυρες που κατέθεσαν ήταν αυτοί του Δημήτρη Κουφοντίνα. Μάρτυρες που δεν ασχολήθηκαν καθόλου με την ποινική πλευρά της δίκης (η οποία, άλλωστε δεν απασχολεί τον Κουφοντίνα παρά μόνο ως προς τους συγκατηγορούμενούς του), αλλά μίλησαν ιδεολογικά και πολιτικά, αναφερόμενοι στην ιστορική διάσταση της δίκης. Αφού απέτυχε η προσπάθεια του προέδρου να αποφύγει κάθε τέτοια αναφορά (έγινε στον πρώτο κιόλας μάρτυρα, αλλά ο Κουφοντίνας απείλησε με απόσυρση των μαρτύρων και αποχώρησή του από τη δίκη, οπότε ο πρόεδρος αναγκάστηκε να υποχωρήσει), οι μάρτυρες αντιμετωπίστηκαν με μια περιφρονητική σιωπή, τυλιγμένη με υποκριτική ευγένεια.
Οι ερωτήσεις προς τους μάρτυρες ήταν από ελάχιστες έως καθόλου (ο υπογράφων, που ήταν ο τελευταίος στη σειρά, δεν δέχτηκε καμιά ερώτηση από έδρας). Η στάση και των εισαγγελέων και των δικαστών θα μπορούσε να συνοψιστεί στα εξής: «Πείτε ό,τι θέλετε να πείτε -γραμμένα τα ‘χουμε και αυτά που θα πείτε και εσάς- και αδειάστε μας τη γωνιά όσο πιο γρήγορα γίνεται». Το σημειώνουμε, γιατί στην πρώτη δίκη δόθηκε μάχη και από την έδρα και από την πολιτική αγωγή (που τώρα ήταν απούσα) και στα ιδεολογικά ζητήματα. Προφανώς, τώρα αυτή η μάχη κρίνεται απρόσφορη για τους σκοπούς της «αντιτρομοκρατίας».
Μόλις, όμως, άρχισαν να καταθέτουν οι μάρτυρες υπεράσπισης εκείνων των κατηγορούμενων που αρνούνται την κατηγορία, η έδρα ζωντάνεψε. Εισαγγελείς και πολιτική αγωγή αποκάλυψαν ένα καλοδουλεμένο ενιαίο μέτωπο, ενώ και δικαστές αμφισβητούσαν έντονα τους μάρτυρες και ιδιαίτερα εκείνους που κατέθεταν στοιχεία που ενισχύουν άλλοθι των κατηγορούμενων. Σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως μπορείτε να πληροφορηθείτε από το αναλυτικό ρεπορτάζ στις εσωτερικές σελίδες αυτού του φύλλου, ήταν τέτοια η επίθεση στους μάρτυρες που αποκάλυπτε μίσος. Μάλιστα, δεν έλειψαν οι ειρωνικοί και απαξιωτικοί μορφασμοί, που δεν μας άφησαν καμιά αμφιβολία για τις προθέσεις.
Η αλήθεια είναι ότι ζορίζονται περισσότερο από τους συναδέλφους τους στο πρωτόδικο. Ζορίζονται γιατί αυτή τη φορά έχουν και την υποχώρηση αρκετών από τους «αναγνωριστές». Γνωρίζουν πολύ καλά ότι καλούνται να αποφασίσουν καταδίκες ακόμα και σε ισόβια χωρίς κανένα στοιχείο. Χωρίς καν ένα ψευδομάρτυρα. Και φοβούνται ότι το στίγμα θα τους ακολουθεί σε όλη τους τη ζωή. Δεν αισθάνονται καμιά σιγουριά για τις αποφάσεις που πιέζονται να πάρουν. Γι’ αυτό και προσπαθούν μανιακά να ακυρώσουν τους μάρτυρες υπεράσπισης. Να πιαστούν από μια λεξούλα για να τους βγάλουν αναξιόπιστους. Αυτοί που έμειναν σιωπηλοί όταν παρήλαυναν απίθανοι ψευδομάρτυρες και «νούμερα», ξαφνικά απέκτησαν φωνή. Και το ερώτημα είναι: τι κάνει ο νομικός κόσμος μπροστά στην πρόκληση;
Π.Γ.