Εβλεπα στην τηλεόραση, σε ζωντανή σύνδεση, ένα τύπο σε έξαλλη κατάσταση. Μια πυρκαγιά του είχε καταστρέψει το σπίτι κι αυτός γεμάτος οργή και αγανάκτηση ούρλιαζε: «Δεν δουλεύει τίποτα, ένα κράτος μπουρδέλο έχουμε, παραλίγο να καούμε κι εμείς σαν τα ποντίκια…». Καταλαβαίνω απόλυτα τα συναισθήματα που είχε ο άνθρωπος μετά το καζίκι που του έτυχε. Διαφωνώ όμως κάθετα με τις εκτιμήσεις του. Και το αστικό κράτος δουλεύει μια χαρά εξυπηρετώντας τα συμφέροντα της πλουτοκρατίας που υπηρετεί, αλλά και τα περισσότερα μπουρδέλα προσφέρουν σωστές υπηρεσίες στους πελάτες τους. Αν και για τους οίκους ανοχής δεν έχω προσωπική άποψη, αφού μπουρδελότσαρκα έχω να κάνω κάτι δεκαετίες, με μια ματιά που έριξα στον διαδικτιακό τόπο https://www.bourdela.com/ μου δημιουργήθηκε η αίσθηση ότι κι αυτά εργάζονται με σύγχρονες προδιαγραφές. Τουλάχιστον αυτό ισχυρίζονται οι θαμώνες τους περιγράφοντας τις εμπειρίες τους στην ιστοσελίδα τους.
Να σταθούμε, όμως, λίγο στην λειτουργία του κράτους. Ο,τι έχει σχέση με την προστασία του περιβάλλοντας τα έχουμε γράψει αναλυτικά σε προηγούμενα φύλα της Κόντρας. «Πλέον, ό,τι δεν παράγει άμεσα υπεραξία πετιέται στα σκουπίδια. Και αντίστροφα, ό,τι μπορεί να προσφέρει έδαφος κερδοφόρας τοποθέτησης στο ιδιωτικό κεφάλαιο κατεβαίνει από τη σφαίρα του εθνικού ή του κοινωνικού και παραδίδεται στη “ρυθμιστική δύναμη της αγοράς”. Τόσο απλά είναι τα πράγματα». Οσο για τις υπόλοιπες λειτουργίες του κράτους, μια παράγραφος από ένα άρθρο του Δημήτρη Δανίκα στα «Νέα» μας δίνει μια εικόνα: «Ουδείς θα μπει φυλακή για τους κοριούς της κινητής. Η Ρικομέξ αθώα με βούλα και υπογραφή. Ούτε μισή δεκάρα για τους τόνους πετρελαίου που μετέτρεψαν τη θάλασσα της Καλντέρας σε χωματερή. Η βία των αστυνομικών πληρώνεται μερικές φορές με προαγωγές των ροπαλοφόρων και των βιαστών. Τα ομόλογα, ε, καλά, τη χασούρα θα την πληρώσει ο λαός. Για τους Πακιστανούς του Βουλγαράκη, καλά, εκείνο το πήρε το βοριαδάκι. Ντόρος να γίνεται. Να γλεντάνε τα δελτία των καναλιών με τα σκάνδαλα των πολιτικών. Να περνάει η ώρα στους καφενέδες των αραχτών».
Μπορεί να ισχυριστεί κανείς ότι δεν δουλεύουν όσο καλύτερα μπορούν οι κρατικοί μηχανισμοί καταστολής; Οι «θεσμοί» του αστικού κράτους με πρώτον και καλύτερο αυτόν της «δικαιοσύνης» του; Θυμόμαστε όλοι τα όσα κωμικοτραγικά έχουν γίνει στις πολιτικές δίκες. Προχτές μόλις ζήσαμε τη δίκη του Γιάννη Δημητράκη. Και είναι λογικό να συμβαίνουν αυτά, χωρίς να κρατάν μάλιστα ούτε τα προσχήματα. Είναι τόσο απροκάλυπτος ο ρόλος των δικαστών που έφτασε στο σημείο ο πρώην σύμβουλος του Μητσοτάκη, Γ. Κύρτσος, να γράψει: «Οι δικαστικοί λειτουργοί εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από την εκτελεστική εξουσία και διαπραγματεύονται το επαγγελματικό τους μέλλον στο παρασκήνιο με όλους τους ενδιαφερομένους».
Τι πιο χαρακτηριστική φάση απ’ την απόφαση που έβγαλε το δικαστήριο τη Δευτέρα, όταν δίκασε την υπόθεση της ΔΕΚΑ. Ξέρετε, μωρέ, γι’ αυτά τα λαμόγια λέω που με κυβερνητική εντολή έριχναν χοντρά φράγκα στο Χρηματιστήριο, για να παραμυθιάζονται οι αφελείς. Πάνω από ένα εκατομμύριο άνθρωποι παραμυθιάστηκαν τότε ότι θα γίνουν «επενδυτές» και θα πιάσουν τον παπά απ’ τα γένια. Το αποτέλεσμα το ξέρετε. Τα μπακίρια τους έβγαλαν φτερά και πέταξαν στις τσέπες των αετονύχηδων. Κάποια στιγμή, υποτίθεται ότι οι απατεώνες έπρεπε να δικαστούν. Ε, δικάστηκαν… και αθωώθηκαν όλοι. Οχι γιατί δεν βούτηξαν τα μπακίρια του μεροκαματιάρη, όχι γιατί δεν διέπραξαν εγκλήματα, αλλά γιατί ακόμα μια φορά δούλεψε η φάμπρικα της …παραγραφής. Τρέναραν τη δίκη με πάνω από 12 αναβολές και όταν ήρθε η ώρα της δίκης καθαρίστηκαν στην κολυμπήθρα του Σιλωάμ, την παραγραφή. Γνωστό και δοκιμασμένο το κόλπο.
Μόλις τώρα που γράφω αυτές τις γραμμές ακούω στο ραδιόφωνο να λέει πως ξελάσπωσε απ’ τα δικαστικά νταλαβέρια που είχε ένας άλλος ρασοφόρος τύπος που είχε κατηγορηθεί για κολεγιές με τους εξουσιαστικούς μηχανισμούς: «Παραγράφηκε λόγω παρέλευσης της πενταετίας η κατηγορία για κλοπή αρχαίων σε βάρος του υπόδικου για συμμετοχή σε παραδικαστικό κύκλωμα και πρώην αρχιμανδρίτη Ιάκωβου Γιοσάκη, του ηγούμενου Κωνσταντίνου Νόου και του μοναχού Κύριλλου Σταυρόπουλου, για την κλοπή αρχαίων αντικειμένων στα Κύθηρα το έτος 1996».
Γιώργης Γιαννακέλλης