Σύμφωνα με στοιχεία της ΕΣΥΕ, που δημοσιεύτηκαν μέσα στη βδομάδα, ο δείκτης εγχώριας αγοράς για το μήνα Σεπτέμβρη του 2007 σημείωσε αύξηση κατά 4,4%, ενώ ο δείκτης τιμών εξωτερικής αγοράς σημείωσε αύξηση 2,9%. Μιλάμε για τιμές παραγωγού βιομηχανίας, δηλαδή για βιομηχανικά εμπορεύματα που παράγονται στην Ελλάδα.
Αυτοί οι δείκτες, σε απλά ελληνικά, μας λένε ότι τα ίδια εμπορεύματα πουλιούνται στην Ελλάδα ακριβότερα σε σχέση με τις τιμές που πουλιούνται στο εξωτερικό. Πώς γίνεται αυτό; Απλούστατα, δεν ασκείται κανένας έλεγχος στους βιομήχανους, που καθορίζουν τις τιμές σύμφωνα με τις διαθέσεις τους. Χρηματοδοτούν τις εξαγωγές τους, για να είναι ανταγωνιστικοί και να κατακτούν ξένες αγορές, πουλώντας ακριβότερα στο εσωτερικό, όπου η αγορά ελέγχεται μονοπωλιακά απ’ αυτούς.
Το πρώτο σχόλιο που θα έκανε κάποιος είναι πως όταν μιλάμε για πληθωρισμό στην Ελλάδα μιλάμε για πληθωρισμό κερδών και όχι για πληθωρισμό που τροφοδοτείται από τους μισθούς, όπως υποστηρίζουν οι διάφοροι Γκαργκάνηδες. Ομως εμείς θα το πάμε λίγο βαθύτερα.
Επειδή όταν μιλάμε για τη βιομηχανία του ελληνικού καπιταλισμού μιλάμε σχεδόν αποκλειστικά για προϊόντα πλατιάς κατανάλωσης (η παραγωγή μέσων παραγωγής υστερεί αφάνταστα σε σχέση με τις χώρες του μονοπωλιακού καπιταλισμού), η διακύμανση των τιμών παραγωγού βιομηχανίας επηρεάζει άμεσα την αξία της εργατικής δύναμης. Η αξία της εργατικής δύναμης είναι το σύνολο των μέσων κατανάλωσης που χρειάζεται για να συντηρηθεί η εργατική οικογένεια, για να το πούμε όσο γίνεται πιο απλά.
Ομως, η τιμή της εργατικής δύναμης, δηλαδή ο μισθός εργασίας, είναι το μόνο προϊόν που παραμένει ουσιαστικά σε διατίμηση. Ετσι, με το παιχνίδι των αυξήσεων των τιμών των βιομηχανικών εμπορευμάτων πάνω από την αξία τους (γιατί βέβαια οι τιμές πώλησης στο εξωτερικό δε μπορεί να είναι κάτω από την αξία των παραχθέντων εμπορευμάτων) οι καπιταλιστές καταφέρνουν να αυξήσουν το βαθμό εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης, χωρίς να αλλάξει κανένα από τα υπόλοιπα στοιχεία της παραγωγικής διαδικασίας (παραγωγικότητα, εντατικότητα κ.λπ.).
Στην πράξη, βέβαια, τα πράγματα είναι πιο σύνθετα. Εκτός από την κερδοσκοπία με τις τιμές, έχουμε και αύξηση της παραγωγής ανά εργάτη, κυρίως με αύξηση της εντατικότητας της εργασίας και δευτερευόντως με βελτίωση της διαδικασίας της παραγωγής, που απαιτεί επενδύσεις σε σταθερό κεφάλαιο. Ετσι, η εργατική τάξη είναι πολλαπλά χαμένη. Οι καπιταλιστές αποσπούν απ’ αυτή και περισσότερη απόλυτη υπεραξία (με τη μείωση του μισθού εργασίας σε σχέση με την αξία της εργατικής δύναμης) και περισσότερη σχετική υπεραξία (με τις ιδροκοπικές μεθόδους στη δουλειά).
Και όμως, το σύστημα υποστηρίζει ότι οι έλληνες εργάτες αμείβονται υπερβολικά, ενώ η συνδικαλιστική γραφειοκρατία ετοιμάζεται να προσέλθει σε ένα νέο γύρο συλλογικών διαπραγματεύσεων, για να πουλήσει για μια φορά ακόμη στο κεφάλαιο τις ανάγκες των εργατών, όπως κάνει συστηματικά εδώ και χρόνια. Πώς να μη καλπάζουν μετά τα κέρδη;
Π.Γ.