Παράνομη και αντισυνταγματική έκρινε το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, με την 116/2008 απόφασή του, την υποχρεωτική ένταξη του ΤΕΑΠΕΤΕ (Ταμείο των εργαζόμενων στην Εμπορική Τράπεζα) στο επικουρικό του ΙΚΑ (ΕΤΕΑΜ) και στο ΕΤΑΤ (το περιβόητο Ταμείο για τους πριν το 1993 προσληφθέντες τραπεζοϋπάλληλους, που ίδρυσε η ΝΔ, παρά την καθολική αντίδραση του τραπεζοϋπαλληλικού κλάδου).
Ειδικά για το ΤΕΑΠΕΤΕ, που ήταν σωματειακού χαρακτήρα και είχε δημιουργηθεί με Συλλογική Σύμβαση Εργασίας και δεν υπήρχε το νομικό πρόσχημα της διάλυσής του, η κυβέρνηση Καραμανλή είχε έναν επιπλέον λόγο. Επρεπε να απαλλάξει την Εμπορική από ένα μεγάλο «βάρος», γιατί αυτό έθεταν σαν όρο οι τραπεζίτες της γαλλικής Credit Agricole, που την αγόρασαν.
Το δικαστήριο, λοιπόν, έκανε δεκτή την προσφυγή της συνδικαλιστικής εκπροσώπησης των εργαζομένων, κρίνοντας ότι με την ελευθερία των συλλογικών συμβάσεων δεν συμβιβάζεται μεταγενέστερη επέμβαση του νομοθέτη, περιοριστική της ελευθερίας.
Πολύ πιο σημαντικό, όμως, επειδή είναι γενικότερης σημασίας, είναι ένα άλλο σημείο του σκεπτικού της δικαστικής απόφασης, που θεωρεί ότι ο διαχωρισμός των εργαζόμενων σε παλιούς και νέους αντίκειται στη συνταγματική αρχή της ισότητας. Την παραθέτουμε ολόκληρη.
«Θεσπίζεται (σ.σ. με τη διάλυση του Ταμείου) διάκριση μεταξύ των εργαζομένων της εναγόμενης (σ.σ. της τράπεζας) ως προς τα συνταξιοδοτικά δικαιώματά τους, αναλόγως με το εάν προσελήφθησαν προ της 1/1/1993 (οπότε θα λαμβάνουν επικουρική σύνταξη από τα ταμεία ΕΤΑΤ και ΕΤΕΑΜ, καθώς και τις προσυνταξιοδοτικές παροχές του ΤΕΑΠΕΤΕ) ή μετά την παραπάνω ημερομηνία (οπότε θα λαμβάνουν μόνο την επικουρική σύνταξη του ΕΤΕΑΜ και επιστροφή των πέραν του ορίου ΕΤΕΑΜ ασφαλιστικών εισφορών, που κατέβαλαν στο ΤΕΑΠΕΤΕ το διάστημα 1/1/1993 – 31/12/ 2004), που αποτελεί ένα κριτήριο τυχαίο, μη αντικειμενικό και ουδόλως σχετιζόμενο με τις συνθήκες απασχόλησής τους, η δε εφαρμογή του θα έχει ως συνέπεια εργαζόμενοι, οι οποίοι παρέχουν την ίδια ακριβώς εργασία υπό τις αυτές συνθήκες και ανήκουν στον ίδιο ασφαλιστικό φορέα, να λαμβάνουν διαφορετική σύνταξη απλώς και μόνο διότι προσελήφθησαν σε διαφορετική ημερομηνία (για το ότι, ειδικότερα, η άνιση νομοθετική μεταχείριση ομοειδών κατηγοριών ασφαλισμένων, μέσα στον ίδιο ασφαλιστικό οργανισμό, συνιστά παραβίαση της συνταγματικής αρχής της ισότητας)».
Το σκεπτικό της απόφασης, μολονότι αναφέρεται σε μια συγκεκριμένη διαφορά μεταξύ εργαζόμενων και κράτους, βάλλει ευθέως ενάντια στον πυρήνα όλων των αντιασφαλιστικών παρεμβάσεων της τελευταίας 15ετίας. Ιδιαίτερα, ενάντια στο νόμο Σιούφα ( Ν. 2084/1992), που χώρισε τους εργαζόμενους σε τρεις κατηγορίες (πριν το 1983, μεταξύ 1983 και 1992, μετά το 1992) και στο νόμο Ρέππα (Ν. 3029/2002), που επικύρωσε αυτό το διαχωρισμό και εισήγαγε και ένα νέο (χώρισε τους ασφαλισμένους στα ΒΑΕ σε παλιούς και νέους).
Γι’ αυτό και η κυβέρνηση θα βάλει όλα τα μέσα προκειμένου αυτή η απόφαση να ακυρωθεί και στο ειδικό και στο γενικό της σκέλος. Ηδη, ο Αλογοσκούφης το προανήγγειλε, λέγοντας, ότι «αν επρόκειτο να επικυρωθεί και από άλλες δικαστικές αποφάσεις και να τελεσιδικήσει, πιθανόν να αλλάξουν τα δεδομένα» και ξεκαθαρίζοντας ότι «αυτή τη στιγμή δεν υπάρχει λόγος για να αλλάξει η εφαρμογή του νόμου, ο οποίος εφαρμόζεται κανονικά».