Ο Ζοζέ Μανουέλ Ντουράο Μπαρόζο ήταν σίγουρα ο πιο ευτυχισμένος ευρωπαίος το βράδυ της Κυριακής 7 Ιούνη. Το νέο ρεκόρ αποχής, που σε κάποια χώρα έφτασε και το 80% και κατά μέσο όρο σε ολόκληρη την Ευρωλάνδη ξεπέρασε το 50%, τον άφηνε παγερά αδιάφορο. Η σαρωτική νίκη των χριστιανοδημοκρατικών και συντηρητικών κομμάτων ήταν που του προκαλούσε την τρελή χαρά. Η επανεκλογή του στην προεδρία της Κομισιόν για μια ακόμη πενταετή θητεία, ο μεγάλος προσωπικός του στόχος, είχε εξασφαλιστεί (έστω και αν ο Σαρκοζί και η Μέρκελ θέλουν η επανεκλογή να γίνει τον Οκτώβρη, μετά το νέο δημοψήφισμα της Ιρλανδίας). Οχι πως δεν τα ‘χει καλά και με αρκετές σοσιαλδημοκρατικές κυβερνήσεις, όπως τη βρετανική, την ισπανική και την πορτογαλική, όμως η προεκλογική κίνηση του Μάριο Σοάρες και επτά ακόμη από τους «δεινόσαυρους» της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας τον είχε ανησυχήσει. Ετσι και σάρωναν οι σοσιαλδημοκράτες, η επανεκλογή του θα καθίστατο αυτομάτως ιδιαίτερα επισφαλής. Θα ήθελαν έναν καθαρά δικό τους στη θέση του. Ακόμα και αυτός ο αχώνευτος ο Σημίτης «έπαιζε» στο παρασκήνιο για τη θέση.
Ομως, οι σοσιαλδημοκράτες, σε όλες τους τις εκδοχές, ήταν αυτοί που συνετρίβησαν παντού, εκτός από την Ελλάδα και τη Μάλτα, όπου νίκησαν. Μιλάμε για συντριβή γιατί τέτοια ήταν όχι μόνο η ήττα σοσιαλδημοκρατών που βρίσκονται στην εξουσία (Βρετανία, Ισπανία, Πορτογαλία), αλλά και αυτών που βρίσκονται στην αντιπολίτευση, με χαρακτηριστικότερα παραδείγματα αυτά της Γαλλίας και της Ιταλίας. Συντριβή υπέστησαν και στη Γερμανία, όπου συγκυβερνούν με τους χριστιανοδημοκράτες.
Οι χριστιανοδημοκράτες, παρά τις απώλειες ψήφων που είχαν σε αρκετές περιπτώσεις, μολονότι κυβερνούν στις 20 από τις 27 χώρες της ΕΕ, ενίσχυσαν το συνολικό αριθμό των βουλευτών τους, ενώ οι σοσιαλδημοκράτες έχασαν περίπου το ένα τέταρτο της κοινοβουλευτικής τους δύναμης. Εντυπωσιακή ήταν η άνοδος διάφορων νεοφασιστικών, ρατσιστικών και ισλαμοφοβικών κομμάτων σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες, τα περισσότερα από τα οποία μπαίνουν για πρώτη φορά στο ευρωκοινοβούλιο και αναμένεται να σχηματίσουν μια ομάδα με περίπου 120 ευρωβουλευτές.
Ανοδο είχαν και οι Οικολόγοι, που άντλησαν δύναμη από την καταρρέουσα σοσιαλδημοκρατία (εξέλεξαν 52 ευρωβουλευτές ενώ είχαν 43), ενώ η λεγόμενη «ευρωπαϊκή αριστερά» ακολούθησε τη σοσιαλδημοκρατία στην ελεύθερη πτώση (33 ευρωβουλευτές έναντι 41).
Τέλος, η «άκρα αριστερά», που κυρίως στη Γαλλία εμφανιζόταν με αξιώσεις, περιορίστηκε στα «κιλά» της. Το «Νέο Αντικαπιταλιστικό Κόμμα» του Μπεζανσενό, που το «έπαιξαν» για ένα διάστημα τα γαλλικά ΜΜΕ, περιορίστηκε στο 4,8% και ο «Εργατικός Αγώνας» της Λαγκιγιέ στο 1,2%, προκαλώντας ρίγη απογοήτευσης στους ανά την Ευρώπη τροτσκιστές.
Η σημαντική άνοδος της αποχής είναι το νέο πολιτικό φαινόμενο σε όλη την ΕΕ. Πρόκειται για ένα ρεύμα που δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ενιαίο, αφού περικλείει αντιφατικές συμπεριφορές και διαφορετικές αφετηρίες. Ενα, όμως, είναι ξεκάθαρο. Η ανασυγκρότηση του εργατικού κινήματος στην Ευρώπη δεν πρόκειται να καταγραφεί μέσω της κάλπης. Ας τελειώνουμε μ’ αυτή την αυταπάτη, που έχει φενακίσει τις πολιτικές συμπεριφορές εδώ και πάρα πολλά χρόνια. Η κάλπη δεν μπορεί να στηρίξει ούτε τη σοσιαλδημοκρατία, τον ένα από τους δυο βασικούς πυλώνες της αστικής πολιτικής στην Ευρώπη εδώ και δεκαετίες. Γιατί στις συνθήκες της κρίσης οι παπάρες των σοσιαλδημοκρατών ξεφτίζουν αμέσως μόλις εκφωνηθούν. Φαίνεται από μακριά ότι δεν έχουν να προτείνουν απολύτως τίποτα το διαφορετικό απ’ αυτό που κάνουν οι συντηρητικοί. Αντίθετα, η κάλπη μπορεί να στηρίξει τα νεοφασιστικά και ρατσιστικά μορφώματα, τα οποία δρουν ως μοχλός πίεσης πάνω στο πολιτικό σύστημα, ενισχύοντας τα κατασταλτικά χαρακτηριστικά του. Γι’ αυτό και αυτά τα μορφώματα ενισχύονται ποικιλοτρόπως από τα ΜΜΕ του κεφάλαιου, όπως βλέπουμε να γίνεται ολοφάνερα και στην Ελλάδα με το ΛΑΟΣ.
Η ανασυγκρότηση του εργατικού κινήματος θα συντελεστεί έξω από τις κάλπικες κοινοβουλευτικές διαδικασίες. Οι κοινωνικές δυνάμεις που θα «τραβήξουν» αυτή την ανασυγκρότηση είναι «κρυμμένες» κυρίως μέσα στο μεγάλο ρεύμα της αποχής, που εκφράζει διαμαρτυρία και οργή.