Η νίκη του φιλοαμερικάνικου «Συνασπισμού 14ης Μάρτη» στις βουλευτικές εκλογές που έγιναν την περασμένη Κυριακή στο Λίβανο έδωσε μιαν ανάσα στην αμερικάνικη πολιτική στη Μέση Ανατολή. Ηταν μια «ευχάριστη έκπληξη» για το Λευκό Οίκο και τους Σιωνιστές, όμως αυτό ισχύει μόνο ως προς τον αριθμό των εδρών που κέρδισε ο συνασπισμός της υποταγής. Κοιτάζοντας την κατανομή των εδρών που προέκυψε από αυτές τις εκλογές, φαίνεται ότι τα αποτελέσματα των εκλογών ήταν παρόμοια με αυτά του 2005. Ο φιλοαμερικάνικος «Συνασπισμός 14ης Μάρτη» (πήρε το όνομά του από την ημερομηνία της μεγάλης αντισυριακής διαδήλωσης που έγινε ένα ακριβώς μήνα μετά τη δολοφονία του πρώην πρωθυπουργού του Λιβάνου, πολυεκατομμυριούχου Ραφίκ Χαρίρι στις 14/2/05) κατάφερε να κρατήσει την πλειοψηφία των εδρών, κατακτώντας 70 έδρες σε σύνολο 128 (δυο από τις οποίες ανήκουν σε «ανεξάρτητους» που συνεργάστηκαν μαζί του). Βρίσκεται επομένως στην ίδια θέση με αυτή που ήταν μέχρι τώρα, ελαφρά αποδυναμωμένος, αφού κατέκτησε δύο λιγότερες έδρες από αυτές που είχε κερδίσει το 2005.
Από την άλλη πλευρά, ο «Συνασπισμός 8ης Μάρτη» (πήρε το όνομά του από την ημερομηνία μιας μεγάλης φιλοσυριακής διαδήλωσης που έγινε στη Βηρυτό στις 8/3/05), μεταξύ της Χεζμπολά, της φιλοσυριακής Αμάλ και του χριστιανού Μαρωνίτη (και πρώην στρατηγού) Μισέλ Αούν, κέρδισε 57 έδρες, δηλαδή μία παραπάνω από αυτές που είχαν κερδίσει όλοι μαζί το 2005 (35 ο συνασπισμός Χεζμπολά-Αμάλ και 21 ο Αούν που κατέβαινε μόνος του).
Ομως, μεταξύ της πλειοψηφίας που καταγράφεται στο κοινοβούλιο και της πλειοψηφίας που καταγράφεται σε ψήφους υπάρχει τεράστια διαφορά. Κι αυτό λόγω του ιδιότυπου εκλογικού συστήματος που επικρατεί στο Λίβανο, σύμφωνα με το οποίο η κατανομή των εδρών γίνεται ισόποσα μεταξύ Μουσουλμάνων και Χριστιανών, παρά το γεγονός ότι οι πρώτοι αποτελούν το 59% ενώ οι δεύτεροι το 41% του πληθυσμού. Αυτή η κατανομή των εδρών, που προέκυψε από τις συμφωνίες που συνάφθηκαν μετά το τέλος του εμφυλίου πολέμου στις αρχές της δεκαετίας του ’90, δεν αποδίδει την πραγματική δύναμη του κάθε κόμματος. Ετσι, είναι εύκολο να αντιστραφεί η πραγματικότητα και να παρουσιάζεται ως μια «μεγάλη νίκη» των φιλοαμερικάνικων δυνάμεων, παρά το γεγονός ότι αυτή η νίκη είναι επίπλαστη.
Αν κοιτάξει κανείς στα δυτικά πρακτορεία, δεν θα βρει πουθενά πόσες ψήφους πήρε ο κάθε συνασπισμός. Δεν βολεύει βλέπετε την προπαγάνδα για «νίκη της δημοκρατίας στο Λίβανο», που καλλιεργούν τα παπαγαλάκια της Ουάσιγκτον, να φανεί το μέγεθος της δύναμης των ψήφων του συνασπισμού στον οποίο ηγείται μια «τρομοκρατική» δύναμη. Αυτή την προπαγάνδα ενστερνίστηκε ακόμα και ο γνωστός βρετανός δημοσιογράφος Ρόμπερτ Φισκ, που αν και στο παρελθόν έχει εμφανιστεί να λέει ορισμένες αλήθειες γύρω από τον «πόλεμο κατά της τρομοκρατίας», τώρα δε μπορεί (;) να δει την πραγματικότητα, τυφλωμένος από το μένος του κατά της Χεζμπολά.
Ομως, τα νούμερα που δημοσίευσε το κανάλι της Χεζμπολά (Αλ Μανάρ) την περασμένη Τρίτη δεν αφήνουν καμιά αμφιβολία για το ποιος πραγματικά κέρδισε την εμπιστοσύνη των ψηφοφόρων, οι οποίοι θα πρέπει να σημειώσουμε ότι προσήλθαν μαζικά στις κάλπες. Σε σύνολο 1.5 εκατομμυρίων ψήφων, ο συνασπισμός του οποίου ηγείται η Χεζμπολά πήρε 839.371 ψήφους (ποσοστό 55%) και η φιλοδυτική συμμαχία μόλις 693.931 ψήφους (ποσοστό 45%). Η Χεζμπολά σάρωσε ξανά στο Νότιο Λίβανο (αυτό το παραδέχτηκε ακόμα και το BBC), ενώ ο Αούν φαίνεται να υπέστη απώλειες. Τι σημαίνει αυτό;
Πρώτα απ’ όλα, αυτό σημαίνει ότι η Χεζμπολά και οι δυνάμεις της αντίστασης ενάντια στους Σιωνιστές (που παρά το γεγονός ότι κινείται σε αστικά πλαίσια παραμένει αντίσταση) εξακολουθούν να κατέχουν σημαντικό ρόλο στις πολιτικές εξελίξεις. Το ότι δεν βγήκαν στην κυβέρνηση δε σημαίνει ότι μπορούν να αφανιστούν ή να συρθούν σε ένα ατιμωτικό συμβιβασμό με το δυτικόφιλο μπλοκ. Αλλωστε, ο ίδιος ο Νασράλα, στο τηλεοπτικό του μήνυμα το βράδυ της περασμένης Δευτέρας, δήλωσε ότι αν και αποδέχεται το εκλογικό ποσοστό και συνεχάρη τους νικητές, δεν πρόκειται σε καμία περίπτωση να αποδεχτεί τον αφοπλισμό της Χεζμπολά. Είπε μάλιστα ότι τα όπλα της Χεζμπολά δεν δημιούργησαν κανένα πρόβλημα στην εκλογική διαδικασία και δεν απείλησαν κανέναν, επομένως δεν μπορεί να σταθεί κανένα «επιχείρημα» εναντίον τους. Η μεγάλη δύναμη της Χεζμπολά έκανε ακόμα και τον (μέχρι πρότινος) φανατικό πολέμιό της, Ουαλίντ Τζουμπλάτ (ηγέτη του «Προοδευτικού Σοσιαλιστικού Κόμματος», που συμμετέχει στον φιλοδυτικό «Συνασπισμό της 14ης Μάρτη») να συγχαρεί τον Νασράλα για τη στάση του και να προειδοποιήσει τον δυτικόφιλο συνασπισμό να μην «απομονώσει την άλλη πλευρά».
Πύρρειο νίκη πέτυχαν, λοιπόν, οι αμερικανόδουλοι στο Λίβανο. Μπορεί να πέτυχαν να φοβίσουν τον (χριστιανικό κυρίως) πληθυσμό με τα όπλα της Χεζμπολά και το «ισλαμικό κράτος» που δήθεν θέλει να εγκαθιδρύσει, δεν κατόρθωσαν όμως να πετύχουν μια σημαντική νίκη που θα τους έδινε ώθηση να πιέσουν ακόμα περισσότερο τη Χεζμπολά να αφοπλιστεί. Από τη άλλη, η ίδια η Χεζμπολά δείχνει και τα δικά της ταξικά όρια, παίζοντας καθαρά με κοινοβουλευτικούς όρους κι αποδεχόμενη πλήρως το κοινωνικό και πολιτικό σύστημα της χώρας. Ομως, όταν η φτώχεια θερίζει και η οικονομική κρίση βαθαίνει, δεν αρκούν οι εκκλήσεις υπέρ της αντίστασης στους Σιωνιστές. Η απουσία ταξικού λόγου, οι σοσιαλδημοκρατικές πινελιές και οι συμμαχίες με ανθρώπους όπως ο Α-ούν (και –γιατί όχι;– αύριο όπως ο Τζουμπλάτ), που επί δύο δεκαετίες κατοικοέδρευε στο Παρίσι και στην αρχή συμμετείχε κι αυτός στον δυτικόφιλο συνασπισμό, δεν μπορούν να ικανοποιήσουν τον πόθο του λιβανέζικου λαού για μια καλύτερη ζωή.