Στην περίσσεια των καταγγελιών της λαϊκής αντιβίας (με όλες τις αντιφάσεις της και τα αυτοκαταστροφικά ή όχι αποτελέσματα αυτής της βίας), είτε από αυτούς που ποτέ δεν σκέφτηκαν να την οργανώσουν, παρά αναμασούν κάθε φορά τη γνωστή καραμέλα της προβοκατορολογίας, είτε από αυτούς που τη φλέρταραν, χωρίς να μπορέσουν να αντισταθούν στην προβοκατορολογία που εκτινάχτηκε στα ύψη μετά τα τραγικά γεγονότα της 5ης Μάη, θα καταθέσουμε μια συνέντευξη που πάρθηκε πριν από τεσσεράμισι χρόνια. Μια συνέντευξη που δόθηκε στη «Λε Μοντ» στις 7 Νοέμβρη του 2005, τότε που τα παρισινά προάστια φλέγονταν από τα «αποβράσματα», τους γόνους των μεταναστών δηλαδή, όπως τους είχε χαρακτηρίσει ο τότε υπουργός Εσωτερικών (και νυν Πρόεδρος) Νικολά Σαρκοζί.
Σε όλους αυτούς που θα μας κατηγορήσουν ότι «χαϊδεύουμε τ’ αυτιά των προβοκατόρων» θα απαντήσουμε μόνο μ’ αυτό: Είτε το θέλουμε είτε όχι, σε εποχές που πλατιά στρώματα του πληθυσμού (είτε μετανάστες είναι αυτοί είτε ντόπιοι) ωθούνται στα πιο χαμηλά σκαλοπάτια της εξαθλίωσης, η λαϊκή αντιβία θα ξεσπά με όλους τους τρόπους, ακόμα και αυτοκασταστροφικά. Γιατί τα κοινωνικά φαινόμενα είναι πολύ πιο σύνθετα από τις «καθαρές ιδέες» που ορισμένοι έχουν στα κεφάλια τους…
Le Monde, 7.11.2005
Κυριακή 6 Νοεμβρίου: 8μμ. Ο Αμπντέλ, ο Μπιλάλ, ο Γιούσεφ, ο Ουσμάν, ο Ναντίρ και ο Λοράν (τα ονόματα έχουν αλλαχθεί) συναντιούνται μπροστά από το δεκαόροφο ογκόλιθο της εργατικής πολυκατοικίας υπ’ αριθμόν 112 στο Ομπερβιγιέρ (σ.σ. εργατικό προάστιο βόρεια του Παρισιού). Καθώς έρχεται να τους συναντήσει, ο Ρασίντ, ντυμένος μ’ ένα χοντρό μπουφάν, ανάβει ένα τσιγάρο και βάζει φωτιά εκεί που βρίσκονται οι κάδοι των απορριμμάτων. «Είναι θλιβερό, αλλά δεν έχουμε επιλογή», λέει ο Ναντίρ. Εδώ και δέκα μέρες το έργο ξαναπαίζεται καθημερινά. Η μικρή παρέα απ’ αυτή την εργατική πολυκατοικία της οδού Ελέν-Κοσενέκ, στην οποία ζουν πάνω από χίλιοι ενοικιαστές, θέλει «να τα σπάσει όλα». Αυτοκίνητα, αποθήκες, γυμναστήρια είναι στόχοι αυτής της οργής που δεν ανταποκρίνεται σε κανένα σύνθημα και σε καμία οργάνωση. «Αν μια μέρα οργανωθούμε, θα έχουμε χειροβομβίδες, εκρηκτικά, καλάσνικοφ… Θα δώσουμε ραντεβού στη Βαστίλη και θα γίνει πόλεμος», απειλούν.
Ούτε ντόπιοι μαφιόζοι ούτε ισλαμιστές φαίνεται να τους καθοδηγούν και ακόμα λιγότερο να τους χειραγωγούν. Για την ώρα, η παρέα του 112 δρα μόνη στην περιοχή της: η «οργάνωση» μοιάζει μάλλον με ξαφνικό πάρτι παρά με πολεμική επιχείρηση. «Καθένας φέρνει και από κάτι», εξηγεί ο Αμπντέλ. «Eχουμε πιο πολύ διάθεση για εξέγερση μέσα μας παρά μίσος», λέει ο Γιού-σεφ, ο πιο μεγάλος της συμμορίας. Στα 25 του, δηλώνει ωστόσο ότι έχει «ηρεμήσει» από τότε που αρραβωνιάστηκε. Κι όμως, νοιώθει πάντα «λύσσα». Λύσσα που στοχεύει πάνω απ’ όλα τον Νικολά Σαρκοζί και το «πολεμικό» του λεξιλόγιο… Οι λέξεις πληγώνουν πιο πολύ από τα χτυπήματα. «Ο “Σαρκό” πρέπει να παραιτηθεί. Οσο δεν ζητά συγγνώμη, θα συνεχίζουμε».
Σ’ αυτή τη «λύσσα» προστίθεται και το επεισόδιο με το δακρυγόνο στο τζαμί του Κλισί-σου-μπουά εδώ και μια βδομάδα: «Βλασφημία», σύμφωνα με τον Γιούσεφ. «Δεν γίνεται να ρίχνεις δακρυγόνα σε πιστούς την ώρα που προσεύχονται. Προσβάλλουν τη θρησκεία μας». Η ανάκριση θα διαπιστώσει αν το δακρυγόνο ρίχτηκε στο εσωτερικό του τζαμιού ή μπροστά από την είσοδό του. Ολοι αυτοί οι νέοι έχουν συσσωρεύσει «υπερβολικά πολλή πίκρα» για ν’ ακούσουν τις εκκλήσεις για ηρεμία. «Είναι όπως όταν στριμώχνεις ένα σκυλί, γίνεται επιθετικό. Δεν είμαστε σκυλιά, αλλά αντιδρούμε σαν ζώα», υποστηρίζει ο Ουσμάν. Ο Λοράν, 17 ετών, ο βενιαμίν της παρέας, ισχυρίζεται ότι «έκαψε» ένα Πεζό 607, δυο βήματα από ‘δω, μόλις πριν από δυο ώρες. Τίποτα πιο εύκολο γι’ αυτούς. Αρκεί ένα γυάλινο μπουκάλι γεμάτο με βενζίνη, ένα κομμάτι πανί για φυτίλι, να σπάσεις ένα από τα τζάμια και να πετάξεις μέσα το μπουκάλι: Σε δυο λεπτά το αυτοκίνητο αρπάζει φωτιά, καμιά φορά ανατινάζεται.
Γιατί καίνε αυτά τ’ αυτοκίνητα που συνήθως ανήκουν σε γνωστούς τους; «Δεν έχουμε επιλογή. Είμαστε έτοιμοι να τα θυσιάσουμε όλα αφού δεν έχουμε τίποτα», δικαιολογείται ο Μπιλάλ. «Κάψαμε ακόμα και το αυτοκίνητο ενός κολλητού. Τα πήρε στο κρανίο, αλλά κατάλαβε». Ο «κολλητός» για τον οποίο γίνεται λόγος είναι εκεί. Είναι 21 ετών, δουλεύει σαν βοηθός μάγειρα σ’ ένα εστιατόριο στο 15ο διαμέρισμα του Παρισιού και δεν το αρνείται. Βγάζει το κινητό του και δείχνει με καμάρι την οθόνη του κινητού του: η φωτογραφία ενός περιπολικού στις φλόγες που πάρθηκε εδώ και λίγους μήνες σε άλλα επεισόδια, μετά από το θάνατο ενός νέου στο Ομπερβιγιέρ. «Ξέρεις, όταν πετάμε μια μολότοφ, φωνάζουμε βοήθεια. Δεν έχουμε λόγια για να εκφράσουμε αυτό που νοιώθουμε. Μπορούμε μόνο να μιλάμε βάζοντας φωτιά».
Κανένας τρόπος εμπρησμού δεν τους είναι άγνωστος. Οπως οι αυτοσχέδιες «βόμβες με οξύ που αγοράζουν στο σούπερ μάρκετ», παραγεμισμένες με αλουμινόχαρτο, που τις χρησιμοποιούν πιτσιρίκια 13 ως 15 χρόνων. «Οταν έχεις το μυαλό σου στην εξέγερση σε τέτοια ηλικία, το πρόβλημα είναι σοβαρό», τονίζει ο Αμπντέλ, που ομολογεί ότι «φοβάται να κάνει παιδιά που θα μεγαλώσουν με τέτοια λύσσα». Στις οκτώ και είκοσι, ακούγεται μια σειρήνα πυροσβεστικού. «Ερχονται οι μπάτσοι. Πάμε μέσα», διατάζει ο Γιού-σεφ. Η παρέα χώθηκε στην είσοδο. Εδώ το ασανσέρ δεν εξυπηρετεί παρά μόνο δύο από τους δέκα ορόφους του κτιρίου: τον τέταρτο και τον ένατο. Στον τέταρτο όροφο, νοιώθουν προφυλαγμένοι από έναν ενδεχόμενο έλεγχο της αστυνομίας. Ο Μπιλάλ, 23 ετών, κάτι ξέρει από τέτοια: «Σήμερα με έλεγξαν δυο φορές. Οι μπάτσοι με έριξαν στο έδαφος χώνοντάς μου ένα flash-ball πιστόλι με σφαίρες από καουτσούκ στο στόμα και με έβρισαν». Εξάλλου, δεν κατανοούν γιατί η κυβέρνηση ξοδεύει «εκατομμύρια ευρώ για τον εξοπλισμό της αστυνομίας όταν αρνείται να δώσει δυο δεκάρες για να ανοίξει ένα χώρο για τους νέους».
Ο Γιούσεφ και η παρέα του δεν είναι αφελείς. Ξέρουν ότι η βία που εξαπολύουν τους ζημιώνει. «Δεν τα σπάμε, ξεσηκωνόμαστε», υπερασπίζονται τους εαυτούς τους. «Συμμετέχουμε όλοι για να μαθευτεί η εξέγερσή μας», υποστηρίζουν. Και για να φωνάξουν ότι δεν αντέχουν άλλο. «Στην παρέα, είμαστε όλοι άνεργοι και σύντομα θα μας κόψουν τα επιδόματα», λέει ο Ναντίρ, 24 ετών. Οπως και οι άλλοι σταμάτησε το σχολείο στα 16, αφού απέτυχε στις εξετάσεις για επαγγελματικό απολυτήριο με ειδικότητα ηλεκτροτεχνίτη. Από τότε δεν έκανε παρά μικροδουλειές σε αποθήκες, φόρτωνε παλέτες. «Τελικά, τι άλλο θες να κάνουμε;», ξεσπάει. «Στα 100 βιογραφικά που έστειλα είχα τρεις συνεντεύξεις. Ακόμα κι όταν έχω μέσο με διώχνουν», λέει πικραμένος.
Γι’ αυτούς το σχολείο δεν χρησίμευσε ποτέ σε τίποτα. «Γι’ αυτό τα καίμε», φώναξε ο Μπιλάλ. Κι αν οι προκλητικές δηλώσεις του Νικολά Σαρκοζί ήταν μόνο η αφορμή που περίμεναν; Δεν ήταν αυτές που επέτρεψαν να απελευθερωθεί αυτή η «λύσσα» που μέχρι τότε συγκρατιόταν; «Πνιγόμαστε και αντί να μας πετάξουν σωσίβιο, μας δίνουν μια να βουλιάξουμε. Βοηθήστε μας», ανταπαντούν. Αυτοί οι νέοι αποκαλούν τους εαυτούς τους «χωρίς πυξίδα», «παρεξηγημένους», «θύματα ρατσιστικών διακρίσεων», «καταδικασμένους να ζουν σε ανθυγιεινές σιτέ» (σ.σ. συγκροτήματα με τεράστιες εργατικές πολυκατοικίες) και «απορριπτέους». Δεν κρύβουν ούτε την ικανοποίησή τους ούτε την «περηφάνια» τους που οι ταραχές επεκτείνονται σε όλη την επικράτεια: «Δεν υπάρχει ανταγωνισμός ανάμεσα στις σιτέ. Πρόκειται για καθαρή αλληλεγγύη».
9 μμ. Η παρέα ξαναβγαίνει μπροστά στο κτίριο. Οι πυροσβέστες έσβησαν τη φωτιά στους κάδους. Ο Γιούσεφ και οι φίλοι του αναρωτιούνται: «Τι καθόμαστε, θα πάμε να κάψουμε τίποτε άλλο;»
ΥΓ1: Τόσο η επίσημη αριστερά (το γαλλικό «Κ»Κ και το συνδικάτο που ελέγχει, η CGT, το «Σοσιαλιστικό» Κόμμα και το συνδικάτο CFDT, το ανεξάρτητο εργατικό συνδικάτο Force Ouvriere κτλ.) όσο και η «ανεπίσημη» (τροτσκιστική LCR – Επαναστατική Κομμουνιστική Λίγκα), ακόμη και η αναρχική CNT (Εθνική Συνομοσπονδία Εργατών), είτε κατήγγειλαν με… αποτροπιασμό το μαζικό κάψιμο αυτοκινήτων (οι πρώτοι), είτε περιορίστηκαν σε εκκλήσεις για «ειρηνικές διαδηλώσεις» (LCR), είτε φρόντισαν απλά να κρατήσουν τις αποστάσεις τους (CNT).
ΥΓ2: Δυο χρόνια μετά (2007), στις μεγάλες κινητοποιήσεις της νεολαίας ενάντια στο περίφημο «Σύμφωνο πρώτης πρόσληψης» (CPE), με το οποίο καταστρατηγούνταν με το πρόσχημα της ανεργίας οι συλλογικές συμβάσεις για τους νέους εργαζόμενους (η κυβέρνηση Σαρκοζί το πήρε τελικά πίσω), οι γόνοι των μεταναστών (στους οποίους η γαλλική κοινωνία είχε γυρίσει την πλάτη δυο χρόνια πριν) δυστυχώς δε συμμετείχαν. Σημειώθηκαν μάλιστα και περιστατικά συμμοριτισμού (ευτυχώς μεμονωμένα), με κλοπές κινητών διαδηλωτών από παιδιά των προαστίων.
ΥΓ3: «Αλλο πράγμα τρεις νεκροί κι άλλο μερικές χιλιάδες καμένα αυτοκίνητα», θα αναφωνήσουν οι αιώνιοι κριτικοί της λαϊκής αντιβίας. Φυσικά έτσι είναι, όμως αυτή η διαπίστωση δεν είναι παρά μια υπεκφυγή. Γιατί όσοι ξεμπερδεύουν με πύρινες καταγγελίες κατά των «προβοκατόρων» και της «φασιστικής τους βίας» (ταυτίζοντας τέτοια βίαια ξεσπάσματα με το φασισμό και διαστρεβλώνοντας κατάφορα την ιστορική και κοινωνική σημασία αυτής της λέξης), είτε έχουν επιλέξει μονίμως το δρόμο της «πολιτικής διαμαρτυρίας» και της φθοράς της εκάστοτε κυβέρνησης, είτε αδυνατούν να κατανοήσουν ότι όταν η καταπίεση σπέρνει ανέμους, θερίζει θύελλες από τα… «αποβράσματα» της πολιτικής της (για να χρησιμοποιήσουμε την ορολογία του Σαρκοζί). Θύελλες, που ορισμένες φορές δυστυχώς δεν δρουν μόνο κατά του συστήματος αλλά και κατά τμημάτων της τάξης που δέχεται την ίδια επίθεση αλλά δεν έχει φτάσει στο σημείο να ξεπεράσει τους φόβους και τις αναστολές της και να κατακτήσει τη συνειδητοποίηση της αναγκαιότητας της σκληρής σύγκρουσης με την λαίλαπα που έρχεται…
Κώστας Βάρλας