Μπορεί ένας αγώνας με κύριο αίτημα την προκήρυξη εκλογών να μετατραπεί σε αιματοχυσία; Μάλλον απίθανο, θα έλεγε κανείς, αν μάλιστα συνυπολόγιζε ότι αυτοί που ζητούν εκλογές υποστηρίζουν έναν δισεκατομμυριούχο πρώην πρωθυπουργό, που ανατράπηκε μεν από στρατιωτικό πραξικόπημα, κατηγορείται όμως για διαφθορά και διαθέτει τεράστια περιουσία (της τάξης των 2 δισ. ευρώ). Ακόμα κι αν ο τελευταίος κατά τη διάρκεια της πεντάχρονης θητείας του στον πρωθυπουργικό θώκο της χώρας είχε πάρει κάποια μέτρα ρεφορμιστικού χαρακτήρα, που οδήγησαν σε μεγάλη μείωση του ποσοστού φτώχειας, τίποτα δεν αλλάζει το γεγονός ότι είναι σάρκα από τη σάρκα της κυρίαρχης τάξης της χώρας. Κι όμως, σε συνθήκες κρίσης τίποτα δεν είναι προδιαγεγραμμένο.
Ο λόγος φυσικά για την Ταϋλάνδη όπου η κυβέρνηση επέβαλε το νόμο και την τάξη με τη φωτιά και το σίδερο, καταστέλλοντας με απαράμιλλη βία την για πάνω από ένα μήνα κατάληψη του εμπορικού κέντρου της πρωτεύουσας από τους διαδηλωτές των «κόκκινων πουκαμίσων», αφού πρώτα τους έκοψε το ρεύμα και το νερό.
Το κίνημα των «κόκκινων πουκαμίσων» φέρεται να καθοδηγείται από το Ενωμένο Μέτωπο για τη Δημοκρατία και ενάντια στην Δικτατορία (UDD) και ο ηγετικός πυρήνας του περιλαμβάνει έναν πρώην στρατηγό κι έναν δημοφιλή τραγουδιστή της ποπ! Σύμφωνα με διάφορα ειδησεογραφικά πρακτορεία (π.χ. Αλ-Τζαζίρα), το κίνημα αυτό συγκεντρώνει «δημοκράτες ακτιβιστές» αλλά και φτωχούς αγρότες. Η κυβέρνηση τους αποκαλεί «τρομοκράτες», αν και η ηγεσία του κινήματος φαίνεται να είναι βαθιά διχασμένη, με ένα τμήμα να ζητά συμβιβασμό και ένα άλλο να εμφανίζεται «αδιάλλακτο» απέναντι στις «υποχωρήσεις» της κυβέρνησης Αμπισίτ Βετζατζίβα, ο οποίος στις αρχές Μάη πρότεινε σχέδιο «εθνικής συμφιλίωσης» με διεξαγωγή εκλογών στις 14 Νοέμβρη.
Το σχέδιο του Αμπισίτ δεν έγινε τελικά αποδεκτό και την Πέμπτη 13 Μάη η κυβέρνηση αποφάσισε να δώσει τέλος στην κατάληψη των τριών τετραγωνικών χιλιομέτρων του οικονομικού κέντρου της Μπανγκόκ, που ξεκίνησε από τις 12 Απρίλη. Ο στρατός εισέβαλε στην κατάληψη και άνοιξε πυρ στο ψαχνό, σκοτώνοντας δεκάδες (μέχρι στιγμής οι νεκροί από τότε που ξεκίνησε η διαμαρτυρία των «κόκκινων πουκαμίσων» ξεπερνούν τους 70, από τους οποίους οι 54 σκοτώθηκαν μετά την επέμβαση του στρατού, ενώ οι τραυματίες έχουν φτάσει τους 1.700), ενώ μια καλά ενορχηστρωμένη προπαγάνδα πήρε σάρκα και οστά με στόχο τη δυσφήμηση των «τρομοκρατών». Η κυβέρνηση κατηγορεί τους διαδηλωτές ότι χρησιμοποιούν παιδιά σαν «ανθρώπινες ασπίδες» και ο εκπρόσωπος του στρατού μοστράρει σαν «απόδειξη» μπροστά στις τηλεοπτικές κάμερες μια φωτογραφία στην οποία διαδηλωτής κρατάει ένα μικρό αγόρι πάνω σε ένα από τα οδοφράγματα της κατάληψης.
Παρά τη βιαιότητα της σύγκρουσης, οι καταληψίες δεν αναφέρονται σε πάνω από πέντε με δέκα χιλιάδες, σε μια πόλη 6 εκατομμυρίων κατοίκων όπως η Μπανγκόκ. Αυτό κάνει τους επικριτές της κατάληψης να την κατηγορούν ότι απέχει παρασάγκας από το κίνημα των «εκατομμυρίων» που θα έριχναν την κυβέρνηση Αμπισίτ, όπως οι Τάιμς της Ασίας που αναφέρουν: «Η ανικανότητα του UDD να προσελκύσει μαζική λαϊκή υποστήριξη, την οποία αρχικά προέβλεπε, περιόρισε την αποτελεσματικότητα και την αξιοπιστία των αυτοκαλούμενων “ειρηνικών” διαδηλωτών, ακόμα και αν αυτοί μπλέχτηκαν στην κατάληψη του συμβολικού κέντρου του ταϊλανδέζικου καπιταλισμού και του υλισμού της υψηλής κοινωνίας» (Asia Times, 20/5/2010).
Το γεγονός όμως είναι ότι ακόμα και μέσα από ένα κίνημα καθαρά αστικό ξεπήδησαν δυνάμεις που αμφισβήτησαν το μονοπώλιο της βίας από το καθεστώς και δεν δίστασαν να προβούν σε βιαιότητες που κανένας δεν θα περίμενε από ένα τέτοιο κίνημα. Αυτό δηλαδή που υποπτευόμασταν σαν ενδεχόμενο από αυτές εδώ τις στήλες πριν από ένα μήνα. Το ότι «η κρίση γεννά εξεγέρσεις» έγινε πραγματικότητα με τον πιο βίαιο τρόπο. Οι διαδηλωτές που δεν ακολούθησαν τις συμβιβαστικές προτάσεις τμήματος της ηγεσίας τους πυρπόλησαν τη βιβλιοθήκη του χρηματιστηρίου, δύο μεγάλα εμπορικά κέντρα (το ένα από τα οποία είναι το μεγαλύτερο υποκατάστημα της αλυσίδας Central World στη Νοτιοανατολική Ασία!) καθώς και τα γραφεία του τηλεοπτικού δικτύου Channel 3 στη Μπανγκόκ στα οποία εγκλωβίστηκαν γύρω στα 100 άτομα (τα οποία εν αντιθέσει με τους τρεις νεκρούς της Μαρφίν στη χώρα μας, βγήκαν σώα και αβλαβή, μετά από την επέμβαση της Πυροσβεστικής). Τα κτίρια δύο αγγλόφωνων εφημερίδων («Bangkok Post» και «The Nation») εκκενώθηκαν, μετά από απειλές ότι θα καούν κι αυτά.
Χαρακτηριστικό για το διχασμό της ηγεσίας των «κόκκινων πουκαμίσων» είναι το γεγονός ότι ένας από τους πιο σημαίνοντες ηγέτες τους, ο Veera Musikapong (Γενικός Γραμματέας του UDD) εγκατέλειψε την κατάληψη και σύμφωνα με έκθεση της υπηρεσίας πληροφοριών του στρατού (την οποία, όπως αναφέρουν οι Ταιμς της Ασίας, δε μπορούν να επιβεβαιώσουν ως προς την αλήθεια της, αφού δε μπόρεσαν να έρθουν σε επικοινωνία μαζί του), ο Veera ζήτησε την βοήθεια της κυβέρνησης, αφού δεχόταν απειλές για τη ζωή του και τη ζωή της οικογένειάς του από άλλα μέλη της ηγεσίας του UDD. Ενα άλλο ηγετικό στέλεχος του UDD υποστηρίζει: «Βασικά νικήσαμε. Ο Αμπισίτ είπε ότι θα διαλύσει τη βουλή και ανακοίνωσε έναν οδικό χάρτη συμφιλίωσης. Πήραμε κάτι, όμως ορισμένοι από τους ηγέτες μας –και κάποιοι από τους υποστηρικτές μας– ήθελαν περισσότερα. Ρώτησαν πώς θα μπορούσαμε να επιστρέψουμε σπίτια μας, όταν τόσο πολλοί διαδηλωτές έχουν σκοτωθεί, μόνο με την υπόσχεση για εκλογές; Δεν είναι εύκολο να τους πείσει κανείς» (Τάιμς της Ασίας, 20/5/10).
Τώρα, ο φόβος όλων όσων επιζητούν την επιστροφή στην κοινωνική γαλήνη είναι η εξάπλωση της εξέγερσης στις περιφέρειες, ενώ ο πρώην πρωθυπουργός Τακσίν Σιναουάτρα (που φέρεται να «καθοδηγεί» τα «κόκκινα πουκάμισα») δήλωσε στο Ρόιτερς, ότι οι «υπάρχει μια θεωρία ότι μια στρατιωτική καταστολή μπορεί να εξαπλώσει την προσβολή και αυτοί οι ειρηνικοί διαδηλωτές να γίνουν αντάρτες». Σύμφωνα με το Αλ-Τζαζίρα, στο βορρά ήδη έχουν αρχίσει να στήνονται οδοφράγματα και να προκαλούνται καταστροφές σε Δημαρχεία της περιφέρειας. Γι’ αυτό και η κυβέρνηση έσπευσε να κηρύξει σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης 21 περιφέρειες, δηλαδή δύο περισσότερες από αυτές που είχε κηρύξει την περασμένη Κυριακή και έξι περισσότερες από αυτές που είχε κηρύξει την προηγούμενη Παρασκευή, ενώ στη Μπανγκόκ έχει επιβληθεί απαγόρευση κυκλοφορίας από τις 8 το βράδυ μέχρι τις 6 το πρωί και τα τανκς έχουν κατέβει στους δρόμους.
Εμείς θα επαναλάβουμε αυτό που είχαμε γράψει και πριν από ένα μήνα από αυτές εδώ τις στήλες: «Οταν για πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια το ΑΕΠ της χώρας σημείωσε μείωση κατά 3% περίπου (το 2009), όταν οι εξαγωγές κατακρημνίστηκαν και τα ποσοστά ανεργίας (αν και από τα χαμηλότερα στον κόσμο) αυξήθηκαν δραματικά, ενώ η βελτίωση της κατάστασης των οικονομικών δεικτών έγινε μέσω των γνωστών “πακέτων στήριξης” στους καπιταλιστές, που φτάσανε στο 16% του ΑΕΠ, τότε τι θα μπορέσει να προσφέρει μια νέα κυβέρνηση σε ένα λαό του οποίου το ένα τρίτο ζει με κάτω από 2 δολάρια την ημέρα, ενώ ανθίζει η παιδική πορνεία και η σεξουαλική εκμετάλλευση των γυναικών από το αφάν γκατέ των δυτικών “δημοκρατιών”; Ενα είναι σίγουρο. Οτι η κρίση γεννά εξεγέρσεις, οι οποίες ακόμα κι αν οδηγήσουν σε αλλαγές στα πλαίσια του υπάρχοντος συστήματος, δεν παύουν να αποτελούν την ατμομηχανή με την οποία κινείται η Ιστορία μπροστά…» («Κ», αρ. φ. 595, 24/4/2010). Μέσα από αυτές τις εξεγέρσεις γεννιέται το πιο ριζοσπαστικό κομμάτι που δεν θα συμβιβαστεί με μια απλή αλλαγή διαχείρισης, αλλά θα απαιτήσει πολύ περισσότερα…