Ενας θλιβερός και φανερά αμήχανος Παπαθανασίου στήθηκε μπροστά στις κάμερες στις Βρυξέλλες και ξεκίνησε να λέει αυτό που τον είχαν συμβουλέψει οι επικοινωνιολόγοι της κυβέρνησης πριν φύγει από την Αθήνα: «Θέλω κατ΄ αρχήν να ξεκινήσω με το εξής: Για την Κυβέρνηση δεν υπάρχει θέμα ΦΠΑ. Δεν μπορεί σε μια εποχή κρίσης να αυξάνεις τον ΦΠΑ, να στριμώχνεις την αγορά, να ρίχνεις σε ύφεση την οικονομία και να φέρνεις σε ακόμη πιο δύσκολη θέση τους χαμηλόμισθους και τους χαμηλοσυνταξιούχους. Η Κυβέρνηση δεν προτίθεται να λάβει τέτοιο μέτρο».
Προσπάθησε να δώσει τίτλους, όπως λέμε στη δημοσιογραφική γλώσσα: «Δεν θα αυξηθεί ο ΦΠΑ», άρα χαράς ευαγγέλια για το λαουτζίκο. Αμ δε, ούτε οι πιστότερες στην κυβέρνηση φυλλάδες δεν έβαλαν τίτλο το επικοινωνιακό τρικ του Παπαθανασίου. Ο τίτλος της ημέρας ήταν μια λέξη σε διάφορες παραλλαγές: Επιτήρηση. Αυτή ήταν η είδηση που βγήκε από τη συνεδρίαση του Ecofin την περασμένη Τρίτη.
Αν προσέξει κανείς τη δήλωση του Παπαθανασίου, θα διαπιστώσει ότι η καθαυτό διαδικασία της επιτήρησης για την Ελλάδα θα ξεκινήσει μετά το πρώτο εξάμηνο της χρονιάς. Αυτό ήταν το μόνο που παζάρεψε η κυβέρνηση. Να μπορέσει να περάσει το σκόπελο των ευρωεκλογών (με ανοιχτό το ενδεχόμενο ακόμα και εθνικών εκλογών) χωρίς ν’ αναγκαστεί να πάρει τα μέτρα που θα απαιτήσει η Κομισιόν στο πλαίσιο της επιτήρησης. Οπως έχει γίνει και άλλες φορές, το Ecofin αποφάσισε και πολιτικά. Οι υπουργοί έκαναν τη χάρη στο συνάδελφό τους, η κυβέρνηση του οποίου αντιμετωπίζει οξύ πολιτικό πρόβλημα. Είναι χαρακτηριστικό ότι για τις άλλες χώρες η διαδικασία της επιτήρησης ξεκινά αμέσως, ενώ πρέπει να σημειώσουμε ότι δεν είναι δυνατόν να μιλάμε για επιτήρηση στην περίπτωση της Γαλλίας. Οι ισχυρές ιμπεριαλιστικές χώρες της ΕΕ έχουν αποδείξει ότι γράφουν στα παλιά τους τα παπούτσια τα όποια προγράμματα της Κομισιόν και ακολουθούν τα δικά τους εθνικά προγράμματα. Αυτό έχει γίνει παλιότερα με τη Γερμανία και προ τριετίας πάλι με τη Γαλλία.
Το τι θα γίνει στην Ελλάδα φαίνεται καθαρά στις συστάσεις του Ecofin, οι οποίες αρθρώνονται σε τέσσερις άξονες.
♦ Ενίσχυση της δημοσιονομικής σταθεροποίησης με μέτρα που πρέπει να ληφθούν μέσα στο 2009, ώστε το έλλειμμα να κατέβει κάτω από το 3% το 2010 και όχι το 2011 που ζητούσε η κυβέρνηση με το αναθεωρημένο ΠΣΑ.
Το Ecofin έκρινε ως ανεπαρκές μέτρο την περικοπή των κρατικών δαπανών κατά 500 εκατ. ευρώ, που παρουσίασε η κυβέρνηση και ζητά πρόσθετα μέτρα. Οι τεχνοκράτες δεν είναι άσχετοι για να μην καταλαβαίνουν ότι και το αναθεωρημένο ΠΣΑ είναι ένα κωλόχαρτο, που στηρίζεται στην εξωφρενική υπόθεση για αύξηση του ΑΕΠ κατά 1,1% το 2009 και στην εξίσου εξωφρενική υπόθεση ότι τα έσοδα, σε συνθήκες κρίσης, θα αυξηθούν σε ποσοστό σχεδόν διπλάσιο απ’ αυτό που αυξήθηκαν το 2008.
♦ Εξασφάλιση της μακροχρόνιας βιωσιμότητας των δημόσιων οικονομικών με τη λήψη μόνιμων και όχι περιστασιακών μέτρων.
Το Ecofin δεν πείθεται με μέτρα όπως η νομιμοποίηση των ημιυπαίθριων και η πώληση τίτλων στους καταπατητές, που είναι μιας χρήσης. Θέλει σταθερή αύξηση των φορολογικών εσόδων και μόνιμες περικοπές κοινωνικών δαπανών, που θα προέρχονται από νομοθετικές παρεμβάσεις στους τομείς της κοινωνικής ασφάλισης και της υγείας. Σε ό,τι αφορά την κοινωνική ασφάλιση, κεντρική κατεύθυνση είναι η επιμήκυνση του εργασιακού βίου, σε ό,τι δε αφορά την υγεία κατεύθυνση είναι η παραπέρα αποσύνδεσή της από τα ασφαλιστικά ταμεία. Στην ίδια κατεύθυνση θέλουν μείωση της απασχόλησης στο δημόσιο και καθήλωση των μισθών των δημόσιων υπαλλήλων, ώστε η εξοικονόμηση δαπανών να μεταφερθεί και στα επόμενα χρόνια.
♦ Βελτίωση του φοροεισπρακτικού μηχανισμού και του ελέγχου των κρατικών δαπανών.
Εδώ αναφέρονται περισσότερο σε τεχνικά ζητήματα, όμως αυτόν τον άξονα πρέπει να τον δούμε σε συνδυασμό με τους δύο προηγούμενους.
♦ Βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας.
Τα μέτρα που θα οδηγήσουν σ’ αυτό το στόχο αναφέρονται πρωτίστως στις εργασιακές σχέσεις. Ζητούν ξεθεμέλιωμα των συλλογικών συμβάσεων, ώστε νέοι εργαζόμενοι να μπορούν να απασχολούνται με μισθούς και μεροκάματα κάτω και από τα βασικά. Ζητούν κατάργηση της αποζημίωσης των μισθωτών για απόλυση ή εξίσωσή της με την αποζημίωση όσων εργάζονται με μεροκάματο. Ζητούν επίσης μείωση της ασφαλιστικής επιβάρυνσης των καπιταλιστών-εργοδοτών, αρχής γενομένης από τα βαρέα και ανθυγιεινά. Και βέβαια, ζητούν καθήλωση των μισθών σε όλο το φάσμα των εργαζόμενων, στο όνομα της ενίσχυσης της κερδοφορίας των επιχειρήσεων. Οσο πιο κοντά φτάσουμε στα τριτοκοσμικά πρότυπα τόσο το καλύτερο. Αλλωστε, πώς αλλιώς θα ενισχυθεί η ανταγωνιστικότητα μιας οικονομίας όπως η ελληνική, που δεν βρίσκεται στην τεχνική και παραγωγική πρωτοπορία; Μόνο μέσα από το χτύπημα της αξίας της εργατικής δύναμης.
Οι κατευθύνσεις είναι σαφείς και η κυβέρνηση θα κληθεί να τις εφαρμόσει μόλις ξεμπερδέψει με τις εκλογές. Η όποια κυβέρνηση. Γι’ αυτό το ΠΑΣΟΚ έσπευσε να ταυτιστεί πλήρως με τις υποδείξεις του Ecofin, μη αρθρώνοντας ούτε την ελάχιστη κριτική για «νεοφιλελεύθερες συνταγές» και άλλα τέτοια. Το μόνο με το οποίο ασχολήθηκε ο εκπρόσωπός του είναι η απαξίωση της κυβέρνησης: «Η αξιοπιστία της ελληνικής κυβέρνησης βρίσκεται στο ναδίρ», «το Ecofin υιοθέτησε ένα κείμενο για τη χώρα μας που αποτυπώνει αυτή την αναξιοπιστία», «η χώρα μπαίνει στη διεθνή κρίση ανοχύρωτη, εξαιτίας της διαχειριστικής ανικανότητας της κυβέρνησης». Για δεύτερη συνεχή μέρα ο Γ. Παπακωνσταντίνου επανέλαβε τα ίδια περί διαχειριστικής ανικανότητας της κυβέρνησης, ενώ τη δεύτερη μέρα προσέθεσε ότι «χρειάζονται μόνιμα μέτρα περιστολής μιας σπατάλης που υπάρχει στο Δημόσιο», διότι «προφανώς τα ζητήματα δημοσιονομικής σταθερότητας πρέπει να συνυπολογίζονται». Ο Μπεγλίτης το πήγε παραπέρα, δηλώνοντας στην «Αυγή» ότι το Σύμφωνο Σταθερότητας δεν αλλάζει.
Οπως βλέπετε, ο κύβος έχει ριφθεί. Οσο δημοσίως θα αλληλοκατηγορούνται για το ποιος έχει ή δεν έχει «σχέδιο εξόδου από την κρίση», στα επιτελεία τους θα ετοιμάζουν τις σαρωτικές επιθέσεις που απαιτούν οι Βρυξέλλες, που απαιτούν οι καπιταλιστές.