Ο «κύριος Τίποτα» Αβραμόπουλος έχει κάνει σχολή. Σε αντίγραφό του εξελίσσεται ο υπουργός Παιδείας Αρης Σπηλιωτόπουλος, που όλο αυτόν τον καιρό επιδεικνύει το ωραίο του χαμόγελο, αναμασώντας τις ίδιες ανούσιες γενικολογίες για διαλόγους-«άγραφους χάρτες», χωρίς προκαταλήψεις και σκοπιμότητες, που θα «αναμορφώσουν» το Λύκειο και θα το «αποσυνδέσουν» από τη διαδικασία πρόσβασης στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Είναι αλήθεια, βέβαια, ότι ο Σπηλιωτόπουλος εκτελεί εντολές Καραμανλή: να «σπρώξει τον καιρό», αποφεύγοντας τις εντάσεις, μπας και ρετουσαριστεί κάπως το άγρια στραπατσαρισμένο πρόσωπο της κυβέρνησής του.
Παρόλες τις φιλότιμες προσπάθειες να μην αποκαλυφθούν οι πραγματικές προθέσεις της κυβέρνησης στην Παιδεία, η τοποθέτηση Σπηλιωτόπουλου στην πρώτη πανηγυρική συνεδρίαση του Συμβουλίου Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης (ΣΠΔΕ), έδωσε -εξ ανάγκης- τα σημεία-κλειδιά των επιχειρούμενων αλλαγών στο Λύκειο και τις εξετάσεις.
Ο υπουργός Παιδείας ζήτησε «λύσεις που να ακουμπούν στην πραγματικότητα», εκπαιδευτικό σύστημα που «θα προσαρμόζεται στις συνθήκες της εποχής του» και «μεταρρυθμιστικό σχέδιο που θα εξασφαλίζει οπωσδήποτε μια μη αποτρεπτική –στις παρούσες δύσκολες οικονομικές συνθήκες– χρηματοδότηση». Ζήτησε δηλαδή λύσεις που να προωθούν, με αποφασιστικό τρόπο, το σχολείο της αγοράς, που αποτελεί ευαγγέλιο για όλες τις χώρες του ανεπτυγμένου καπιταλισμού, ειδικά στην εποχή της πιο άγριας επίθεσης του κεφαλαίου ενάντια σε κάθε κοινωνική κατάκτηση, και που μορφοποίησε τα χαρακτηριστικά του στις κακόφημες διασκέψεις της Λισαβόνα, της Μπολόνια, κ.λ.π. Ισχυρός ιδεολογικός μηχανισμός του κράτους και χώρος αναπαραγωγής της καπιταλιστικής ιεραρχίας στην παραγωγή, το σχολείο υπήρξε πάντα. Ολες οι εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις, το υπογραμμίζουν αυτό (ακόμα και οι πιο προοδευτικές, όπως π.χ. η καθιέρωση της δημοτικής γλώσσας και της «δωρεάν Παιδείας», έγιναν για να εξυπηρετήσουν, στη συγκεκριμένη φάση ανάπτυξης του καπιταλισμού, τις ανάγκες της παραγωγής, με τη διεύρυνση του λαϊκού σχολειού, χωρίς να παραγνωρίζουμε την πίεση του λαϊκού παράγοντα, που εκδηλώθηκε με τη μορφή ισχυρών κινημάτων Παιδείας) και επιβεβαιώνουν απόλυτα τη λενινιστική ρήση πως σχολείο έξω από την πολιτική είναι ψέμα και υποκρισία. H ανάπτυξη της καπιταλιστικής παραγωγής, με μοχλούς την τεχνολογική επανάσταση και την ανάπτυξη της πληροφορικής, ενσωμάτωσε στις μηχανές μεγάλο μερίδιο γνώσης και συνεπώς διεύρυνε τη βάση της ιεραρχικής πυραμίδας, ενώ κατέστησε πιο οξεία την κορυφή της. Απαιτεί, δηλαδή μια μεγάλη μάζα μισομορφωμένων, μισοειδικευμένων ανθρώπων , με γνώσεις μιας χρήσης, που γρήγορα θα αποχτιούνται, γρήγορα θα χάνονται και που για το λόγο αυτό πρέπει να κοστίζουν λίγο στο κεφάλαιο και μια μικρή ομάδα στελεχών που θα διαθέτουν τις γνώσεις και τα προσόντα να διευθύνουν την παραγωγή και να στελεχώνουν τον κρατικό μηχανισμό. Το σχολείο ανέλαβε να πραγματώσει και πάλι το ρόλο του: να παράξει δηλαδή μαζικά τον άνθρωπο-μερικό εργαλείο, τον άνθρωπο της μερικής δεξιότητας. Ανέλαβε να τσακίσει κάθε δυνατότητα ολόπλευρης ανάπτυξης της προσωπικότητας, μέσω της ολόπλευρης μόρφωσης και της ανάπτυξης όλων των ικανοτήτων και δεξιοτήτων της. Οχι, λοιπόν, πλατύ και στέρεο υπόβαθρο γνώσεων, επαφή με τις συσσωρευμένες γνώσεις της ανθρωπότητας και τον πολιτισμό, όχι ανάπτυξη της κριτικής σκέψης και της συλλογικής προσπάθειας, αλλά ξεκομμένες και αποσπασματικές πληροφορίες, επιβράβευση της αποστήθισης και ένταση του ατομισμού και ανταγωνισμού. Η επιστροφή στη μεσαιωνική βαρβαρότητα, με την σαρωτική άλωση όλων των κοινωνικών κατακτήσεων, τον εκμηδενισμό των λεγόμενων «κοινωνικών δαπανών», τον εξανδραποδισμό των εργαζόμενων, τον πολιτικό και ιδεολογικό επηρεασμό τους από τις «αξίες» του καπιταλισμού, ώστε να υποτάσσονται χωρίς αντιρρήσεις στη βουλιμία του κεφαλαίου, ενέτειναν με τη σειρά τους τα ταξικά χαρακτηριστικά του αστικού εκπαιδευτικού συστήματος: Ελαχιστοποιήθηκαν οι κρατικές δαπάνες για το δημόσιο σχολείο. Γίνονται συνεχείς προσπάθειες ιδιωτικοποίησής του. Οι επιχειρήσεις εισβάλλουν όλο και πιο μαζικά και ανοιχτά, έχοντας λόγο στις υποδομές του, τη λειτουργία και τα αναλυτικά του προγράμματα (π.χ. Συμπράξεις Δημόσιου Ιδιωτικού Τομέα, προγράμματα «ευαισθητοποίησης» της νεολαίας σε διάφορους τομείς υγείας, πολιτισμού, κ.ά., ευέλικτη ζώνη κ.λ.π.). Πετιούνται βίαια έξω από την εκπαιδευτική διαδικασία (με τις συνεχείς εξετάσεις και αξιολογικές κρίσεις, την εφεύρεση νέων ταξικών φραγμών, όπως π.χ. η βάση του 10 και ο «ανώτατος αριθμός εισακτέων», την αυξημένη δυσκολία της διδακτέας ύλης, τους διάφορους τύπους Λυκείου και τη σταθερή άρνηση για επέκταση της υποχρεωτικής εκπαίδευσης και στο Λύκειο) χιλιάδες παιδιά.
Τα χαρακτηριστικά αυτού του σχολείου περιέγραψε ο Σπηλιωτόπουλος, που κατέστησε σαφές ότι «άγραφος χάρτης δεν είμαστε σε ό,τι αφορά τους εκπαιδευτικούς μας στόχους». Πουθενά στην ομιλία του υπουργού δεν υπήρξε η παραμικρή αναφορά στην ανάγκη της «μόρφωσης». Απέφυγε να κάνει χρήση ακόμα και αυτής της παπαρολογίας περί «ολιστικής προσέγγισης της γνώσης», με την οποία είναι διανθισμένα όλα τα αναλυτικά προγράμματα.
Μίλησε πολύ ξερά και σκληρά για ένα σχολείο «που θα παρέχει, θα καλύπτει ένα σύνολο βασικών γνώσεων και γνωστικών επιλογών για τον κάθε μαθητή», ένα σχολείο «που θα προσφέρει επαγγελματικές δεξιότητες και δυνατότητες για ένα μέλλον όχι αναγκαστικά μόνο κοντινό (δηλαδή επαρκείς γνώσεις χρήσης του υπολογιστή, του διαδικτύου, της ελληνικής και αγγλικής γλώσσας καθώς και κάθε βασικής έννοιας των μαθηματικών και των φυσικών επιστημών)».Κοντολογίς, ο υπουργός Παιδείας περιέγραψε ένα σχολείο ακόμα πιο υποβαθμισμένο από το σημερινό, ένα μοντέλο δηλαδή Τεχνικού Λυκείου. Οι μαθητές δεν πρέπει να αποκτούν στέρεο-πλατύ υπόβαθρο γνώσεων, αλλά να αποκτούν ελάχιστες (τις τελείως απαραίτητες) γνώσεις και κυρίως δεξιότητες. Να ξέρουν δηλαδή στοιχειωδώς να χειρίζονται την ελληνική γλώσσα, ίσα-ίσα για να επικοινωνούν (είναι χαρακτηριστική η αναμόρφωση της ύλης των βιβλίων του Δημοτικού, με απαλοιφή των λογοτεχνικών κειμένων και τις αναφορές στον τρόπο σύνταξης μιας αίτησης, σε αποκόμματα-ειδήσεις εφημερίδων, η φημολογούμενη «αναμόρφωση» του Νηπιαγωγείου με την συστηματική διδασκαλία ανάγνωσης και γραφής, κ.λ.π.). Να ξέρουν λίγα Αγγλικά, να γνωρίζουν στοιχεία μαθηματικών και φυσικής και να κάνουν χρήση του υπολογιστή και του διαδικτύου. Φυσική συνέπεια αυτής της χυδαίας άποψης είναι και η κατεύθυνση που έδωσε αμέσως παρακάτω ο Σπηλιωτόπουλος, για «μείωση της διδακτέας ύλης», «με λίγα υποχρεωτικά μαθήματα και περισσότερα επιλογής». Απομακρυνόμαστε, λοιπόν, ολοταχώς ακόμα και από τις φραστικές διακηρύξεις για προσέγγιση σε έναν και μόνο τύπο σχολείου. Η κατεύθυνση που έδωσε η κυβέρνηση στο ΣΠΔΕ είναι σαφής: λίγα κοινά μαθήματα για όλους και από κει και πέρα διαχωρισμός των μαθητών ανάλογα με τα «ενδιαφέροντα» και τις «δυνατότητες» του καθένα. Που μεταφράζονται σε ένταση του ταξικού διαχωρισμού. Τα παιδιά της εργατικής τάξης, των φτωχών λαϊκών στρωμάτων έχουν «δυνατότητες» για προγράμματα που οδηγούν σε «παρακατιανά» επαγγέλματα, ενώ τα παιδιά των μεσοαστικών στρωμάτων είναι προορισμένα για πιο απαιτητικά προγράμματα και καταξιωμένα κοινωνικά επαγγέλματα. Τις μεθόδους, τους τρόπους να κατευθυνθεί καθείς εφώ ετάχθη θα αναλάβει να επεξεργαστεί με «παιδαγωγικούς τρόπους» (δηλαδή αξιολόγηση της βαθμολογίας σε όλες τις τάξεις, τεστ, εξετάσεις, μαθήματα «επαγγελματικού προσανατολισμού», «επιχειρηματικότητας» και τα ρέστα), η στημένη ομήγυρις του ΣΠΔΕ. Αλλωστε, είναι διακαής πόθος και του ελληνικού και του ευρωπαϊκού κεφαλαίου και όλων των αστικών κυβερνήσεων και ομολογείται με κάθε ευκαιρία, να στραφούν όλο και πιο πολλοί νέοι στην τεχνικοεπαγγελματική εκπαίδευση, που είναι και το πιο τυπικό εισιτήριο για τη σμίλευση του μοντέλου εργαζόμενου, που απαιτούν οι ανάγκες της παραγωγής. Εξ ου και τα συνεχή φτιασιδώματά της, με πρόσφατο παράδειγμα την μετονομασία των ΤΕΕ σε ΕΠΑΛ και ΕΠΑΣ.
Ο Σπηλιωτόπουλος διέλυσε και τον μύθο της «ελεύθερης πρόσβασης» στα Πανεπιστήμια. Οταν κάποιος θέλει από πολύ νωρίς να πετάξει βίαια τα παιδιά έξω από το Λύκειο, να τα στείλει στον μορφωτικό Καιάδα της λεγόμενης τεχνικοεπαγγελματικής εκπαίδευσης, είναι φυσικό να θέλει να βάλει και ισχυρούς φραγμούς σε όσα κατορθώσουν να φτάσουν έξω από τις πύλες των ΑΕΙ. Η αδήριτη ανάγκη του συστήματος να χτυπηθεί η ιστορικά διαμορφωμένη τάση της ελληνικής εργαζόμενης κοινωνίας για πανεπιστημιακή μόρφωση αποτελεί τον πυρήνα όλων των μεταμορφώσεων των εξεταστικών συστημάτων πρόσβασης και αποτελεί επιλογή όλων των κυβερνήσεων. Εκεί παραπέμπουν και η κατάληξη σε ένα σύστημα που θα εξασφαλίζει «όσο το δυνατόν πιο αντικειμενική πρόσβαση» και «το αξιόπιστο τεχνικό εξεταστικό σύστημα και η εξεταστική αρχή που δεν θα επιδέχεται αμφισβητήσεις» και η «εμπλοκή των Πανεπιστημίων στην επιλογή των φοιτητών τους», που έδωσε ως κατευθύνσεις ο Σπηλιωτόπουλος στο ΣΠΔΕ. Και προοιωνίζουν μεγαλύτερη αυστηρότητα στην επιλογή. Αλλωστε, ο Μπαμπινιώτης, επικεφαλής του ΣΠΔΕ, το είπε καθαρά: «δεν είναι δυνατόν να επιτευχθεί (η άμεση πρόσβαση στα ΑΕΙ με βάση την επίδοση των μαθητών στο Λύκειο) από τους τεράστιους αριθμούς, που φτάνουν και τις 100.000 υποψηφίων, όταν τα Πανεπιστήμια και ΤΕΙ μπορούν να υποδεχτούν γύρω στους 40.000».
Γιούλα Γκεσούλη








