Καταιγισμός δηλώσεων από αξιωματούχους του Λευκού Οίκου και ανώτατους αξιωματικούς του Πενταγώνου, με μπόλικη κινδυνολογία και προειδοποιήσεις για την απειλή που συνιστά η δράση των Ταλιμπάν ακόμη και για την ίδια την ύπαρξη του Πακιστάν, δίνουν το στίγμα της αμερικάνικης πολιτικής στο αφγανοπακιστανικό μέτωπο το τελευταίο διάστημα.
Στις 22 Απριλίου, η Χίλαρι Κλίντον, καταθέτοντας στην Επιτροπή Εξωτερικών Υποθέσεων του Κογκρέσου, μεταξύ άλλων, είπε: «Δεν μπορούμε να μην υπογραμμίσουμε τη σοβαρότητα της υπαρκτής απειλής για το κράτος του Πακιστάν από τη συνεχιζόμενη ανάπτυξη, τώρα σε απόσταση μερικών ωρών από την Ισλαμαμπάντ, μιας χαλαρά συνασπισμένης ομάδας τρομοκρατών και άλλων, που επιδιώκουν την κατάρρευση του πακιστανικού κράτους». Και επέπληξε την πακιστανική κυβέρνηση ότι «υποχωρεί στους Ταλιμπάν και στους εξτρεμιστές». Στο ίδιο πνεύμα είναι και η δήλωση του στρατηγού Ντέιβιντ Πετρέους, επικεφαλής της αμερικάνικης Κεντρικής Διοίκησης: «Η πιο σημαντική, η πιο πιεστική απειλή για την ίδια την ύπαρξη του Πακιστάν είναι η απειλή που προέρχεται από τους εσωτερικούς εξτρεμιστές και ομάδες όπως οι Ταλιμπάν και οι οργανωμένοι εξτρεμιστές».
Στις 23 Απριλίου, ο Ομπάμα κάλεσε έκτακτη σύσκεψη με τη συμμετοχή της Κλίντον, του αντιπροέδρου Τζο Μπάιντεν και του Ρίτσαρντ Χόλμπρουκ, ειδικού απεσταλμένου για το Αφγανιστάν και το Πακιστάν, για να συζητήσουν για τις αμερικανοπακιστανικές σχέσεις και τις τελευταίες εξελίξεις στο Πακιστάν. Μιλώντας στους δημοσιογράφους μετά τη σύσκεψη, ο εκπρόσωπος τύπου του Λευκού Οίκου είπε, μεταξύ άλλων, ότι «η διοίκηση είναι εξαιρετικά ανήσυχη», ότι το Πακιστάν «απορροφά πολύ από το χρόνο του προέδρου» και ότι «οι εξελίξεις στο Αφγανιστάν και το Πακιστάν βρίσκονται στο επίκεντρο της αμερικάνικης εξωτερικής πολιτικής». Το Πακιστάν και όχι το Αφγανιστάν θα είναι, σύμφωνα με το Ρίτσαρντ Χόλμπρουκ, στην κορυφή της ατζέντας κατά την τριμερή συνάντηση κορυφής των προέδρων των ΗΠΑ, του Αφγανιστάν και του Πακιστάν, που θα πραγματοποιηθεί στην Ουάσιγκτον στις 6 – 7 του Μάη.
Αφορμή για την κινδυνολογία στην οποία επιδίδεται ο Λευκός Οίκος το τελευταίο διάστημα είναι η επικύρωση από την πακιστανική βουλή και τον πρόεδρο Αζίφ Ζαρντάρι, στις 13 Απριλίου, της συμφωνίας ανάμεσα στους Ταλιμπάν και τις τοπικές αρχές στην κοιλάδα Σουάτ τον περασμένο Φλεβάρη, η οποία προβλέπει εκεχειρία, ύστερα από 16 μήνες συγκρούσεων με τον πακιστανικό στρατό, με αντάλλαγμα την εφαρμογή του ισλαμικού νόμου στο διαμέρισμα Μαλακάντ, το οποίο περιλαμβάνει έξι περιοχές, συμπεριλαμβανομένης της κοιλάδας Σουάτ με 1.5 εκατομμύριο πληθυσμό. Η συμφωνία αυτή, η οποία προκάλεσε εξαρχής την έντονη αντίδραση της Ουάσιγκτον και άλλων δυτικών κυβερνήσεων, γιατί θεωρείται υποχώρηση στους Ταλιμπάν, προβλέπει επίσης τον αφοπλισμό των Ταλιμπάν και την αποχώρηση του κυβερνητικού στρατού από την περιοχή. Ομως οι Ταλιμπάν όχι μόνο δεν έχουν μέχρι στιγμής αφοπλιστεί, αλλά προχώρησαν σε νέα επίδειξη δύναμης προελαύνοντας από την κοιλάδα Σουάτ στη στρατηγικής συμμαχίας περιοχή Μπουνέρ, με 500.000 πληθυσμό, η οποία επίσης ανήκει στο διαμέρισμα Μαλακάντ και απέχει μόλις 100 χιλιόμετρα από την πακιστανική πρωτεύουσα, προκαλώντας έκρηξη της οργής του Λευκού Οίκου. Στις 20 Απριλίου, εκατοντάδες πάνοπλοι μαχητές εμφανίστηκαν στην Μπουνέρ, κατέλαβαν κυβερνητικά κτίρια και έστησαν φυλάκια ελέγχου, καταπλήσσοντας αμερικάνους και πακιστανούς αξιωματούχους με την ταχύτητα με την οποία κινήθηκαν και αναπτύχθηκαν, ενώ οι άντρες της τοπικής αστυνομίας τρομοκρατημένοι κλείστηκαν στους αστυνομικούς σταθμούς. Μετά το αρχικό μούδιασμα, η πακιστανική κυβέρνηση έστειλε 10 διμοιρίες των παραστρατιωτικών συνοριακών δυνάμεων για να περιφρουρήσουν τα κυβερνητικά κτίρια και τις γέφυρες, που αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν από τα πυρά των Ταλιμπάν. Στις 24 Απριλίου, ύστερα από διαπραγματεύσεις με τις τοπικές αρχές, οι μαχητές άρχισαν να αποχωρούν και να επιστρέφουν στις βάσεις τους, ύστερα και από τις απειλές της κυβέρνησης ότι θα στείλει εναντίον τους ισχυρή δύναμη του στρατού. Ωστόσο, πολλοί αναλυτές εκτιμούν ότι πρόκειται για τακτική υποχώρηση και ότι, εκτός από τους τοπικούς συμπαθού-ντες και συμμάχους, έμειναν στη Μπουνέρ και αρκετοί μαχητές, που αναμείχθηκαν με τον ντόπιο πληθυσμό.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι εξελίξεις στο Πακιστάν ανησυχούν σοβαρά το Λευκό Οίκο, όχι γιατί αποτελούν σοβαρή απειλή για την ίδια την ύπαρξη του Πακιστάν, αλλά γιατί υπονομεύουν την αμερικάνικη στρατηγική για το Αφγανιστάν. Στις 27 Μαρτίου, όταν ο Ομπάμα παρουσίασε τη στρατηγική του για το Αφγανιστάν, χαρακτήρισε την αφγανοπακιστανική μεθόριο ως «το πιο επικίνδυνο μέρος στον κόσμο» και ως «απαραίτητη τη δυναμικότερη δράση του Πακιστάν εναντίον των κρησφύγετων των Ταλιμπάν στο δικό του έδαφος». Από τότε οι Ταλιμπάν όχι μόνο έχουν διατηρήσει τη δύναμή τους στις παραμεθόριες φυλετικές περιοχές του Πακιστάν, αλλά έχουν διεισδύσει και αναπτυχθεί και σε άλλες περιοχές. Και το χειρότερο είναι ότι ο Λευκός Οίκος έχει ελάχιστες επιλογές. Οι βομβαρδισμοί από αμερικάνικα μη επανδρωμένα αεροσκάφη και οι επανειλημμένες εκκαθαριστικές επιχειρήσεις του πακιστανικού στρατού στις παραμεθόριες φυλετικές περιοχές του Πακιστάν, όπου οι Αμερικάνοι υποστηρίζουν ότι βρίσκονται τα στρατόπεδα εκπαίδευσης και τα κρησφύγετα των Ταλιμπάν, όχι μόνο δεν έχουν αποδώσει, αλλά εξοργίζουν τον ντόπιο πληθυσμό, φουντώνουν τον αντιαμερικανισμό και προκαλούν αντιδράσεις ακόμη και στις γραμμές του πακιστανικού στρατού, καθώς πολλοί στρατιώτες προέρχονται από τις αγροτικές περιφέρειες των Παστούν. Από την άλλη, η πακιστανική κυβέρνηση απορρίπτει μέχρι στιγμής κοινές στρατιωτικές επιχειρήσεις με αμερικάνικα στρατεύματα εναντίον των Ταλιμπάν σε πακιστανικό έδαφος, γιατί φοβάται τις λαϊκές αντιδράσεις. Γι’ αυτό και ο Λευκός Οίκος κλιμακώνει τις πιέσεις και τους εκβιασμούς για να αναγκάσει την κυβέρνηση Ζαρντάρι να αντιμετωπίσει πιο δυναμικά και αποφασιστικά τους Ταλιμπάν. Στα πλαίσια αυτά εντάσσεται και η κινδυνολογία του Λευκού Οίκου, η οποία ταυτόχρονα έχει στόχο να προκαλέσει τον φόβο και την ανασφάλεια που απαιτούνται για να συσπειρωθεί ο πληθυσμός γύρω από την κυβέρνηση εναντίον των «επικίνδυνων εσωτερικών εχθρών».
Η Ουάσιγκτον, εκμεταλλευόμενη, εκτός των άλλων, τη δεινή οικονομική κατάσταση της χώρας, εκβιάζει και απαιτεί την πλήρη εναρμόνιση της πακιστανικής πολιτικής με τα αμερικάνικα συμφέροντα στην περιοχή. Ωστόσο, παρά τις πιέσεις που δέχεται, η πακιστανική πολιτική ηγεσία διατηρεί τις επιφυλάξεις και τις ενστάσεις της, που εδράζονται όχι μόνο στη μαζική και έντονη λαϊκή αντίθεση στην αμερικάνικη πολιτική αλλά και στην αντιπαλότητα με την Ινδία.
Η οικονομική και πολιτική πακιστανική ελίτ είναι δυσαρεστημένη με την αναπτυσσόμενη στρατηγική συνεργασία των ΗΠΑ με την Ινδία, στα πλαίσια της οποίας η Ινδία έχει αγοράσει εξελιγμένο αμερικάνικο στρατιωτικό εξοπλισμό και η Ουάσιγκτον έχει άρει το εμπάργκο πυρηνικής τεχνολογίας απέναντι στην Ινδία. Επίσης, η αμερικάνικη κυβέρνηση έχει επανειλημμένα απαιτήσει από την πακιστανική κυβέρνηση να μεταφέρει στρατεύματα από τα ανατολικά σύνορα με την Ινδία στα σύνορα με το Αφγανιστάν, ενώ έχει απορρίψει δημόσια προτάσεις να πιέσει την Ινδία να κάνει υποχωρήσεις απέναντι στο Πακιστάν στο ζήτημα του Κασμίρ. Παράλληλα, η Ινδία, με την πλήρη υποστήριξη της Ουάσιγκτον, έχει αναβαθμίσει σημαντικά το ρόλο της στο Αφγανιστάν, παρέχοντας οικονομική βοήθεια και στρατιωτική εκπαίδευση στην αφγανική κυβέρνηση. Χαστούκι στην πακιστανική κυβέρνηση είναι και η δήλωση της Χίλαρι Κλίντον στις 22 Απριλίου ενώπιον της Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων του Κογκρέσου: «Οι ΗΠΑ αναπτύσσουν τη συνεργασία τους με την Ινδία ως τμήμα μιας ευρείας κλίμακας διπλωματικής ατζέντας για να αντιμετωπίσουν τις τρομερές προκλήσεις από την κατάσταση στο Πακιστάν και στο Αφγανιστάν».