Σε ένα όργιο βίας και τρομοκρατίας σε βάρος του ντόπιου πληθυσμού επιδίδεται ο πακιστανικός στρατός στην κοιλάδα Σουάτ μετά την κατάληψή της εδώ και δύο μήνες από τους Ταλιμπάν. Εκατοντάδες πτώματα έχουν βρεθεί πεταμένα στους δρόμους της πόλης Μινγκόρα και στις αγροτικές περιοχές που ήταν προπύργια των Ταλιμπάν, τα περισσότερα με φανερά ίχνη βασανιστηρίων, με τα μέλη τους δεμένα και με σφαίρες στο σβέρκο και στο κεφάλι. Η έκταση των αντιποίνων, οι ομοιότητες στον τρόπο που βασανίζονται και δολοφονούνται και οι εξαφανίσεις στις περιοχές τις οποίες ελέγχει και ουσιαστικά διοικεί ο στρατός έχουν οδηγήσει στο συμπέρασμα κατοίκους, μέλη ανθρωπιστικών οργανώσεων, ακόμη και κάποιους αξιωματούχους ότι είναι έργο του στρατού. Το συμπέρασμα αυτό ενισχύουν και οι μαρτυρίες ανθρώπων, που βγαίνουν δειλά δειλά στο φως, για την ύπαρξη μαζικών τάφων και ανθρώπων οι συγγενείς των οποίων, αφού συνελήφθηκαν από το στρατό ή εξαφανίστηκαν, βρέθηκαν δολοφονημένοι.
Τα θύματα δεν είναι μόνο άνθρωποι που είχαν κάποια σχέση ή ήταν συμπαθούντες των Ταλιμπάν, αλλά και άνθρωποι οι συγγενείς των οποίων δηλώνουν ότι δεν είχαν σχέση με τους Ταλιμπάν. Γιατί βασικός στόχος του στρατού είναι να επιβάλλει στον ντόπιο πληθυσμό τη σιωπή και την υποταγή του τρόμου, να απομονώσει και να αποκόψει με τη βία τους Ταλιμπάν από τα κοινωνικά τους ερείσματα.
Δύο πακιστανικές ημερήσιες εφημερίδες, η «Dawn» και η «The News», σε σχετικά ρεπορτάζ τους (1/9/09), αναφέρουν ότι έχουν βρεθεί πεταμένα 251 πτώματα και η πακιστανική Μη Κυβερνητική Οργάνωση «The Human Rights Commission», με βάση τις μαρτυρίες κατοίκων, υποστηρίζει ότι υπάρχουν τουλάχιστον δύο μαζικοί τάφοι και ότι έχουν γίνει 250 – 300 δολοφονίες. Ομως, όπως η ίδια οργάνωση ισχυρίζεται, ο ακριβής αριθμός των δολοφονημένων δεν μπορεί να υπολογιστεί, γιατί είχε απαγορευτεί από το στρατό η παρουσία δημοσιογράφων και μελών ανθρωπιστικών οργανώσεων στην περιοχή, ενώ, όπως ανακοίνωσε ο Ερυθρός Σταυρός, με διαταγή του στρατού εγκατάλειψε την περιοχή τον περασμένο μήνα και η Διεθνής Επιτροπή του Ερυθρού Σταυρού, που ερευνά αυτού του είδους τις δολοφονίες.
Φυσικά, ο στρατός αρνείται κατηγορηματικά οποιαδήποτε ευθύνη για τις δολοφονίες αυτές και ισχυρίζεται ότι πρόκειται για αντίποινα ή ξεκαθάρισμα λογαριασμών ανάμεσα σε πολίτες.
Υπενθυμίζουμε ότι η εκκαθαριστική επιχείρηση εναντίον των Ταλιμπάν στην επαρχία Σουάτ ξεκίνησε κάτω από τις ασφυκτικές πιέσεις του Λευκού Οίκου τον περασμένο Μάιο. Υστερα από δύο μήνες σφοδρών βομβαρδισμών και συγκρούσεων, που προκάλεσαν ένα κύμα 2 εκατομμυρίων προσφύγων προς τις γειτονικές περιοχές, ο στρατός έθεσε το μεγαλύτερο τμήμα της κοιλάδας Σουάτ υπό τον έλεγχό του και άρχισε να επιδίδεται σ’ αυτό το πρωτοφανές όργιο αυθαιρεσίας, βίας και τρομοκρατίας σε βάρος του άμαχου πληθυσμού.
Είναι βέβαιο ότι τα γεγονότα αυτά θα φουντώσουν ακόμη περισσότερο τα αντιαμερικάνικα αισθήματα του πακιστανικού λαού, ο οποίος, σύμφωνα με πρόσφατη δημοσκόπηση του Αλ – Τζαζίρα, φέρεται σε ποσοστό πάνω από 70% να θεωρεί τις ΗΠΑ τη μεγαλύτερη απειλή για την εθνική ανεξαρτησία και κυριαρχία του Πακιστάν, ακόμη μεγαλύτερη και από τον «αιώνιο εχθρό» του, την Ινδία. Ο Λευκός Οίκος και οι μαριονέτες του στην κυβέρνηση του Πακιστάν σπέρνουν ανέμους και θα θερίσουν θύελλες. Δεν είναι τυχαίο που η «New York Times», απ’ όπου αντλήσαμε και εμείς αρκετά στοιχεία, και το BBC, την ίδια μέρα (14/09), σπάνε το πέπλο της σιωπής που έχει επιβάλλει ο πακιστανικός στρατός και δημοσιεύουν στοιχεία και μαρτυρίες κατοίκων της περιοχής, επιδιώκοντας προφανώς να κρούσουν τον κώδωνα του κινδύνου στο Λευκό Οίκο και να προκαλέσουν την παρέμβασή του για να αποφύγει τα χειρότερα.