Οι συγκρούσεις που ξέσπασαν ξανά στο Ιράν, με αφορμή τη μουσουλμανική γιορτή της Ασούρα, και είχαν ως αποτέλεσμα εκατοντάδες συλληφθέντες και οκτώ νεκρούς διαδηλωτές (μεταξύ των οποίων και ο ανιψιός του αρχηγού της αντιπολίτευσης, Μουσαβί), που η αντιπολίτευση χρεώνει σε πυρά αστυνομικών (ενώ οι Αρχές το διαψεύ-δουν), δείχνουν ότι η κοινωνική αναταραχή που ξεκίνησε μετά τις τελευταίες εκλογές απέχει πολύ από το να κοπάσει. Οι τελευταίες συγκρούσεις χαρακτηρίστηκαν από ιδιαίτερη βιαιότητα και από τις δυο πλευρές. Οι διαδηλωτές άναψαν πύρινα οδοφράγματα, συγκρούστηκαν με την αστυνομία και αναποδογύρισαν περιπολικά. Από τη μεριά του το καθεστώς χρησιμοποίησε άγρια καταστολή και έσπευσε να διοργανώσει φιλοκυβερνητικές διαδηλώσεις. Εδωσε μάλιστα μία μέρα άδεια στους δημόσιους υπαλλήλους για να συμμετάσχουν στις διαδηλώσεις και ναύλωσε λεωφορεία για να μεταφέρουν μαθητές και πολίτες από τις αγροτικές περιοχές, γι’ αυτό και οι φιλοκυβερνητικές διαδηλώσεις ήταν μαζικές, ενώ οι αντικυβερνητικές συγκέντρωναν μερικές χιλιάδες ανθρώπους (3.000 ανέφερε το Αλ Τζαζίρα).
Εχουμε ξαναγράψει σ’ αυτές εδώ τις στήλες, ότι ο σχολιασμός της κατάστασης στο Ιράν εγκυμονεί δύο κινδύνους. Ο πρώτος είναι η υπόκλιση στην προπαγάνδα των δυτικών ειδησεογραφικών πρακτορείων, που επαινούν τη λαϊκή αντίδραση στο δικτατορικό καθεστώς του Αχμαντινετζάντ (σε αντίθεση με τα δυτικά καθεστώτα που είναι οι… πηγές της δημοκρατίας) και καταγγέλλουν την πράγματι άγρια καταστολή των λαϊκών κινητοποιήσεων από τους πραιτοριανούς του καθεστώτος. Ο δεύτερος είναι η υποβάθμιση της λαϊκής δυσαρέσκειας και η αναγωγή της σε «έργο προβοκατόρων», προκειμένου να αποφευχθεί η ταύτιση με τη δυτική προπαγάνδα και τις ιμπεριαλιστικές και σιωνιστικές επιδιώξεις.
Είναι γνωστό ότι η Δύση προσπαθεί να εκμεταλλευτεί την κατάσταση που έχει δημιουργηθεί και οι Αμερικάνοι με τους συμμάχους τους επιχειρούν να παίξουν αποσταθεροποιητικό ρόλο στη χώρα. Ομως αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει λαϊκή δυσαρέσκεια και ότι οι αντικυβερνητικοί διαδηλωτές είναι «πράκτορες», όπως ισχυρίζεται το καθεστώς. Για να εκτιμήσει κανείς την κατάσταση στο Ιράν θα πρέπει να κοιτάξει στην ίδια την οικονομική βάση. Να εξετάσει την κατάσταση που ζει ο ιρανικός λαός, το επίπεδο των μισθών και της ανεργίας, την ακρίβεια των προϊόντων και όλα τα στοιχεία που συγκροτούν την υλική ζωή της εργατικής τάξης και των άλλων εργαζόμενων τάξεων και στρωμάτων, και όχι μόνο τα δημοκρατικά δικαιώματα που ο καθένας κρίνει κατά το δοκούν. Γιατί το κάθε καθεστώς εκεί κρίνεται τελικά. Αν μπορεί να ικανοποιήσει τις υλικές ανάγκες των παραγωγών του πλούτου.
Αυτό δεν φαίνεται να το καταφέρνει το καθεστώς Αχμαντινετζάντ, που αντιμετωπίζει την έκρηξη του πληθωρισμού (κινείται σε επίπεδα 25% με 30%), την έκρηξη της ανεργίας στη νεολαία (που είναι πάνω από 30%, όταν το εθνικό ποσοστό ανεργίας, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, είναι γύρω στο 12%) και απαντά στην κρίση με ένα ευρείας κλίμακας πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων μέχρι και του 80% της κρατικής περιουσίας στις μεγάλες στρατηγικές επιχειρήσεις, στο εξωτερικό εμπόριο, στον τραπεζικό τομέα, στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας κτλ. (σε επόμενα φύλλα της «Κόντρας» επιφυλασσόμαστε να παραθέσουμε περισσότερα στοιχεία για την κατάσταση στο Ιράν, όμως για την ώρα αναγκαστικά σταματάμε εδώ).
Στον αντίποδα του καθεστώτος, η αντιπολίτευση δε μπορεί να εμπνεύσει κανέναν. Κι αυτό γιατί ο αρχηγός της, ο Μουσαβί, στηρίζεται στον πολυεκατομμυριούχο Ραφσατζάνι (πρώην πρόεδρο επί σειρά ετών, που έχασε στις εκλογές του 2005 από τον Αχμαντινετζάντ) και δεν επιζητεί τίποτα περισσότερο από την «ελευθερία» καλύτερων σχέσεων με τους Αμερικάνους. Γι’ αυτό και ορισμένα συνδικάτα, όπως των οδηγών λεωφορείων της Τεχεράνης, δεν στήριξαν κανέναν από τους υποψηφίους στις τελευταίες εκλογές, λέγοντας ότι κανένας τους δεν στηρίζει τις εργατικές διεκδικήσεις στο Ιράν.