Αλλοτε, η λέξη μεταρρύθμιση είχε καταρχήν προοδευτικό χαρακτήρα. Σήμαινε μια αλλαγή προς όφελος των ανθρώπων της εργασίας. Μια αλλαγή που συνήθως ερχόταν ως κατάκτηση μετά από αγωνιστικές κινητοποιήσεις τους. Κάπως έτσι χτίστηκε το λεγόμενο «κράτος πρόνοιας» στις ευρωπαϊκές χώρες. Οι αγώνες της εργατικής τάξης, συχνά σκληροί και αιματηροί, εξανάγκαζαν τις αστικές κυβερνήσεις να κάνουν μεταρρυθμίσεις στο εργασιακό πλαίσιο, οι οποίες αντανακλούσαν τα αιτήματα των ταξικών αγώνων.
Μετά τη νίκη της ρωσικής επανάστασης το 1917 και δεκαετίες αργότερα τη δημιουργία του λαϊκοδημοκρατικού στρατοπέδου, που διεύρυνε το «χώρο» του σοσιαλισμού, αυξήθηκε η πίεση της εργατικής τάξης στα δυτικοευρωπαϊκά καθεστώτα, τα οποία ήταν αναγκασμένα να παραχωρούν μεταρρυθμίσεις, προκειμένου να μην υπάρξουν εξελίξεις σε επαναστατική κατεύθυνση.
Από τότε που καθιερώθηκε η λέξη μεταρρύθμιση (reform), για να περιγράψει κατακτήσεις της εργατικής τάξης εντός του καπιταλιστικού πλαισίου, άρχισε ν' αναπτύσσεται και το πολιτικό ρεύμα που ονομάστηκε ρεφορμισμός και κατέλαβε τη δεξιά πτέρυγα του οργανωμένου εργατικού κινήματος. Σε αντίθεση με την επαναστατική κατεύθυνση, που επιστημονικά την είχαν θεμελιώσει οι Μαρξ και Ενγκελς, η ρεφορμιστική κατεύθυνση πρέσβευε το πέρασμα στο σοσιαλισμό μέσω διαδοχικών μεταρρυθμίσεων.
Και πάλι, όμως, η ρεφορμιστική κατεύθυνση -παρά τον μη επαναστατικό ή αντεπαναστατικό χαρακτήρα της- έθετε στην ημερήσια διάταξη μεταρρυθμίσεις προς όφελος της εργατικής τάξης. Για παράδειγμα, καλύτερη κοινωνική ασφάλιση, λιγότερες ώρες δουλειάς, χαμηλότερα όρια ηλικίας συνταξιοδότησης, περισσότερα δικαιώματα, περιορισμό του διευθυντικού δικαιώματος των καπιταλιστών κτλ.
Τις τελευταίες δεκαετίες, όμως, τα πράγματα έχουν αλλάξει ακόμα και σε επίπεδο λόγου. Η λέξη μεταρρύθμιση δεν υποδηλώνει πλέον κάποια θέσμιση προς όφελος της εργατικής τάξης, αλλά το αντίθετο. Μεταρρύθμιση είναι ό,τι ξηλώνει τις παλαιότερες μεταρρυθμίσεις, αυτά που κατάφερε να κατακτήσει το εργατικό κίνημα την εποχή της επαναστατικής ή της ρεφορμοστικής ακμής του. Μεταρρύθμιση είναι η κατεδάφιση της κοινωνικής ασφάλισης, η εξαφάνιση κάθε κανονικότητας στις εργασιακές σχέσεις, η θέσπιση της απόλυτης ασυδοσίας των καπιταλιστών, η κατάργηση κάθε προστατευτικής διάταξης, η λεγόμενη ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων κτλ. κτλ. Μεταρρύθμιση θεωρείται αυτό που παλαιότερα ονόμαζαν αντιμεταρρύθμιση.
Μεταρρυθμιστές δε θεωρούνται πλέον οι παλιοί ρεφορμιστές (σοσιαλδημοκράτες, ψευτοαριστεροί, γραφειοκράτες συνδικαλιστές κ.ά.), αλλά εκείνοι που επιπίπτουν με μανία επί των εργατικών κατακτήσεων. Οσο πιο μανιακά επιτίθεται ένα κόμμα ή ένας αστός πολιτικός τόσο συνεπέστερος μεταρρυθμιστής θεωρείται. Κατόπιν αυτών, αποκτά μια ξεχωριστή σημασία η εξής αποστροφή από πρόσφατη ομιλία του Τσίπρα:
«Εμείς νιώθουμε την ανάγκη να πείσουμε τους έλληνες εφοπλιστές να μας εμπιστευτούν. Οτι καταβάλουμε προσπάθειες να μεταρρυθμίσουμε την ελληνική οικονομία».
Τι είδους μεταρρύθμιση της ελληνικής οικονομίας μπορεί να είναι αυτή που θα πείσει τους εφοπλιστές ότι αξίζει να εμπιστευτούν τον ΣΥΡΙΖΑ; Η απάντηση είναι προφανής. Και γίνεται προφανέστατη αν αναλογιστούμε ότι οι εφοπλιστές αποτελούν ένα εξαιρετικά επιθετικό τμήμα του ελληνικού κεφαλαίου, που εξαιτίας της φύσης της δραστηριότητάς τους έχουν υιοθετήσει ιστορικά συμπεριφορά γκάνγκστερ. Και έναντι του εργατικού δυναμικού που απασχολούν στα πλωτά κάτεργά τους και έναντι των ελληνικών αστικών κυβερνήσεων, από τις οποίες έχουν αποσπάσει προκλητικά προνόμια.
Πράγματι, είναι αποφασισμένος ο ΣΥΡΙΖΑ. Αποφασισμένος να υπηρετήσει τα συμφέροντα του κεφαλαίου.
Π.Γ.