«Ποιος θα πρέπει να πληρώνει για την ανώτατη εκπαίδευση;» είναι το βασικό ερώτημα στο οποίο θα κληθούν να απαντήσουν οι υπουργοί Παιδείας των χωρών του ΟΟΣΑ, που συνεδριάζουν στο Λαγονήσι.
Το ερώτημα από μόνο του προδιαγράφει και την κατεύθυνση προς την οποία θα κινηθούν οι απαντήσεις, αφού θεωρείται δεδομένο πλέον στα διεθνή φόρα του κεφαλαίου ότι η ανώτατη Παιδεία πρέπει να συνδεθεί άμεσα με την αγορά και να υποταχτεί στις επιχειρήσεις και να αποδεσμευτούν τα κράτη από την υποχρέωσή τους να παρέχουν τούτο το κοινωνικό αγαθό σε όλο το λαό.
Την πρόθεσή της να συναινέσει στην κατεύθυνση που απαιτεί το διεθνές και ντόπιο κεφάλαιο για τα Πανεπιστήμια, έδειξε μόλις τις προηγούμενες μέρες η κυβέρνηση με το νομοσχέδιο Γιαννάκου, από το οποίο απάλειψε την «υποχρέωση του κράτους να παρέχει την ανώτατη εκπαίδευση σε κάθε έλληνα πολίτη που το επιθυμεί» και στο οποίο προσέθεσε (στο κεφάλαιο αποστολή των ΑΕΙ) την προσήλωση στις αρχές της βιώσιμης ανάπτυξης.
Σε ανάλογους τόνους ήταν και η ομιλία της υπουργού Παιδείας στη σύνοδο του ΟΟΣΑ, με την οποία κάλεσε τους υπουργούς να εξασφαλίσουν «τη μέγιστη δυνατή συναίνεση εγγυώμενοι τη βιωσιμότητα ενός αναβαθμισμένου μοντέλου ανώτατης εκπαίδευσης».
Το μοντέλο αυτό, του οποίου η βιωσιμότητα θα εξαρτάται από «την οικονομική και κοινωνική αποτελεσματικότητα», δηλαδή από το βαθμό σύνδεσής του με την καπιταλιστική αγορά εργασίας, θα συνδυάζει, σύμφωνα πάντα με την Μ. Γιαννάκου «τη θεσμική χειραφέτηση με την κοινωνική λογοδοσία». Τούτες οι «αφηρημένες» διατυπώσεις, που σκοπό έχουν να μπερδέψουν τους ανίδεους και απληροφόρητους, έχουν πολύ συγκεκριμένο αποκρουστικό περιεχόμενο. Σημαίνουν την απαγκίστρωση του κράτους από την χρηματοδότηση των ΑΕΙ, μέσω της ψευδεπίγραφης «αυτονομίας» και με την παρέμβαση του μηχανισμού της αξιολόγησης των Πανεπιστημίων.
Η υπουργός Παιδείας εκφράζοντας την απόφαση των διαχειριστών της εξουσίας, για λογαριασμό του μεγάλου κεφαλαίου, να λειτουργούν στο εφεξής τα δημόσια ανώτατα ιδρύματα με τα κριτήρια μιας επιχείρησης, με ιδιωτικοοικονομικά δηλαδή κερδοσκοπικά και ανταγωνιστικά κριτήρια, κάλεσε τους καπιταλιστές να αναλάβουν δραστήριο ρόλο στα Πανεπιστήμια. Είπε χαρακτηριστικά: «Προσδοκούμε στην παγίωση ενός κοινωνικά και οικονομικά ισορροπημένου πανεπιστημιακού προτύπου, με ¨εργαλείο¨ τις καινοτόμες συνεργασίες ανάμεσα στους κοινωνικούς εταίρους και στη βάση της ανάληψης της διαχείρισης των οικονομικών και κοινωνικών παραμέτρων». Και παρακάτω ορίζοντας τους «πυλώνες» στήριξης του εγχειρήματος (σ.σ. της ιδιωτικοποίησης δηλαδή των δημόσιων ΑΕΙ παράλληλα με την ίδρυση και ιδιωτικών ΑΕΙ) τόνισε πως δεύτερος πυλώνας είναι «αυτός των κοινωνικών εταίρων, που θα υποστηρίξουν το εκπαιδευτικό σύστημα, εμπλουτίζοντας το περιεχόμενό του και ενισχύοντας με αυτόν τον τρόπο την κοινωνική του νομιμοποίηση».
Η υπουργός Παιδείας έπαιζε βεβαίως σε δικό της γήπεδο, αφού όλα τα σενάρια που καλούνται να επεξεργαστούν οι υπουργοί Παιδείας των χωρών του ΟΟΣΑ (τέσσερα τον αριθμό) για το μέλλον της ανώτατης εκπαίδευσης, είναι το ένα χειρότερο από το άλλο και στα οποία δεν υπάρχει ούτε καν σαν δημαγωγική διακήρυξη το μοντέλο του δημόσιου Πανεπιστήμιου, του οποίου η εκπαιδευτική και ερευνητική λειτουργία να χρηματοδοτείται αποκλειστικά από το κράτος.
Τα μοντέλα που θα απασχολήσουν τη σύνοδο είναι τα εξής:
Πρώτο μοντέλο: Επίσημη ονομασία: «Ανοικτή Διαδικτυακή Εργασία».
Οι σπουδές γίνονται διαδικτυακά με κυρίαρχη γλώσσα τα αγγλικά και είναι εξατομικευμένες. Το «ηλεκτρονικό πανεπιστήμιο» από τη φύση του είναι προσανατολισμένο στη διδασκαλία και όχι στην έρευνα. Υπάρχει κρατική χρηματοδότηση, αλλά ορισμένα ιδρύματα προσελκύουν περισσότερες επιχορηγήσεις και παρέχουν καλύτερες συνθήκες εργασίας, ενώ προωθείται και η συνεργασία μεταξύ της αφρόκρεμας των ιδρυμάτων.
Δεύτερο μοντέλο: Επίσημη ονομασία: «Υπηρετώντας τις τοπικές κοινότητες».
Τα Πανεπιστήμια είναι στην ουσία ιδρύματα κατάρτισης, σε στενή σύνδεση με τις τοπικές βιομηχανίες. Τα εκπαιδευτικά προγράμματα (αρχικά και δια βίου) είναι προσανατολισμένα στις ανάγκες των τοπικών επιχειρήσεων. Οι πανεπιστημιακοί αντιμετωπίζονται ως «έμπιστοι επαγγελματίες», που λειτουργούν κάτω από την ομπρέλα των τοπικών βιομηχανιών. Η ελίτ από αυτά τα «πανεπιστήμια» εξακολουθεί να συνδέεται με τα διεθνή δίκτυα αριστείας.
Τρίτο μοντέλο: Επίσημη ονομασία: «Νέο Δημόσιο Management».
Τα ιδρύματα της ανώτατης εκπαίδευσης είναι «αυτόνομα» (ή ιδιωτικά βάσει νομοθεσίας). Ενα σημαντικό κομμάτι του προϋπολογισμού τους εξαρτάται από το δημόσιο ταμείο, αλλά έχουν στενή σύνδεση με την αγορά εργασίας και τις επιχειρήσεις. Για να διευρύνουν τους οικονομικούς τους πόρους χρησιμοποιούν τις ξένες αγορές εκπαίδευσης, τα δίδακτρα και την έρευνα που κατευθύνουν προς όφελος των επιχειρήσεων. Τα σύνορα ανάμεσα στα πανεπιστήμια ημι-ανώνυμες εταιρίες και τα ιδιωτικά πανεπιστήμια είναι δυσδιάκριτα. Το μεγαλύτερο κομμάτι των πόρων τους είναι ιδιωτικό (προερχόμενο από δίδακτρα, ιδιωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις) και λογοδοτούν στο κράτος, στους ιδιώτες και στο κεφάλαιο που τα στηρίζουν οικονομικά.
Τέταρτο μοντέλο: Πανεπιστήμια-επιχειρήσεις.
Η λογική του μοντέλου είναι ότι οι «υπηρεσίες» της ανώτατης εκπαίδευσης δεν διαφέρουν και πολύ από τα υπόλοιπα είδη υπηρεσιών και άρα μπορούν να λειτουργούν με όρους και προϋποθέσεις πολυεθνικών ανώνυμων εταιριών. Ανταγωνίζονται μεταξύ τους σε παγκόσμιο επίπεδο για να παρέχουν υπηρεσίες εκπαίδευσης και έρευνας σε εμπορική βάση επικεντρώνοντας την προσοχή τους στον τομέα που θέλουν να αναπτύξουν περισσότερο. Ο ανταγωνισμός για «πελατεία» είναι έντονος. Ανοίγουν θυγατρικά ιδρύματα στο εξωτερικό, χρησιμοποιώντας τοπικό προσωπικό. Κοντολογίς δημιουργείται ένας πολυεθνικός εμπορικός τόπος τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, όπου προσφέρονται υπηρεσίες με τη λογική της εμπορικής εκμετάλλευσης.
Μετά απ’ όλα αυτά προβάλλει τρανό το δίκιο των φοιτητών, αλλά και οι ευθύνες όλης της εργαζόμενης κοινωνίας που πρέπει να κάνει δική της υπόθεση την προάσπιση του δημόσιου, δωρεάν Πανεπιστήμιου.
Γιούλα Γκεσούλη