Tέτοια εποχή, πριν 11 χρόνια, ένα εκλογικό αποτέλεσμα παρόμοιο με το σημερινό, αλλά με αντεστραμμένους πόλους (βλέπε αναλυτικά στοιχεία στη σελίδα 9) βύθιζε τη ΝΔ σε μια κρίση με χαρακτηριστικά παρόμοια μ’ αυτά που εμφανίζει η σημερινή κρίση του ΠΑΣΟΚ. Και τότε το πρόβλημα είχε πρωσοποποιηθεί. Μεγάλη μερίδα των βαρόνων της ΝΔ, κυρίως αυτοί που συνασπίζονταν γύρω από τον διεκδικούντα την αρχηγία Γ. Σουφλιά, φόρτωναν την ευθύνη της ήττας στον τότε αρχηγό Μ. Εβερτ. Γράφαμε τότε, στο τελευταίο από τα δοκιμαστικά φύλλα της «Κ», που κυκλοφόρησαν πριν την τακτική έκδοσή της:
«Ομως, η κρίση που ξέσπασε στη ΝΔ μετά τις εκλογές είναι μόνο η κορυφή του παγόβουνου, είναι μόνο η πρώτη σειρά των δέντρων που κρύβουν ένα μεγάλο δάσος: την πολιτική κρίση που αγκαλιάζει το σύστημα εξουσίας. Μια κρίση στην οποία οι εκλογές δεν έδωσαν καμιά διέξοδο, αλλά απλώς την ανακύκλωσαν, την έβαλαν σε μια καινούργια φάση».
Προσυπογράφοντας εκείνη την εκτίμηση και σήμερα, θα προσπαθήσουμε να επικαιροποιήσουμε τις βασικότερες πλευρές της, υπό το φως του εκλογικού αποτελέσματος της προηγούμενης Κυριακής, των κοινωνικών αντιστοιχίσεών του και των πολιτικών διεργασιών που πυροδότησε.
Και η σημερινή κρίση στο ΠΑΣΟΚ προσωποποιείται: δεν φταίει η πολιτική και το πρόγραμμα του ΠΑΣΟΚ, αλλά ο Γ. Παπανδρέου που δεν κατάφερε να τα «επικοινωνήσει» (τι βαρβαρισμός κι αυτό το «επικοινωνώ»!) αποτελεσματικά, με αποτέλεσμα το ΠΑΣΟΚ να ηττηθεί άνετα από τη «χειρότερη κυβέρνηση που γνώρισε ο τόπος». Επομένως, με μια αλλαγή σε επίπεδο αρχηγού (που θα συνοδευτεί με αλλαγές στα κομματικά τιμάρια και τους τιμαριούχους), το ΠΑΣΟΚ θα ανακτήσει δυναμική νίκης και θα ξαναπάρει την εξουσία στις επόμενες εκλογές, έχοντας μάλιστα τη δυνατότητα να επιλέξει τουλάχιστον μια φορά το χρόνο διεξαγωγής τους (το 2010, έτος προεδρικής εκλογής, αν οι τότε δημοσκοπήσεις το ευνοούν).
Τα ίδια ακριβώς λέγονταν και το 1996 για τη ΝΔ. Το ίδιο παιχνίδι παίχτηκε και τότε από τους «βαρόνους των μίντια». Μόνο που αυτοί τότε ηττήθηκαν, γιατί δεν ήταν ιδιαίτερα σημαντική η επιρροή τους στο χώρο της ΝΔ, αφού παραδοσιακά συνδέονται με τη λεγόμενη «δημοκρατική παράταξη». Εκλεκτός τους ήταν ο Γ. Σουφλιάς, όμως η δημογεροντία της ΝΔ επέλεξε τον Κ. Καραμανλή, με όσα αυτός συμβόλιζε σε επίπεδο ονόματος και δεξιάς παράδοσης. Ο Καραμανλής συνδέθηκε με άλλους καπιταλιστικούς ομίλους, που τότε αισθάνονταν ριγμένοι (Βαρδινογιάννης κ.λπ.), χρειάστηκε 8 χρόνια για να γίνει πρωθυπουργός και όταν πήρε την πρωθυπουργία κατέγραψε την πρώτη μεγάλη ήττα του προσπαθώντας να ελέγξει τους «νταβατζήδες», όπως ο ίδιος χαρακτήρισε τους μιντιοκράτορες-μεγαλοεργολάβους. Ηττήθηκε, ύψωσε λευκή σημαία και παραδόθηκε στις ορέξεις τους.
Ο Γ. Παπανδρέου υπήρξε επιλογή των «βαρόνων των μίντια», η οποία επιβλήθηκε στον Κ. Σημίτη και στο ΠΑΣΟΚ. Είναι γνωστά τα περιστατικά και δεν χρειάζεται να τα θυμίσουμε. Η ίδια καπιταλιστική κλίκα προσπαθεί σήμερα να ξεφορτωθεί τον εκλεκτό της και να προωθήσει στη θέση του τον Ε. Βενιζέλο, όχι επειδή ο νυν δεν είναι του χεριού τους (αστεία πράγματα), αλλά επειδή κρίνουν ότι ο Βενιζέλος είναι η λύση για ένα αξιόπιστο ΠΑΣΟΚ στις συνθήκες μετά τη συντριπτική εκλογική ήττα. Η οικογένεια Παπανδρέου και ένα τμήμα του κομματικού μηχανισμού αντιδρούν, δίνουν σκληρή μάχη για να κρατήσουν τα κεκτημένα, νομίζουμε όμως ότι δεν έχουν πιθανότητες νίκης. Πρώτο, γιατί ο μηχανισμός είναι ήδη διαβρωμένος από τους μιντιοκράτορες, δεύτερο επειδή αυτοί έχουν τη δυνατότητα επηρεασμού του εκλογικού ακροατήριου του ΠΑΣΟΚ και τρίτο επειδή ο Γ. Παπανδρέου είναι ήδη φθαρμένος και ηττημένος κατά κράτος (αυτό είναι το κριτήριο για έναν αστό πολιτικό αρχηγό), εν αντιθέσει με τον νέο και άφθαρτο Κ. Καραμανλή του 1996.
Η ΝΔ έκανε τον κύκλο της κρίσης της, κέρδισε την εξουσία το 2004 και ήδη ξεκινά δεύτερη κυβερνητική θητεία. Η κρίση μεταφέρθηκε στο ΠΑΣΟΚ. Κουκουλώθηκε προσωρινά το 2004, με την τοποθέτηση (και όχι εκλογή) του Γ. Παπανδρέου στην αρχηγία, σοβούσε αλλά κρυβόταν στα 3,5 χρόνια της κυβέρνησης Καραμανλή και ξέσπασε ανοιχτά μετά τη νέα ήττα (ο συντριπτικός χαρακτήρας της ήττας έδωσε εξαρχής μεγάλο βάθος στην κρίση). Αν και ποτέ δεν ξέρεις πώς θα εξελιχτεί μια κρίση, το πιθανότερο είναι να ελεγχθεί και αυτή η κρίση στο ΠΑΣΟΚ. Αν δεν ελεγχθεί, αν δεν υπάρξει λύση με προοπτική, αν το ΠΑΣΟΚ δεν βγει ενιαίο (με όλους τους τιμαριούχους στο εσωτερικό του) απ’ αυτή την κρίση, αν δηλαδή υπάρξει διάσπαση, τότε η κρίση θα πάρει νέα μορφή, θα διαχυθεί στο πολιτικό σκηνικό και θα μπουν μπροστά νέες διεργασίες επανασχηματισμού του δικομματισμού, που είναι το προσφορότερο σύστημα κυβερνητικής διαχείρισης στην Ελλάδα (και στις περισσότερες καπιταλιστικές χώρες).
Ομως, όπως τονίστηκε στην αρχή, ο τρόπος που εμφανίζεται η πολιτική κρίση, ως κρίση ηγεσίας πότε στο ένα και πότε στο άλλο κόμμα, κρύβει την ουσία της. Ακόμα και αστοί κοινωνιολόγοι μιλούν εδώ και χρόνια για κρίση αντιπροσώπευσης του πολιτικού συστήματος. Είτε οι ψήφοι κατευθύνονται σε συντριπτικά ποσοστά στις δυνάμεις του δικομματισμού (86,53% το 2000, 85,91% το 2004), είτε υπάρχει διασπορά στα μικρότερα κόμματα δεξιά και αριστερά του πολιτικού φάσματος (ο δικομματισμός περιορίστηκε στο 79,61% το 1996 και στο 79,96% το 2007), η ψήφος είναι ψήφος ανάγκης και όχι ψήφος εμπιστοσύνης.
Τα αστικά κόμματα έχουν ως αποστολή τους να οργανώνουν κοινωνικές συμμαχίες για λογαριασμό της άρχουσας τάξης, εγκλωβίζοντας στη λογική διαχείρισης του συστήματος εργατικές, εργαζόμενες και νεολαιίστικες μάζες. Την περίοδο των μαζικών κομμάτων και των μαζικών διεκδικητικών κινημάτων, τα (μεταρρυθμιστικά) αιτήματα των εργαζόμενων και των νέων εύρισκαν μερική και προσωρινή αντανάκλαση στα προγράμματα των κομμάτων και ειδικά του ΠΑΣΟΚ, που εμφανιζόταν ως σοσιαλιστικό κόμμα. Η διάψευση των προσδοκιών που είχαν καλλιεργηθεί, σε συνδυασμό με άλλους παράγοντες (όπως η κρίση του αναθεωρητικού στρατόπεδου που ολοκληρώθηκε με την κατάρρευση των καθεστώτων του παλινορθωμένου καπιταλισμού, αλλά και κοινωνικές αλλαγές που έφερε η σχετική ανάπτυξη του ελληνικού καπιταλισμού), οδήγησε σ’ αυτό που ονομάστηκε κλείσιμο του κύκλου της μεταπολίτευσης. Τα μέλη και οι οπαδοί απογοητεύτηκαν από τα κόμματα (αλλά και από τα συνδικάτα, που λειτουργούν ως μικρά κοινοβούλια και από τους αυτοδιοικητικούς θεσμούς, που επίσης αστικοποιήθηκαν πλήρως) και τα κόμματα παραμέρισαν τις μαζικές λειτουργίες. Η σχέση μελών-οπαδών και κομμάτων έγινε καθαρά πελατειακή. Ετσι, και η ψήφος αποϊδεολογικοποιήθηκε και αποπολιτικοποιήθηκε. Τα αστικά κόμματα θυμίζουν σήμερα τους προγόνους τους πριν τη χούντα και όχι τα μαζικά κόμματα της «μεταπολίτευσης».
Αν σ’ αυτή την κρίση αντιπροσώπευσης προσθέσουμε και την τεράστια πολιτική επικάλυψη (για να μην πούμε ταύτιση) ανάμεσα στους δυο πυλώνες εξουσίας (ΠΑΣΟΚ και ΝΔ), που έχει δημιουργήσει πρόβλημα ταυτότητας και στα δυο κόμματα (περισσότερο στο ΠΑΣΟΚ, βέβαια), θα πάρουμε μια καλύτερη εικόνα της πολιτικής κρίσης, που είναι πάντα παρούσα ως υπόστρωμα της λειτουργίας του πολιτικού συστήματος και εμφανίζεται πότε με τη μια και πότε με την άλλη μορφή. Από τις παλιές αντιπαραθέσεις ανάμεσα «στις δυνάμεις του φωτός και του σκότους», έχουμε φτάσει στις γελοιότητες της life style πολιτικής, στην οποία κυρίαρχο ρόλο παίζει η εικόνα του υποψήφιου αρχηγού (εικόνα φτιαχτή από τους μανατζαραίους της προπαγάνδας) και όχι οι πολιτικές θέσεις που εκφέρει.
Ομως -εδώ φτάνουμε στο κρίσιμο θέμα- το πολιτικό σύστημα πορεύεται μεταλλαγμένο και με πάντα παρούσα την πολιτική κρίση εδώ και δυο δεκαετίες. Πορεύεται ομαλά, χωρίς κλυδωνισμούς, με σταθερότητα. Γι’ αυτό και οι φόβοι που εξέφραζαν αρκετοί δημοσιολόγοι της αστικής τάξης στην αρχή αυτού του «μετα-μεταπολιτευτικού» κύκλου, για κυοφορία «τυφλών» κινημάτων, που δε θα μπορούν να τα ελέγξουν τα κόμματα και οι κοινωνικοί τους ιμάντες (συνδικάτα, οργανώσεις νεολαίας κ.λπ.) παραμερίστηκαν. Μολονότι υπάρχουν αναλυτές (κυρίως πανεπιστημιακοί) που εξακολουθούν «να κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου», οι απόψεις τους δεν βρίσκουν φιλοξενία στα ΜΜΕ. Το σύστημα συμπεριφέρεται αλαζονικά και αυτάρεσκα. Θεωρεί ότι έχει πετύχει στρατηγικής σημασίας νίκη και ότι μπορεί να ελέγξει τις εκδηλώσεις της πολιτικής κρίσης με τις παγιωμένες διαδικασίες «κορυφών», χωρίς να διακινδυνεύει το «ξύπνημα των υπηκόων».
Τι είναι αυτό που τροφοδοτεί την αυταρέσκεια και την αλαζονεία του συστήματος; Η βαθιά κοινωνική ύπνωση. Η διάλυση ακόμη και κινημάτων στοιχειώδους αυτοάμυνας, όπως είναι το συνδικαλιστικό κίνημα. Η αποθέωση του ατομοκεντρισμού ως κοινωνικής συμπεριφοράς. Μια εκλογική συμπεριφορά που πάλλεται ανάμεσα στο δίπολο «επιλέγω τον λιγότερο κακό» – «στέλνω μήνυμα διαμαρτυρίας». Κοντολογίς, η κρίση του κοινωνικού κινήματος, που είναι πιο βαθιά από την πολιτική κρίση του συστήματος. Τα επισημάναμε και πριν τις εκλογές όλα τούτα και δεν χρειάζεται να επανέλθουμε. Γιατί, μπορεί να έχει σημασία να γνωρίσουμε τον κόσμο γύρω μας, όμως καθήκον μας είναι να παλέψουμε να τον αλλάξουμε.
Ιδού, λοιπόν, το μείζον ερώτημα: ποια πρέπει να είναι τα βασικά χαρακτηριστικά μιας επαναστατικής-κομμουνιστικής πολιτικής στις πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες που έχουν διαμορφωθεί; Τεράστιο το ζήτημα, απασχολεί διαρκώς τις στήλες της εφημερίδας μας και φυσικά δε μπορεί να καλυφθεί μέσα σε μερικές παραγράφους. Απλώς μερικές νύξεις θα κάνουμε.
♦ Η επαναστατική πολιτική πρέπει να τραβήξει μια ευδιάκριτη διαχωριστική γραμμή από το σύνολο των θεσμών του συστήματος (πολιτικών και κοινωνικών). Ακόμα και όταν είναι αναγκασμένη να κινείται και μέσα σε τέτοιους θεσμούς (π.χ. συνδικάτα) οφείλει να βρίσκεται σε συνεχή πόλεμο με το σύνολο των εκφραστών της αστικής γραμμής και όχι να «παίζει» με τους μεν ενάντια στους δε. Μόνο έτσι μπορεί να σηματοδοτηθεί όχι απλώς η διαφορετικότητα, αλλά η ρήξη. Μόνο έτσι μπορεί να υπάρξει ενότητα ανάμεσα στις διακηρύξεις και την πολιτική πράξη.
♦ Η επαναστατική πολιτική πρέπει να έχει συνεχώς ανοιχτό μέτωπο με τη λογική και την πρακτική της «ανάθεσης». Οχι να προβάλλεται ως ο έντιμος και συνεπής εκπρόσωπος, αλλά να χτυπά τη λογική της εκπροσώπησης, που δηλητηριάζει το κοινωνικό σώμα και ενισχύει τις πρακτικές της ιδιώτευσης και της κοινωνικής ακινησίας. Οι συλλογικότητες που συμμετέχει ή που δημιουργεί η επαναστατική πολιτική πρέπει να είναι ταυτόχρονα βουλευόμενα και ενεργούντα σώματα. Αυτοί που αποφασίζουν πρέπει και να υλοποιούν τις αποφάσεις τους.
♦ Η επαναστατική πολιτική δεν πρέπει να σνομπάρει καμιά διεκδίκηση, κανέναν αγώνα, πέρα από τις δικές της προτεραιότητες και ιεραρχήσεις. Στόχος της πρέπει να είναι πάντοτε οι αγώνες να φέρνουν νίκες, ακόμη και σε επιμέρους διεκδικήσεις, γιατί μόνο οι νίκες αναπτύσσουν στο λαό την εμπιστοσύνη στις δυνάμεις του.
♦ Η επαναστατική πολιτική οφείλει να σέβεται έμπρακτα (και όχι υποκριτικά) την αυτοτέλεια των συλλογικοτήτων του μαζικού κινήματος και όχι να προσπαθεί να υποτάξει τη δράση τους σε δικές της μικροπολιτικές επιδιώξεις, μετατρέποντάς τες σε βοηθήματα της οργανωτικής αναπαραγωγής της. Μια τέτοια συμπεριφορά ακυρώνει στην πράξη κάθε επαναστατική διακήρυξη.
♦ Η επαναστατική πολιτική πρέπει να κινείται έξω από τα όρια της αστικής νομιμότητας. Η λαϊκή αντιβία είναι όρος για την ανάπτυξη της ταξικής πάλης. Σε όλες της τις μορφές. Η επαναστατική πολιτική οφείλει όχι μόνο να μη συγκρατεί, αλλά να ενθαρρύνει και να οργανώνει τις εκδηλώσεις λαϊκής αντιβίας.
Ενα απλό περίγραμμα είναι όσα αναφέρθηκαν παραπάνω. Ενα περίγραμμα που αναδεικνύει το «σόλοικον» της συμπεριφοράς όσων δηλώνουν επαναστάτες και έσπευσαν (για μια ακόμη φορά) να κολυμπήσουν στα βαλτόνερα του αστικού κοινοβουλευτισμού, αποτελώντας το απαραίτητο συμπλήρωμά του και ταυτόχρονα καταδεικνύει το «γελοίον» και «υποκριτικόν» των μετεκλογικών αναλύσεων και των πάγιων διακηρύξεών τους.
Πέτρος Γιώτης